ή
Το μνημόνιο του έρωτα
Από την πρώτη στιγμή που η Κριστίν είδε τον Αναστάση, ήξερε.
Ήξερε ότι τον θέλει.
Ήταν καλοκαίρι στην όμορφη Ελλάδα και η ωραία πάμπλουτη Ευρωπαία είχε έρθει για να επιθεωρήσει τις εκτάσεις της. Στάθηκε να ξαποστάσει σε ένα ταβερνάκι δίπλα στη γαλάζια θάλασσα.
Ο Αναστάσης ήταν ένα τίμιο παλικάρι εικοσιδύο χρονώ, αθώο κι άβγαλτο, που δούλευε γκαρσόνι, μπάρμαν και ντιτζέι τα καλοκαίρια για να τα βγάλει πέρα.
Τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου, καθόταν.
Τα τζιτζίκια τζιτζικάγαν και τα χταπόδια λικνίζονταν στο αεράκι, κρεμασμένα απ’ το σύρμα της μπουγάδας. Η ταβέρνα ήταν σχεδόν άδεια. Το κυματάκι ξέβραζε στην ακτή διάφανες τσούχτρες.
Ο Αναστάσης έφερε στην πλούσια ξένη τις τηγανιτές πατάτες και τη χωριάτικη σαλάτα και μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό, σύνολο εικοσιδύο ευρώ, χωρίς απόδειξη. Μια ματιά στο εντυπωσιακό της ντεκολτέ αρκούσε για να κάνει το φυλλοκάρδι του να τρεμοπαίξει. Η Κριστίν, έμπειρη, περπατημένη, ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της, μα δεν το έδειξε. Έφαγε δυο πατάτες κι άφησε τα εικοσιδύο ευρώ στο τραπέζι, και επιπλέον ένα πεντακοσάευρω πουρμπουάρ.
“Τι είναι αυτό”; ρώτησε ο Αναστάσης.
“Πουρμπουάρ”, είπε η Κριστίν. “Ας το πούμε ‘πακέτο Ντελόρ'”.
“Τι ωραίο νόμισμα! Σαν ηλιοβασίλεμα”, είπε ο Αναστάσης, κι έστριψε την άκρη του μουστακιού στη μορφή μιας ανεπαίσθητης μπούκλας. Ο Αναστάσης ήταν λίγο χίψτερ.
“Θα τα πούμε το βράδυ”, είπε η Κριστίν, σαν αλαφιασμένη, κι έφυγε λικνίζοντας τον σφριγηλό της πωπό. Το γαλάζιο μαγιό της είχε αστεράκια, κίτρινα.
Το ασημένιο Audi R8 ήρθε έξω απ’ το “Ενοικιαζόμενα δωμάτια ο Μίμης” και σταμάτησε. Από τη θέση του οδηγού βγήκε ο φουσκωτός Βόλφγκανγκ.
“Ήρθα να παραλάβω τον Αναστάση”, είπε ο φουσκωτός Βόλφγκανγκ στην κυρία Μελπομένη.
“Δεν είναι εδώ”, είπε η κυρία Μελπομένη, ψέματα.
“Μάνα, γιατί λες ψέματα”, είπε ο Αναστάσης, που βγήκε απ’ το δωμάτιο, αγουροξυπνημένος. Ήταν οκτώ το απόγευμα. “Τι θέλετε κύριε”.
“Είμαι ο οδηγός/σωματοφύλακας/περιστασιακός εραστής της κυρίας Κριστίν Μπλu”, είπε ο Βόλφγκανγκ. “Ήρθα να σας πάω σε κείνη”.
“Κριστίν Μπλού;” είπε ο Αναστάσης.
“Κριστίν Μπλε;” είπε η κυρία Μελπομένη
“Κριστίν Μπλu”, είπε ο φουσκωτός Βόλφγκανγκ. “Κάτι ανάμεσα στο μπλε και το μπλου. Είναι δύσκολο”.
Πέρασαν λίγη ώρα μέχρι να καταφέρουν να πουν “Μπλu”.
“Εντάξει, έρχομαι”, είπε ο Αναστάσης.
Η έπαυλις της Κριστίν Μπλu βρισκόταν στο τέλος ενός χωματόδρομου, ανάμεσα σε ένα ελικοδρόμιο και μιαν απομονωμένη παραλία. Φοίνικες πλαισίωναν την είσοδο. Ο Αναστάσης μπήκε στο γιγάντιο κι αστραφτερό φουαγιέ με τις χαβαγιάνας και τη βερμούδα, σα λέτσος.
“Αναστάση”, είπε η Κριστίν, κατεβαίνοντας από τον πάνω όροφο.
“Κριστίν”, είπε ο Αναστάσης, κοιτώντας τη με δέος. Φορούσε μια γαλάζια τουαλέτα με κίτρινα αστεράκια, τελευταία δημιουργία του σχεδιαστή Ζορζ Μπιντέ.
“Ω, τι όμορφη τουαλέτα”, είπε ο Αναστάσης.
“Είναι Μπιντέ”, είπε η Κριστίν. “Να σου βάλω κάτι να πιείς;”
“Α, μα αυτή είναι δική μου δουλειά”.
Έκαναν γλυκό έρωτα μπροστά στα κύματα και τις λιβελούλες.
Ο Αναστάσης ξύπνησε σε ένα κρεβάτι μεγαλύτερο από το σπίτι της μαμάς του, μόνος. Η προηγούμενη νύχτα ήταν θολή στη μνήμη του, όπως και η προηγούμενη ζωή του. Ένιωθε σα να ήταν κάποιος άλλος. Ένα τραγούδι πήγε να σχηματιστεί στο μυαλό του, μα άλλαξε γνώμη κι εξατμίστηκε. Ο Αναστάσης κοίταξε τον καθρέφτη στο ταβάνι για πολλή ώρα, τσεκάροντας ότι όλα τα τατουάζ του είναι στη σωστή θέση.
Ήταν πια μεσημέρι όταν βρήκε την άκρη του κρεβατιού και πήγε στο μπάνιο. Έκανε τα κακά του, έπλυνε το πρόσωπό του, έριξε πάνω του μοσχοβολητά υγρά που βρήκε σε πολύχρωμα μπουκάλια, ζελέ στο μαλλί, και βγήκε.
Στον προθάλαμο της κρεβατοκάμαρας, γιατί υπήρχε και τέτοιος, τον περίμενε μια έκπληξη. Κάποιος είχε απλώσει ένα κοστούμι σε έναν καναπέ, και ένα ζευγάρι παπούτσια, και μανικετόκουμπα, και ένα iPhone 5, και ένα πάκο με κατοστάρικα, και το κλειδί μιας Πόρσε και τρεις ράβδους χρυσού. “Σ’ ευχαριστώ για ένα υπέροχο βράδυ”, έγραφε το σημείωμα.
“Holy crap”, είπε ο Αναστάσης.
Η Κριστίν Μπλu βρισκόταν στην κουζίνα και ψιλόκοβε τα καρότα ενώ ταυτόχρονα μιλούσε στο hands free. “Sagen Sie diesen Idioten Shauble, dass er es schieben in den Arsch kann”, έλεγε, με τόνο σχεδόν ερωτικό και φτύνοντας σαλάκια. “Ω, ξύπνησες” είπε όταν είδε τον Αναστάση να στέκεται κοστουμαρισμένος, στάζοντας αρώματα, σαν παιδάκι μετά τα βαφτίσια. Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει αουφ βίντερζεεν. “Μυριζεις σα την άνοιξη”.
Ο Αναστάσης έστριψε το μουστάκι αμήχανα. Η Κριστίν συννέφιασε.
“Αναστάση, μη στρίβεις το μουστάκι. Ξέρεις τι παθαίνω όταν στρίβεις το μουστάκι”.
“Τι παθαίνεις;”
“Θέλω να σε βάλω κάτω και να σε πλακώσω στις μπουνιές”, είπε η Κριστίν.
“Oh my”, είπε ο Αναστάσης.
“Ακολούθησέ με”, είπε η Κριστίν και προχώρησε προς τις σκάλες. “Πρέπει να μιλήσουμε για τη σχέση μας”.
Ο Αναστάσης ξαφνικά ήθελε να πάρει το κλειδί της Πόρσε και να πάει για γκαφέ στο μπιτσόμπαρο, αλλά είχε και μια κάποια περιέργεια. “Ποια σχέση μας;” Ο πωπός της Κριστίν λικνιζόταν αναγουλιαστικά καθώς ανέβαινε τις σκάλες, προμήνυμα κακών. Φορούσε μια γαλάζια φόρμα Pussy με αστεράκια στις ραφές, κίτρινα.
“Γκντούπ” έκανε ο φάκελος, πέφτοντας πάνω στο τραπέζι. Ο φάκελος ήταν από αυτούς με τους κρίκους που τους περνάς σελίδες τρυπημένες. Είχε μέσα σελίδες εκατοντάδες, τυπωμένες κι απ’ τις δυο μεριές. Το τραπέζι βρισκόταν στη μέση ενός σκοτεινού δωματίου χωρίς παράθυρα. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο βελούδο και όργανα βασανιστηρίων.
“Αναστάση, δεν είμαι σαν τις άλλες τις γυναίκες, εγώ”, είπε η Κριστίν Μπλu, λες και χρειαζόταν. “Έχω ανάγκες. Ανάγκες αχόρταγες. Σε θέλω μεν, αλλά. Υπό όρους. Έχω κάποιες απαιτήσεις”. Η Κριστίν άνοιξε το φάκελο, σελίδα 123 παράγραφος 4.
“Εφόσον συμφωνήσεις να είμαστε μαζί”, είπε, “θα αναλάβω πλήρως τη νομισματική σου πολιτική, για πάντα. Τα δημοσιονομικά σου κάντα μόνος σου. Δε με νοιάζουνε. Κάνε ό,τι θες. Πάρε τα πακέτα μου τα Ντελόρ και τα άλλα και φάτα. Πάρε και διακοποδάνεια. Αλλά το νόμισμά σου θα είναι το δικό μου. Επίσης, αντί για σκέτο σεξ θα σε πλακώνω στα μπουκέτα”.
“Holy crap”, είπε ο Αναστάσης. Ξεροκατάπιε σπαραξικάρδια.
“Δεν θα σε πιέσω”, είπε η Κριστίν. “Δεν θέλω να το κάνεις με το ζόρι. Η απόφαση θα είναι δικιά σου”. Γύρισε και κοίταξε θολά από την άλλη, σα πρωταγωνίστρια σαπουνόπερας πιο απίστευτης κι απ’ τη ζωή. “Είναι δύσκολα αυτά που ζητάω”, είπε, “και πολλά. Πρέπει να τα δεχτείς, πρέπει. Γι’ αυτό πρέπει να υπογράψεις αυτό εδω” γύρισε, και θώπευσε το φάκελο θελκτικά.
“Τι είναι αυτό;” είπε ο Αναστάσης.
“Λέγεται μνημόνιο”.
Ο Αναστάσης ατένιζε το πέλαγο από την κήπο της έπαυλης καθώς το σούρουπο έριχνε μελιές ανταύγειες στα τσουρούτικα σύννεφα. Κάπου στο βάθος, ψαράδες βγαίναν για να ψαρέψουν με δυναμίτη.
Τα παγάκια κροτάλισαν στο ποτήρι με το τζόνι. Ο Αναστάσης αναστέναξε. “Ω, τι θα κάνω ο καψερός”.
“Θα υπογράψεις”, είπε ο Βόλφγκανγκ, που είχε βγάλει το σκύλο στο διπλανό παρτέρι για να χέσει. “Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς”.
“Βόλφγκανγκ”, είπε ο Αναναστάσης, “εσύ την ξέρεις χρόνια. Είναι αλήθεια έτσι όπως τα περιγράφει το μνημόνιο; Είναι δυνατό να είναι τόσο σκληρή;”
Ένα ένοχο βλέμμα πέρασε απ’ τα μάτια του Βόλφγκανγκ, τα υπερόφρυα τόξα του σμίχτηκαν.
[field id=”1″]
“Διάβασες το μνημόνιο;”
“Όχι. Δε μπορώ. Είναι… τόσες σελίδες“.
“Ναι”
“Δε μπορώ να αντέξω αυτό το μαρτύριο”.
“Ναι”.
“Τόσα γράμματα!”
“Ναι”.
“Το ένα δίπλα στ’ άλλο, σε σειρές ατέλειωτες. Το μυαλό μου πονάει, η ψυχή μου ματώνει, καταλαβαίνεις;”
“Ναι”.
“Τι θα κάνω;”
“Θα υπογράψεις”.
“Θα υπογράψω;”
“Θα υπογράψεις. Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς. Κοίτα τι σου προσφέρει. Κοίτα τον εαυτό σου. Φοράς κοστούμι. Έχεις βάλει τις ράβδους χρυσού στις τσέπες και κάνεις ότι είναι το πουλί σου. Παίζεις με τα κλειδιά της πόρσε στο χέρι. Πριν απ’ την Κριστίν ήσουν κάτι και τώρα έγινες κάτι άλλο. Δε μπορείς να γυρίσεις πίσω. Θα κάνεις ό,τι σου λέει, ελπίζοντας ότι θα συνεχίσεις να τα έχεις όλα αυτά για παντοτινά”.
Ο σκύλος, τότε, έχεσε.
Η Κριστίν έδεσε τελευταία τα μάτια του Αναστάση. Τον κοίταξε ξαπλωμένο, ακίνητο, στον πάγκο με τη βελούδινη επένδυση, πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε το μαστίγιο, κι άρχισε να του επιβάλλει μέτρα.
“Χραπ”! κάτω οι συντάξεις.
“Χράπ”! κάτω κι οι μισθοί.
“Χραπ”! ένα εκατομμύριο άνεργοι στον ιδιωτικό τομέα.
Ο Αναστάσης έσφιγγε τα δόντια και σκεφτόταν λιβάδια και λουλούδια και ξαπλώστρες στης ψαρούς την ολόξανθη ράχη και πορσεκαγιέν και λουη-βουη-τον. Και άντεχε.
Η Κριστίν άφησε το μαστίγιο και πήρε μια βέργα μακρουλή και στενή. Έκοψε τον αέρα κάνοντας “φουίτ, φουίτ” και μετά την κατέβασε στο κορμί του πολύπαθού Έλληνα.
“Φουίτ” κι άλλο κάτω οι συντάξεις.
“Φουίτ” τα χαράτσια.
“Φουίτ” κομμένα τα επιδόματα.
“Τώρα”, είπε η Κριστίν, “ήρθε η ώρα για την κορύφωση”. Καθώς φόρεσε ένα strap-on με καρφιά, έτοιμη για να απολύσει δημοσίους υπαλλήλους, ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του Αναστάση: Είχε ξεχάσει το safe word.
“ΣΤΑΚΑ ΚΑΙ ΣΕ ΦΑΓΑ ΞΑΝΘΟΨΕΙΡΑ”, φώναξε η κυρία Μελπομένη, μπουκάροντας από την πόρτα με ορμή. “Κάτω τα βρωμόχερά σου απ’ το παιδί μου”.
“Dafuq”, ψέλισσε απορημένη η Κριστίν, και πριν προλάβει να αντιδράσει είχε φάει ένα κλοτσίδι στο σαγόνι. “Πώς; Πώς είναι δυνατόν;” αναρωτήθηκε, ένα με το βελούδινο δάπεδο.
“Πέντε χρόνια γιογκιλάτες και ζούμπα, bitch”, είπε η κυρία Μελπομένη, κι έσπευσε να λύσει το γιο της απ’ τα δεσμά του. “Γιόκα μου το δερματάκι σου είναι κόκκινο τι σου κανε αυτή η κακούργα θα σε αλείψω με βιξ”.
“Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε”, είπε η Κριστίν, πολύ εκνευρισμένη. “Εδώ έχουμε υπογράψει συμβόλαιο. Υπάρχουν χαρτιά”. Ο Βόλφγκανγκ μόλις είχε φτάσει λαχανιασμένος στο πλευρό της και τη βοηθούσε να σηκωθεί. Μαζί είχε έρθει κι ο ευκοίλιος σκύλος.
“Ό,τι θέλω θα κάνω”, είπε η κυρία Μελπομένη και τους κοίταξε. “Αλλά δεν φταίτε εσείς, αλλόκοτη και φθονερή τρόικα της ανωμαλίας. Και ασφαλώς δεν φταίει το παλικάρι μου, που είναι αθώο και λίγο ηλίθιο, όλο μου έπεφτε απ’ το καρότσι με το κεφάλι, μικρό”.
“Τότε ποιος φταίει;”
Η κυρία Μελπομένη γύρισε προς το μέρος της οθόνης που κοιτάς και έριξε βλέμμα χολερικό κι αδιαπραγμάτευτο. Λέξεις σταμάτησαν να πληκτρολογούνται.
“Αυτός φταίει”, είπε η κυρία Μελπομένη. “Αυτός ο αλλόκοτος, ο μυστήριος, που κάθεται και μπλέκει την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ με ένα σκουπιδομπέστ σέλερ και την αντιμνημονιακή ρητορεία, τραβώντας τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις απ’ τα μαλλιά. Είσαι με τα καλά σου παιδάκι μου; Πού το θυμήθηκες το “πακέτο Ντελόρ”; Τι μπούρδες κάθεσαι και γράφεις νυχτιάτικα, καθισμένος μπροστά στο γκομπιούτερ φορώντας ένα βρακί και κάλτσες, έναν αλλοπρόσαλλο Οκτώβρη που ο νοτιάς λυσσομανάει και δε λέει να δροσίσει;”
Κι έτσι ο Αναστάσης ελευθερώθηκε απ’ τα δεσμά του μνημονίου του έρωτα, χάρη στη δύναμη της φύσης που είναι η ασφυχτική αγάπη της ελληνίδας μάνας.