Η Ινδία, Η Ελλάδα, Η Διαφθορά Κι Η Φτώχεια

Τις προάλλες δύο πράγματα, ένα που έγραψα κι ένα που διάβασα, μου θύμισαν ένα άλλο, τρίτο. Το τρίτο ήταν αυτή εδώ η έρευνα που περιγράφει τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Τότε, λέει, στα εξοχικά κέντρα της Αθήνας οι άνθρωποι έφερναν το δικό τους φαγητό και “νοίκιαζαν” τα καθίσματά τους με μοναδική υποχρέωση να πάρουν ένα ποτήρι νερό. Τα καταστήματα είχαν στις βιτρίνες τους παστέλια, αμύγδαλα και παστές σαρδέλες. Τον πρώτο χειμώνα της κατοχής εξαφανίστηκαν οι γάτες και οι σκύλοι. Αργότερα άρχισαν να τρώνε άλογα και γαϊδούρια. Στα σπίτια έφτιαχναν αλεύρι από κουκούτσια χαρουπιών.

Ήταν η τελευταία φορά που η Ελλάδα έζησε ακραία φτώχεια. Έχουν περάσει από τότε περίπου 70 χρόνια.

Το πρώτο πράγμα που μου θύμισε αυτή την έρευνα ήταν μερικές σκέψεις για την τροφή και τον τρόπο που πρέπει να γράφουμε γι’ αυτή, τις οποίες έγραψα πρόσφατα. Τις ίδιες ημέρες διάβαζα, δε, και το δεύτερο πράγμα: Το βιβλίο “Behind the Beautiful Forevers” της Κάθριν Μπου. Είναι ένα βιβλίο πολυσυζητημένο, σε όλες τις λίστες με τα καλύτερα του 2012, βραβευμένο με το Εθνικό Βραβείο στις ΗΠΑ, από μια δημοσιογράφο βραβευμένη με Πούλιτζερ. Μιλάει για τη ζωή σε μια παραγκούπολη της Μουμπάι, δίπλα στο μεγάλο διεθνές αεροδρόμιο και τα πολυτελή ξενοδοχεία που το περιστοιχίζουν.

Είναι ένα βιβλίο περίεργο.

Αν και προϊόν τριετούς εντατικής δημοσιογραφικής έρευνας, είναι γραμμένο αποκλειστικά σε τρίτο πρόσωπο. Η δημοσιογράφος δεν εμφανίζεται πουθενά στην πλοκή, δεν διαδραματίζει κανέναν απολύτως ρόλο στα δρώμενα και δε λέει ποτέ μια γνώμη για την ιστορία που περιγράφει. Η ιστορία περιλαμβάνει τις ζωές μερικών από τις οικογένειες που ζουν στην παραγκούπολη και έχει για κεντρικό άξονα ένα τραγικό συμβάν που τις στιγμάτισε. Χάρη στο αποστασιοποιημένο, μυθιστορηματικό ύφος της Μπου, διαβάζοντας ξεχνάς ότι οι ιστορίες κι οι ζωές αυτές είναι αληθινές. Κι όταν το θυμάσαι, δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις.

[field id=”1″]

Οι χαρακτήρες αυτού του βιβλίου είναι άνθρωποι που στην πλειοψηφία τους ζουν σε ακραία φτώχια. Πρόκειται για οικογένειες που ζουν σε μικροσκοπικά αυθαίρετα κτίσματα φτιαγμένα από αυτοσχέδια τούβλα και σκουπίδια. Δίπλα στην παραγκούπολή τους υπάρχει ένας ανοιχτός οχετός με βοθρολύματα, το νερό του οποίου πίνουν τα λιγοστά ζώα. Οι παράγκες δεν έχουν τουαλέτες ή υδροδότηση. Κάθε πρωί τα παιδιά που δεν δουλεύουν πηγαίνουν στη βρύση για να βάλουν νερό, ενώ τα παιδιά που δουλεύουν πηγαίνουν στη δουλειά.

Τα παιδιά που δουλεύουν κάνουν ευκαιριακές μικροδουλειές. Τα περισσότερα από αυτά που γνωρίζουμε ξεδιαλέγουν σκουπίδια στις γειτονικές συνοικίες για αντικείμενα που μπορεί να έχουν κάποια αξία και τα πουλάνε σε ντόπιους μεσάζοντες. Οι περισσότεροι άνδρες είτε δουλεύουν σε μικροδουλειές μακριά από την παραγκούπολη, είτε είναι υπερβολικά άρρωστοι από τις κακουχίες χρόνων για να αντέξουν τη δουλειά. Σχεδόν όλες οι γυναίκες δουλεύουν. Αναπάντεχα πολλές εργάζονται περιστασιακά ως πόρνες, συνήθως εν γνώσει των συζύγων και των παιδιών τους. Γνωρίζουμε, μεταξύ άλλων, και την άτυπη “δήμαρχο” της παραγκούπολης, που συνεργάζεται με τους πολιτικούς της περιφέρειας και τους αστυνομικούς του τοπικού τμήματος για να γίνεται αποδοτικά η διαχειριση της γενικευμένης διαφθοράς.

Ο κόσμος που περιγράφεται στο βιβλίο είναι σοκαριστικά άγριος και άγρια συναρπαστικός.

india

Οι άνθρωποι αυτοί είναι αμόρφωτοι αλλά δεν είναι ηλίθιοι. Ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση τους έχει κάνει να αντέχουν και να προσαρμόζονται και να βρίσκουν λύσεις και να αναπτύσσουν και μιαν εφευρετικότητα που στα μάτια μας μπορεί και να φαντάζει αξιοθαύμαστη. Βεβαίως, πρόκειται για χάρισμα ξεκάθαρα εξελικτικό. Όποιος δεν μπορεί να προσαρμοστεί και να βρει λύσεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν “αποτυγχάνει”: Πεθαίνει. Παιδιά πεθαίνουν με το παραμικρό στην παραγκούπολη, οι αρρώστιες είναι παντού, η βρωμιά και η μόλυνση είναι μέσα στα σπίτια τους, μπαίνει από την πόρτα όταν βρέχει και ξεχειλίζει ο ανοιχτός βόθρος δίπλα, όπου κολυμπάν πότε πότε τα παιδιά. Τα παιδιά δουλεύουν για να φάει η οικογένεια.

Και, βεβαίως, πρόκειται για χαρακτηριστικά που έχουν όρια. Γιατί οι κάτοικοι της παραγκούπολης έχουν έναν πολύ περιορισμένο ορίζοντα, και όταν έρχονται σε επαφή με τον ευρύτερο κόσμο (των πολυτελών ξενοδοχείων, της δικαιοσύνης και της μεγάλης πόλης) δεν έχουν εφόδια για να τον αντιμετωπίσουν. Απέναντί τους συναντούν ένα σωρό εμπόδια που τους βάζει η ζωή, η κοινωνία και οι δομές του κράτους, ασφαλώς, αλλά από ό,τι φαίνεται το χειρότερο από όλα και με πολύ μεγάλη διαφορά είναι άλλο: Η διαφθορά. Η φρικτή, πανταχού παρούσα διαφθορά.

mumbai

Στην κοινωνία που περιγράφει η Κάθριν Μπου (παντρεμένη με Ινδό, έζησε με τους ανθρώπους αυτούς για τρία χρόνια, θυμίζω) όλοι τα παίρνουν. Μόλις συμβαίνει κάτι που χρειάζεται την παρέμβαση της αστυνομίας, κάποιος ζητάει φακελάκι. Μόλις υπάρχει αντιδικία, ο ένας από τους αντίδικους θα ζητήσει φακελάκι. Οι γιατροί για να αλλάξουν τη διάγνωσή τους: Φακελάκι. Έρχονται λεφτά από το κράτος για να ανοίξουν σχολεία; Μέχρι να φτάσουν στα χέρια του δασκάλου έχουν χαθεί σε δεκάδες τσέπες, και με το τελικό ποσό ο δάσκαλος ανοίγει μία τάξη για μια μέρα μέχρι να περάσει ο ελεγκτής, και μετά τα βάζει κι αυτός στην τσέπη του. Όποιος μπορεί να κλέψει, κλέβει. Όποιος έχει οποιαδήποτε εξουσία, την εξαργυρώνει. Όποιος έχει λεφτά και πληρώνει, βρίσκει δίκιο, τροφή και προστασία. Οι υπόλοιποι πεθαίνουν.

Το βιβλίο της Μπου, αριστοτεχνικά γραμμένο και πλούσιο, είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει τελευταία, και μου προκάλεσε διάφορες σκέψεις αλλά κυρίως δυο συναισθήματα:

1) Τρόμο
2) Απελπισία

Γιατί μετά, αφού τελείωσα το βιβλίο και ξαναβρήκα την έρευνα που περιγράφει μιαν εποχή κατά την οποία και η Ελλάδα αντιμετώπισε (έστω και πολύ πιο πρόσκαιρα) αντίστοιχη φτώχεια, και άρχισαν να ωριμάζουνε οι σκέψεις τούτες, είδα κι αυτή την έρευνα για τη διαφθορά στον πλανήτη, και έδεσε το γλυκό.

corrupt

Ο τρόμος μου οφείλεται στο εξής:

Όπως φαίνεται από το χάρτη κι όπως εξηγείται από την απλή λογική οι φτωχές χώρες είναι πιο διεφθαρμένες από τις πλούσιες. Αν η Ελλάδα, μια από τις πιο διεφθαρμένες πλούσιες χώρες του κόσμου γίνει φτωχιά, δεν θα λυθεί η φοροδιαφυγή, το φακελάκι, ο νεποτισμός, η αναξιοκρατία και τα μπαχτσίσια. Θα γίνουν ακόμα χειρότερα.

Όταν ο άνθρωπος αναγκάζεται να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να βρει τα προς το ζην, οι νόμοι και οι κανόνες πάνε περίπατο -θα κάνει τα πάντα για να μην πεθάνει. Γι’ αυτό οι φτωχές κοινωνίες μοιάζουν με άναρχες ζούγκλες. Γι’ αυτό στην παραγκούπολη της Μουμπάι δεν υπάρχει ούτε καν η υποψία νόμου, σεβασμού σε κανόνες, ισότητας και δημοκρατίας. Οι δημοκρατικές κοινωνίες που έχουν ισονομία και κράτος δικαίου έχουν πρώτα λύσει τα βασικά προβλήματα επιβίωσης της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, και πάνω σ’ αυτό μπορούν να χτίσουν μια κοινωνική ειρήνη και τη νομιμότητα. Εμείς, που είχαμε την ευμάρεια για τόσα χρόνια -έστω τεχνητή και δανεική και εκ του κράτους εκπορευόμενη- φοβάμαι ότι δεν χτίσαμε τίποτα.

Στη λίστα των πιο διεφθαρμένων χωρών του πλανήτη ερχόμαστε 94οι με 36 βαθμούς. Τους ίδιους που πήρε και η Ινδία, η χώρα όπου τα 2/3 του πληθυσμού ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια τη μέρα, όπου ζει το 1/3 των υποσιτισμένων παιδιών του κόσμου, η Ινδία η άναρχη, η χαώδης που περιγράφεται σ’ αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο.

Σκεφτόμουν:

Αν εμείς είμαστε τώρα εξίσου διεφθαρμένη κοινωνία με αυτούς.

Σε δύο, τρία ή πέντε χρόνια αργότερα, όταν πια θα κλείνουμε δεκαετία ύφεσης και συρρίκνωσης.

Πώς θα είμαστε;

[field id=”2″]

Διάβασε ακόμα:
Ο μεγαλύτερός μου φόβος