Κάθε χρόνο, όταν ανοίγουν τα σχολεία, διαβάζουμε για τους πολύ μεγάλους αριθμούς καθηγητών και δασκάλων που λείπουν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Είναι ένα θέμα πολύ αγαπητό, ειδικά στους πολιτικούς κάθε κατάστασης (κυβερνώντες, αντιπολιτευόμενους) καθώς αφορά έμμεσα σε μια χαλαρή αλλά γιγάντια δημογραφική ομάδα (τους γονείς) και άμεσα σε μια σφιχτή και λίγο μικρότερη, αλλά πολύ ισχυρή ομάδα (τους δάσκαλους και τους καθηγητές). Αφορά και στους μαθητές, βεβαίως, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Τι ισχύει στην πραγματικότητα μ’ αυτό το πρόβλημα, όμως; Πώς είναι δυνατό να λείπουν τόσοι εργαζόμενοι (δεκάδες χιλιάδες!) από έναν θεωρητικά πολύ σημαντικό κλάδο;
Ας δούμε, πολύ συνοπτικά, επτά γραφήματα. Όλα πλην του τελευταίου προέρχονται από την περυσινή έκθεση “Education At A Glance” του ΟΟΣΑ. Το “at a glance” εικάζω ότι είναι ειρωνικό -η έκθεση είναι 550 σελίδες. Τέλος πάντων. Να τα γραφήματα.
Τα ελληνικά σχολεία έχουν τάξεις μικρότερου μεγέθους από τις τάξεις σχολείων των περισσότερων χωρών του ΟΟΣΑ. Κάθε τάξη ελληνικού δημοτικού έχει κατά μέσο όρο 17 μαθητές, και κάθε τάξη γυμνασίου 22. Ο λόγος είναι προφανής. Τις τελευταίες δεκαετίες χτίζονται διαρκώς σχολεία, ενώ ταυτόχρονα γεννιούνται όλο και λιγότερα παιδιά. Κάθε χρόνο τα παιδιά που ξεκινούν το σχολείο είναι και λιγότερα, αλλά οι διαθέσιμες αίθουσες αυξάνονται. Το αποτέλεσμα:
Η Ελλάδα έχει έναν από τους μικρότερους δείκτες μαθητές/καθηγητές, με 9 μαθητές να αντιστοιχούν για παράδειγμα σε κάθε δάσκαλο δημοτικού. Την έχετε δει ήδη την παραδοξότητα, δεν χρειάζεται να την επισημάνω, ε;
Παράλληλα, οι αμοιβές των Ελλήνων δασκάλων και καθηγητών είναι υψηλότερες από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Βεβαίως, από το 2009 μέχρι το 2012 οι αμοιβές των Ελλήνων δασκάλων και καθηγητών έχουν υποχωρήσει σχεδόν 25% -περίπου όσο συρρικνώθηκε το ΑΕΠ μέχρι το 2014, μια από τις μεγαλύτερες πτώσεις διεθνώς. Αλλά γίνεται σαφές ότι έχουμε πάρα πολλούς καθηγητές, ότι μόνο ένα μέρος αυτών μπαίνουν στην τάξη, ότι κι αυτοί πάλι πολλοί είναι για τον αριθμό των μαθητών που υπάρχουν. Οπότε γιατί ξεκινάμε κάθε σχολική χρονιά με “ελλείψεις”; Να γιατί:
Οι Έλληνες καθηγητές και δάσκαλοι έχουν κατά κανόνα πολύ λιγότερες ώρες διδασκαλίας από τους συναδέλφους τους σε σχεδόν όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Οι Έλληνες καθηγητές γυμνασίων, ας πούμε, μπαίνουν σε τάξη μόνο 415 ώρες το χρόνο κατά μέσο όρο, την ώρα που οι ομόλογοί τους από την Αργεντινή διδάσκουν πάνω από 1000.
Το “γιατί” είναι θέμα για άλλο, πολύ διαφορετικό άρθρο.
Αλλά από τη στιγμή που ισχύει, φυσικά και μας λείπουν καθηγητές. Αφού εκ των πραγμάτων χρειαζόμαστε τρεις φορές περισσότερους από τους Αργεντίνους για να εξυπηρετήσουμε τους ίδιους μαθητές.
Ανακεφαλαιώνοντας, έχουμε πολύ περισσότερους καθηγητές και δασκάλους ανά μαθητή από ό,τι οι άλλες χώρες, αλλά πάρα πολλοί δικοί μας δεν μπαίνουν σε τάξεις, κι αυτοί που μπαίνουν, που είναι και πάλι πολλοί ανά μαθητή (γιατί γεννάμε όλο και λιγότερους μαθητές), κάνουν ελάχιστες ώρες μάθημα ο καθένας.
Το θέμα των ελλείψεων στα σχολεία είναι όπως το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους. Μπορείς να το κοιτάξεις από όποια οπτική γωνία σε συμφέρει και να βροντοφωνάξεις τα αιτήματα που σε βολεύουν. Το πρόβλημα όμως και στις δύο περιπτώσεις είναι το δια ταύτα, και σ’αυτό το θέμα το δια ταύτα είναι αυτό:
Ό,τι και να λέει η ΟΛΜΕ, ό,τι και να λένε οι Υπουργοί Παιδείας ή αυτοί που θέλουν να γίνουν Υπουργοί Παιδείας, οι Έλληνες μαθητές εξακολουθούν να είναι σταθερά κάτω από το μέσο όρο σε όλες τις κατηγορίες που μετράει η PISA.
Και έτσι πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν αυτά τα γραφήματα, ή το πρόβλημα, ή να ψηφίσουν ποτέ ανθρώπους πρόθυμους να το λύσουν.
Ένα Catch-22 η όλη ιστορία.