Στο εβδομαδιαίο γράμμα που έστειλα στους 4.500 συνδρομητές το βράδυ της Παρασκευής, 5 Ιουνίου 2020 είχα μέσα αυτή τη μακροσκελέστατη ιστορία για κάτι που συνέβη 55 χρόνια πριν, αλλά που είναι εξαιρετικά επίκαιρο και διδακτικό για εμάς σήμερα, που παρακολουθούμε τις ταραχές στις ΗΠΑ. Το βάζω εδώ και για τους υπόλοιπους. Αν θέλετε να παίρνετε και εσείς τα γράμματα της Παρασκευής, γραφτείτε εδώ.
Υπάρχει ένα παλιό τραγούδι που λέγεται “We Shall Overcome”. Μπορεί να το έχετε ακούσει κάπου. Να εδώ μια εκτέλεση από τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Οι λίγοι και απλοί του στίχοι (“θα νικήσουμε μια μέρα”, “θα περπατήσουμε χέρι με χέρι”, “θα ζήσουμε ειρηνικά”) και η αργόσυρτη, μελαγχολική του μελωδία το έκαναν τον de facto ύμνο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων τη δεκαετία του ’60, αλλά έφτασε να τραγουδιέται και σε άλλες γωνιές του κόσμου όπου καταπιεσμένοι διεκδικούσαν δικαιώματα, από την Τσεχοσλοβακία και τη Βόρεια Ιρλανδία μέχρι την Ινδία και το Μπανγκλαντές. Είναι μια όμορφη μελωδία που μπορεί να φανταστεί κανείς ότι αποκτά μεγάλη δύναμη όταν την τραγουδούν με αξιοπρέπεια χιλιάδες άνθρωποι που τους πνίγει το δίκιο.
Το 1965 στην μικρή πόλη Σέλμα της Αλαμπάμα ζούσαν 14.000 λευκοί. Από αυτούς εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους -και, άρα, με δικαίωμα να ψηφίζουν σε όλες τις εκλογές- ήταν οι 9.300. Την ίδια περίοδο στη Σέλμα ζούσαν 15.000 μαύροι. Εγγέγραμμενοι στους εκλογικούς καταλόγους ξέρετε πόσοι ήταν; 325.
Παρόμοια εικόνα ίσχυε παντού στον Αμερικανικό νότο εκείνη την εποχή. Από το τέλος του εμφυλίου, 100 χρόνια νωρίτερα, οι νότιες πολιτείες είχαν εφαρμόσει μια σειρά από μέτρα και πολιτικές ειδικά σχεδιασμένες για να αποκλείουν τους μαύρους από την εκλογική διαδικασία. Εξετάσεις ανάγνωσης και γραφής για να γραφτούν στους καταλόγους. Προσωπικές συνεντεύξεις. Μια σειρά από -συχνά ταπεινωτικές- διαδικασίες που εξασφάλιζαν ότι τα εγγόνια και τα δισέγγονα των ιδιοκτητών σκλάβων δεν θα αναγκάζονταν ποτέ να μοιραστούν την πολιτική ισχύ με τα εγγόνια και τα δισέγγονα των σκλάβων τους.
Αυτά τα 100 χρόνια το αίτημα για την κατάργηση των διακρίσεων και για ισότιμα πολιτικά δικαιώματα ήταν μόνιμο, πάγιο αίτημα και των μαύρων αλλά και της πλειοψηφίας των λευκών από τις βόρειες πολιτείες. Μα οι πολιτείες του νότου είχαν κατοχυρώσει αρκετή πολιτική ισχύ για να εξασφαλίσουν ότι ποτέ κανένα τέτοιο μέτρο δεν θα περνούσε από τη Γερουσία. Πολλοί βόρειοι είχαν δοκιμάσει. Πολλά νομοσχέδια είχαν κατατεθεί. Κάποια είχαν περάσει και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Από το πανίσχυρο μπλοκ των νότιων γερουσιαστών, όμως, δεν περνούσε τίποτε, ανεξαρτήτως κομμάτων και πολιτικών ρευμάτων.
Το 1948 εξελέγη γερουσιαστής σε μία από αυτές τις νότιες πολιτείες, στο Τέξας, ο Λίντον Τζόνσον, μετά από μια αξέχαστη εκλογική διαδικασία στην οποία (είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι) το πραγματικό αποτέλεσμα είχε αλλοιωθεί. Ο Τζόνσον κατάφερε να αποκτήσει εξαιρετική ισχύ στη Γερουσία, έγινε αρχηγός της πλειοψηφίας εκεί, και κατόρθωσε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους κοινοβουλευτικούς της αμερικανικής ιστορίας. Στις 22 Νοεμβρίου του 1963, ως αντιπρόεδρος πια, βρισκόταν δυο αυτοκίνητα πιο πίσω από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ στην αυτοκινητοπομπή που διέσχιζε το Ντάλας του Τέξας. Λίγες ώρες αργότερα ορκιζόταν ο ίδιος Πρόεδρος, μέσα στο προεδρικό αεροπλάνο, με τη χήρα του προηγούμενου Προέδρου δίπλα του, που είχε πιτσιλιές από τα αίματα του άντρα της ακόμα στο φόρεμα. Σε όλη του την καριέρα στη Γερουσία ο Λίντον Τζόνσον είχε καταψηφίσει όλες μα όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Όταν έγινε Πρόεδρος, όμως, ξαφνικά άρχισε να χρησιμοποιεί όλα τα πράγματα που είχε μάθει στη Γερουσία για να περάσει ένα νόμο για το θέμα, ο κόσμος να χαλάσει. Ήταν και μέρος του προγράμματος του Κένεντι -ο οποίος είχε αποτύχει να περάσει οτιδήποτε, βεβαίως- ήταν και υπερώριμες οι συνθήκες, καθώς το κίνημα των μαύρων ακτιβιστών είχε γιγαντωθεί τα προηγούμενα χρόνια, αγγίζοντας με τις δράσεις του τις ζωές όλων των αμερικανών και ευαισθητοποιώντας εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο για το θέμα. Πιθανότατα έχετε ακουστά αυτή την ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του χαρισματικού ηγέτη του κινήματος. Την έκανε το 1963. Το 1964 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης.
Το κίνημα, πάντως, δεν εμπιστευόταν τον Τζόνσον, αφ’ ενός λόγω του προβληματικού πολιτικού του παρελθόντος, αφ’ ετέρου της καταγωγής του από το ρατσιστικό νότο, και επιπλέον επειδή ο νόμος που τελικά κατάφερε να περάσει το 1964, μετά από πολύ κόπο και χρησιμοποιώντας απίθανα κοινοβουλευτικά κόλπα, απειλές και “δωράκια” για να πείσει τους νότιους πρώην συναδέλφους του, ήταν ένας νόμος ανίσχυρος και, βασικά, συμβολικός.
Πλησιάζουμε στο επίκαιρο κομμάτι της ιστορίας τώρα, λίγη υπομονή.
Το Μάρτιο του 1965 διοργανώθηκε μια ειρηνική πορεία ακτιβιστών που θα ξεκινούσε από την Σέλμα και θα έφτανε μέχρι το Μοντγκόμερι, την πρωτεύουσα της Αλαμπάμα, 87 χιλιόμετρα μακριά. Πιασμένοι χέρι χέρι και τραγουδώντας το “We Shall Overcome”, οι λίγες εκατοντάδες ακτιβιστές σκόπευαν να περπατήσουν τα 87 χιλιόμετρα για να διαμαρτυρηθούν στον -ακραία ρατσιστή και λαϊκιστή- κυβερνήτη Τζορτζ Γουάλας. Η πορεία, που ξεκίνησε στις 7 Μαρτίου, διακόπηκε σε μια γέφυρα, όταν οι ακτιβιστές συνάντησαν ένα μπλόκο αστυνομικών και “εθελοντών πολιτών”. Όταν οι ακτιβιστές προσπάθησαν να προχωρήσουν, οι αστυνομικοί και οι “εθελοντές” τους ξυλοκόπησαν άγρια. Οι εικόνες της βίαιης καταστολής μεταδόθηκαν σε όλο τον πλανήτη και προκάλεσαν σοκ. Δύο ημέρες αργότερα, μετά από μια συμβολική διαμαρτυρία στη Σέλμα παρόντος και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τρομοκράτες της Κου Κλουξ Κλαν δολοφόνησαν έναν 38χρονο λευκό ιερέα από τη Βοστόνη που είχε έρθει για να συμμετάσχει στην πορεία. Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν σε παγκόσμια κατακραυγή. Κρατήστε μία εικόνα για παράδειγμα: την επιμνημόσυνη δέηση για τον χαμένο χριστιανό ιερέα σε συναγωγή της Νέας Υόρκης, με τους συγκεντρωμένους να τραγουδούν “We Shall Overcome”. Τέτοιες εικόνες επαναλήφθηκαν παντού και μαζί φυσικά ξεκίνησαν και νέες, διαρκείς διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις και στο Μοντγκόμερι, αλλά και στη Ουάσινγκτον, όπου μεγάλο πλήθος άρχισε να συγκεντρώνεται έξω από το Λευκό Οίκο, φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας “We Shall Overcome”, απαιτώντας δικαιοσύνη και πολιτικά δικαιώματα, αλλά και προστασία των διαδηλωτών στη Σέλμα από τους ντόπιους “εθελοντές” και δολοφόνους.
Η ιστορία που θέλω να σας πω σήμερα είναι τα τρία πράγματα που έκανε μετά από όλα αυτά ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ. Πρέπει να ξέρετε, στην περίπτωση που δεν το ξέρετε, ότι ο Λίντον Τζόνσον ήταν ένας βαθιά διεφθαρμένος πολιτικός και από σχεδόν κάθε άποψη ένας χυδαίος παλιάνθρωπος. Εκείνες τις κρίσιμες ημέρες, όμως, έκανε τρία πράγματα που θα ήθελα να έχετε στο μυαλό σας καθώς παρακολουθείτε τις ειδήσεις από τις ΗΠΑ αυτές τις ημέρες. Θα σας γράψω πρώτα το τρίτο, και μετά το πρώτο και το δεύτερο.
Το τρίτο είναι το ότι κατέβασε το στρατό στους δρόμους. Χρησιμοποίησε τις έκτακτες εξουσίες που του προσφέρει ο νόμος και διέταξε στρατιώτες να μπουν σε αμερικανική πόλη. Όχι για να επιτεθεί στους διαδηλωτές, όμως. Στις 22 Μαρτίου 8.000 άνθρωποι είχαν φτάσει στη Σέλμα για να ξεκινήσουν άλλη μια προσπάθεια να περπατήσουν ως το Μοντγκόμερι (μεταξύ πολλών άλλων, δίπλα στο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην πρώτη σειρά, πιασμένος χέρι-χέρι με τους υπόλοιπους, ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος). Ο Λίντον Τζόνσον, λοιπόν, επίταξε για λογαριασμό της κυβέρνησης την εθνοφορουρά της Αλαμπάμα, και διέταξε 1600 άνδρες να πάνε στην πορεία. Για να την προστατεύσουν. Έστειλε και στελέχη του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Άμυνας για να παρακολουθήσουν την επιχείρηση και να εξασφαλίσουν ότι κανένας “εθελοντής” ή ρατσιστρομοκράτης δεν θα αγγίξει τους διαδηλωτές. Πράγματι, η πορεία εξελίχθηκε ομαλά και λίγες ημέρες μετά ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ έδωσε άλλη μια ιστορική ομιλία από τα σκαλοπάτια της Βουλής στο Μοντγκόμερι σε 25.000 συγκεντρωμένους.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Λίντον Τζόνσον, αμέσως μετά τα δραματικά επεισόδια, ήταν να φέρει άμεσα τον πιο πρόσφατο νόμο για τα πολιτικά δικαιώματα που βολόδερνε στο κοινοβουλευτικό σύστημα εκείνη την εποχή στη Γερουσία. Και όχι νόμο συμβολικό αυτή τη φορά. Κανονικό νόμο, με “δόντια”. Και όχι απλά για να τον φέρει, αλλά για να προσπαθήσει τον περάσει. Και αφού πίεσε, δωροδόκησε και απείλησε γερουσιαστές στο παρασκήνιο, τα κατάφερε. Λίγες εβδομάδες μετά τα γεγονότα στη Σέλμα, για πρώτη φορά μετά τη λήξη του εμφυλίου, οι ΗΠΑ θα αποκτούσαν ένα σοβαρό νόμο κατά των φυλετικών διακρίσεων στα πολιτικά δικαιώματα.
Φέρνοντας το νομοσχέδιο, δε, έκανε και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Κάτι που δεν ήταν υποχρεωμένος να κάνει και που, πιθανότατα, δεν επηρέαζε την έκβαση της νομοθετικής πρωτοβουλίας σε εκείνη τη φάση. Μία ομιλία.
Καθώς οι διαδηλωτές τραγουδούσαν το τραγούδι τους έξω από το λευκό σπίτι στο οποίο έμενε εκείνη την εποχή, πήγε στο Καπιτώλιο λίγο πιο κάτω και έδωσε μια ομιλία η οποία είναι ένα από τα καλύτερα πολιτικά κείμενα που έχω διαβάσει ποτέ. Όχι μόνο για την αρτιότητα του περιεχομένου και για το ρυθμό, αλλά κυρίως επειδή ήταν ένα κείμενο που αποτύπωνε ακριβώς τις ανάγκες και το κλίμα της εποχής. Μιλώντας για τις φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ με ευθύτητα και ειλικρίνεια, με συναίσθημα και προσωπικό τόνο (ακόμα και με ιστορίες από τα νιάτα του, όταν δίδασκε πάμπτωχα παιδιά Μεξικανών μεταναστών σε ένα χωριό του Τέξας) χωρίς περιστροφές και χάδια και ναιμεναλλαδισμούς, ξεγύμνωνε το διακύβευμα της συγκεκριμένης ιστορικής φάσης.
Ο παλιάνθρωπος αυτός εκεί πάνω εκείνη την ημέρα δεν μίλησε σαν πολιτικός. Ήταν μια ζοφερή στιγμή της ιστορίας της χώρας του, μια από αυτές τις κρίσιμες, όταν όλα τα άλλα υποχωρούν και στο προσκήνιο ξεχειλίζει μόνο ένα ερώτημα, ένα ζητούμενο, και ο Λίντον Τζόνσον αναγνώρισε πως σε τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει “ναι μεν αλλά”. Δεν υπάρχει πια στενό πολιτικό συμφέρον, να ψάξουμε τον πιο εφικτό συμβιβασμό, ή το πώς θα κρατήσουμε όσο το δυνατό περισσότερους όσο λιγότερο δυσαρεστημένους γίνεται. Σε τέτοιες στιγμές η Ιστορία κρίνει και υπάρχουν μόνο δύο επιλογές. Από εδώ ή από εκεί.
Θα σας γράψω το κρίσιμο, κορυφαίο απόσπασμα της ομιλίας του, που δείχνει καλύτερα από όλα ακριβώς τι εννοώ. Θα σας γράψω το απόσπασμα και στις δύο γλώσσες, για να έχετε στο μυαλό σας και την αυθεντική φρασεολογία, που περνά καλύτερα τη δύναμη των λέξεων. Θα αφήσω αμετάφραστες μόνο τις τέσσερις τελευταίες. Θα τις καταλάβετε.
“Όσα συνέβησαν στη Σέλμα είναι μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου κινήματος”, έλεγε στους γερουσιαστές, που δεν είχαν ιδέα για το τι επρόκειτο να ακούσουν, “το οποίο φτάνει σε κάθε γωνιά και κάθε Πολιτεία της Αμερικής”.
“What happened in Selma is part of a far larger movement which reaches into every section and state of America”.
“Είναι η προσπάθεια των Αμερικανών Νέγρων να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τα πλήρη ευεργετήματα της αμερικανικής ζωής”, τους είπε, πηγαίνοντας κόντρα σε όσα άκουγε ο ίδιος από τους συναδέλφους του και από τους συμπολίτες του για δεκαετίες, σε όσα πίστευε η μισή Αμερική, σε όσα πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν μέχρι σήμερα. “Ο σκοπός τους πρέπει να είναι και δικός μας σκοπός”.
“It is the effort of American Negroes to secure for themselves the full blessings of American life. Their cause must be our cause too”.
“Γιατί δεν είναι μόνο οι νέγροι, αλλά όλοι μας”, έλεγε, “που πρέπει να κατανικήσουμε την εξοντωτική μας παράδοση μισαλλοδοξίας και αδικίας”.
“Because it’s not just Negroes, but really it’s all of us, who must overcome the crippling legacy of bigotry and injustice”.
Και θα μπορούσε να το αφήσει εκεί. Αλλά δεν το άφησε εκεί. Έκανε μια μικρή παύση, και είπε τις τέσσερις επόμενες λέξεις κοφτά, στακάτα, πριν συνειδητοποιήσει το κατάλευκο, αποσβολωμένο κοινό τι συμβαίνει:
“Αnd we
(παύση)
shall
(παύση)
overcome”
Όταν οι άνθρωποι πονάνε και διεκδικούν και μάχονται, όταν αγωνίζονται στα όρια της απόγνωσης, το πρώτο και το κυριότερο που χρειάζονται είναι να ξέρουν ότι κάποιος τους ακούει. Ο Λίντον Τζόνσον θα μπορούσε να πει τα ιστορικά του λόγια και να περάσει τον ιστορικό του νόμο και να πάρει την θέση του σωστή πλευρά της ιστορίας, αλλά ήθελε να κάνει και κάτι άλλο, να δείξει στους ανθρώπους που τραγουδούσαν στη Σέλμα και έξω από το σπίτι του και σε όλη την λαβωμένη χώρα του, ότι τους ακούει.