Γιατί Ζείτε Στην Ελλάδα;

Στο 9ο επεισόδιο του #Facepalm έθεσα ένα ερώτημα σε οκτώ διαφορετικούς ανθρώπους: Το ερώτημα του τίτλου. Μου μίλησαν ο Στάθης Καλύβας, η Μαίρη Συνατσάκη, η Ματούλα Κουστένη, ο Νίκος Κακαβούλης, ο Αργύρης Καστανιώτης, ο Έρικ Παρξ, η Τίνα Μανδηλαρά και ο Γιώργος Γαλάνης. Εδώ μπορείτε να ακούσετε την ημίωρη εκπομπή, και παρακάτω να διαβάσετε μια καταγραφή των πραγμάτων που μου είπαν όλοι αυτοί.

[field id=”1″]

Σκεφτείτε το λίγο.

Γιατί ζείτε στην Ελλάδα; Είναι μια ερώτηση που πολλοί άνθρωποι δεν κάνουν στον εαυτό τους εύκολα. Γιατί ζω εδώ; Γιατί δεν ζω κάπου αλλού;

Οι περισσότεροι γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, δουλεύουμε, φτιάχνουμε οικογένειες και βγάζουμε ρίζες στο ίδιο μέρος. Είναι ίδιον και της χώρας μας, αυτό. Η Ελλάδα είναι μικρή, έχει λίγες μεγάλες πόλεις και έντονους οικογενειακούς δεσμούς. Είναι λίγο πολύ λογικό και αναμενόμενο οι άνθρωποι να περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο μέρος όπου γεννήθηκαν, ή κάπου κοντά σε αυτό. Αλλά γιατί; Ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι;

Νομίζω ότι είναι επίκαιρο θέμα. Ίσως να μην ήταν ιδιαίτερα επίκαιρο πριν από δέκα χρόνια, ας πούμε. Τότε η ζωή στην Ελλάδα ήταν πιο ευχάριστη. Δεν υπήρχε δίλημμα. Τώρα ίσως υπάρχει. Μετά από πέντε χρόνια πτώχευσης και βαριάς ύφεσης, η Ελλάδα, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος, δεν είναι ένα πάρα πολύ καλό μέρος για να ζει κανείς. Βεβαίως, είναι ακόμα σχετικά πλούσια χώρα, μια από τις 40 πλουσιότερες στον κόσμο. Κι έχει αυτό το καταπληκτικό κλίμα, και τις όμορφες παραλίες. Αυτά δεν φεύγουν. Αλλά η οικονομία της είναι τόσο στρεβλή και σε τόσο άσχημη κατάσταση που δεν προσφέρει αρκετές ευκαιρίες ευημερίας στους ανθρώπους που ζουν σήμερα εδώ. Κυρίως δεν προσφέρει προοπτική ελπίδας στους ανθρώπους που μεγαλώνουν και ενηλικιώνονται αυτή την εποχή. Οπότε γιατί να ζει και να προσπαθεί σήμερα κάποιος στην Ελλάδα; Καθώς ο κόσμος γίνεται μικρότερος, οι ευκαιρίες για μια καριέρα ή για μια κάποια ζωή σε κάποια άλλη χώρα γίνονται περισσότερες και ίσως ευκολότερες.

Ρώτησα μερικούς ανθρώπους, Έλληνες, να μου πουν για ποιο λόγο ζουν στην Ελλάδα. Δεν είναι εύκολη ερώτηση. Σε βάζει να σκεφτείς βασικά πράγματα για τις επιλογές ζωής που έχεις κάνει, πράγματα που ενδεχομένως δεν έχεις αναλογιστεί ποτέ. Αλλά την κάναμε. Και την κάναμε σε ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων, που ζουν διαφορετικές ζωές και σε διαφορετικές συνθήκες για να δούμε πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας τη συγκεκριμένη επιλογή. Αν είναι επιλογή.

Ένα κριτήριο επίσης των ανθρώπων που ρώτησα ήταν η θεωρητική δυνατότητά τους να φύγουν από τη χώρα και να πάνε να ζήσουν κάπου αλλού. Επέλεξα να μιλήσω με ανθρώπους που θεωρητικά θα μπορούσαν να επιλέξουν να φύγουν. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν τα μέσα, τις προσβάσεις ή τις γνωριμίες για να δοκιμάσουν μια τέτοια μετακίνηση με καλούς όρους, χωρίς να το κάνουν από ανάγκη. Το ερώτημα που τους έκανα ήταν: Γιατί δεν το κάνουν.

Greece_In_Space

Η Τίνα Μανδηλαρά και η Ματούλα Κουστένη είναι δημοσιογράφοι. Η μεν Μανδηλαρά γράφει στο Πρώτο Θέμα, η δε Κουστένη είναι ραδιοφωνική παραγωγός στον Pepper 96.6, όπου την ακούτε τα πρωινά. Η Ματούλα το έθεσε ως εξής:

“Το ιδανικό θα ήταν να ζω στη Νέα Υόρκη. Αλλά είναι το πράγμα που ονειρεύομαι. Μένει στο όνειρο. Αισθάνομαι, κι όσο μετράει ο χρόνος αυτό το πράγμα σε βαραίνει, ότι την ποιότητα ζωής που έχεις εδώ ακόμα και μέσα στην ύφεση και την κατρακύλα δεν μπορείς να τη φτιάξεις έξω. Κι ο καθένας μας έχει ένα μικρόκοσμο. Είναι σα να πρέπει αν ζητήσεις από πολλούς ανθρώπους να μεταφέρουν κάτι αλλού. Δεν μπορώ να το κάνω”.

Η Τίνα έθεσε δύο σημαντικά θέματα που θα ακούσουμε αρκετές φορές σήμερα, της δουλειάς και της ποιότητας ζωής. Το θέμα της ποιότητας ζωής, ωστόσο, το έθεσε λίγο ανάποδα από τους περισσότερους άλλους:

“Κατ’ αρχάς επειδή αγαπώ τη δουλειά μου, κι εφόσον είναι εδώ δεν θέλω να διακινδυνεύσω μια αλλαγή περιβάλλοντος. Επιπλέον μπορώ με τη δουλειά μου να ταξιδεύω, και για εμένα αυτός είναι ένας εύκολος τρόπος διαφυγής ώστε να μην έχω την αίσθηση ότι είμαι εγκλωβισμένη εδώ. Δημιουργεί μια ψευδαίσθηση απόδρασης. Από εκεί και πέρα σαφώς θα ήθελα να ζήσω στο εξωτερικό, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί πιστεύω ότι υπάρχει ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα. Μια βόλτα στο πάρκο, μια βόλτα με το ποδήλατο, το να μπορώ να πηγαίνω στη δουλειά μου με άνεση, νομίζω αυτό είναι το ουσιαστικότερο. Από εκεί και πέρα απολαμβάνω το γεγονός ότι οι περισσότεροι φίλοι μου είναι εδώ, και μερικά πράγματα μπορούν να γίνονται πιο άμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις και στην επικοινωνία. Ίσως ο αυθορμητισμός των Ελλήνων που είναι τόσο άσχημος μερικές φορές εμένα να μου αρέσει με τα χρόνια. Στο Λονδίνο επειδή έζησα κάποια χρόνια, και θα ήθελα να επιστρέψω, έζησα και το πόσο σκληρά είναι κάποια πράγματα. Το να νοσηλευτείς. Το να περνάς δύσκολα. Το να πρέπει να έχεις μια οικονομική κατάσταση άνω του μετρίου για να ανταπεξέλθεις. Υπάρχει μια δυσκολία στην καθημερινότητα”.

Οπότε αμέσως αμέσως έχουμε τρία θέματα άξια λόγου. Το θέμα της δουλειάς, ότι δηλαδή άμα έχεις δουλειά δύσκολα την αφήνεις για να πας να την κάνεις αλλού, το θέμα του κοινωνικού περίγυρου που δύσκολα εγκαταλείπεις, και το θέμα της ποιότητας ζωής. Για τα δύο πρώτα μου μίλησε η Μαίρη Συνατσάκη, η οποία είναι τηλεπαρουσιάστρια. Την ξέρετε, την έχετε δει το δίχως άλλο κάπου κάποτε σε κάποια οθόνη. Δουλεύει στην τηλεόραση από τα 18 της, δηλαδή στο 33,3333% 40% της ζωής της, καθώς πριν από λίγες ημέρες έκλεισε τα 30.

“Ο βασικός λόγος που μένω στην Ελλάδα είναι το ότι δουλεύω στην Ελλάδα. Η κρίση έχει επηρεάσει τη δουλειά μου, έχω μείνει κι εγώ από δουλειές, έχω δουλέψει και τσάμπα, αλλά ευτυχώς βιοπορίζομαι από αυτό που κάνω. Επίσης, δεν έχω μείνει ποτέ έξω. Δεν έχω σπουδάσει έξω. Δεν έχω αυτή την εμπειρία. Η μόνο εμπειρία που έχω είναι από τους φίλους μου, που δεν είναι δικιά μου, δικιά τους είναι, και απλά τη μοιράζονται. Έχω μια διστακτικότητα, δεν ξέρω σαν άνθρωπος αν θα μπορούσα να φύγω. Είμαι και λίγο φοβιτσιάρα. Τα πράγματα είναι άγρια εδώ και πολύ συχνά δε συμφωνώ με το πώς λειτουργούνε, αλλά τουλάχιστο μου είναι γνωστά, κάπως οικεία. Σε ένα επίπεδο αυτό με κρατάει σε μια ηρεμία. Δεν ξέρω πώς θα το αντιμετώπιζα αν ήμουν σε ένα ξένο τόπο. Και κάπως όταν φεύγεις φεύγεις και μόνος σου, δεν παίρνεις και πολύ κόσμο μαζί σου. Η πρώτη φορά που άνοιξε στο μυαλό μου το παράθυρο του εξωτερικού ήταν όταν ο κολλητός μου και η κολλητή μου μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη. Χρειάζομαι κάποιον μάλλον να μου δημιουργεί μία ασφάλεια. Είναι πολύ έτσι, τι να σου πω. Εγώ αν δεν είχα δουλειά θα έφευγα. Δεν θα με τρόμαζαν όλα αυτά. Αν είσαι σε μια κατάσταση που δε μπορείς να βιοποριστείς εδώ είναι πολύ πιο φιλικές οι συνθήκες σε πολλές χώρες της Ευρώπης και θα το ‘κανα. Μια φίλη μου έχει πάει στη Σουηδία. Είναι καλύτερα να είσαι σερβιτόρα στη Σουηδία, είναι καλύτερες οι συνθήκες για εσένα. Οπότε θα το ‘κανα. Αλήθεια”.

Θα διαβάσουμε τώρα τι μου είπαν δύο άνθρωποι που τόλμησαν και έφυγαν και έζησαν στο εξωτερικό για πολλά χρόνια, και είχαν αυτή την εμπειρία και μπορούν να κάνουν τις συγκρίσεις. Ο Γιώργος Γαλάνης είναι φίλος και παλιός συμφοιτητής. Γνωριζόμαστε τόσο πολλά χρόνια ώστε να μην θέλω να κάνω την αφαίρεση αυτή τη στιγμή. Ο Γαλάνης μετά τα πανεπιστήμια αναζήτησε την τύχη του στα ξένα, έζησε και δούλεψε για εννέα χρόνια σε Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Ελβετία, και το 2010, καθώς ξεκινούσε η κρίση, επέστρεψε. Όχι από ανάγκη. Το επέλεξε μόνος του. Τον ρώτησα να μου πει το γιατί.

“Δεν έχω μετανιώσει ούτε λεπτό που γύρισα στην Ελλάδα. Ένας άνθρωπος στην Ελλάδα μπορεί να κάνει πάρα πολλά πράγματα. Ειδικά το 2010 η Ελλάδα ήταν μια χώρα πάρα πολύ κακομαθημένη, με πάρα πολύ κακό κόσμο στον ιδιωτικό τομέα, και άρα αν κάποιος είναι καλός μπορεί να ξεχωρίσει και να πετύχει. Δε λέω ότι είναι εύκολο. Βέβαια, στο δικό μου κομμάτι, επέλεξα δουλειές που δεν έχουν να κάνουν με το δημόσιο και την καθημερινή τριβή που αυτό σου φέρνει. Φίλοι που συνεργάζονται με το δημόσιο ξέρω ότι έχουν πολύ διαφορετική εμπειρία από εμένα. Το δεύτερο κομμάτι είναι το προσωπικό. Εγώ άλλαξα τρεις χώρες, και σε καμία από αυτές δεν είχα εύρος συναναστροφών τόσο μεγάλο όσο εδώ. Το να συναναστρέφεσαι ανθρώπους από διαφορετικά περιβάλλοντα κι από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις το οποίο είναι εφικτό για έναν Έλληνα, εμένα μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον. Το τρίτο είναι η ποιότητα ζωής, όπως εγώ την αισθάνομαι. Στην Αθήνα σε 40 λεπτά από το σπίτι σου είσαι σε καλή παραλία. Το πόσο κοντά είσαι στη θάλασσα, το πόσο εύκολα μπορείς να πας σε ένα νησί, το να κάθεσαι έξω και να πίνεις τον καφέ σου ή να τρως, είναι μια μεγάλη πολυτέλεια, και καθόλου συνηθισμένο στην Ευρώπη ή στην Αμερική”.

Παρόμοια ιστορία έχει κι ένας άλλος άνθρωπος που ξέρω υπερβολικά πολλά χρόνια, ο Νίκος Κακαβούλης. Ο Νίκος είναι συνιδρυτής του “Daily Secret”, του γνωστού newsletter, και με τις σπουδές του στο Columbia, μια μικρή θητεία στην Conde Nast και τη δουλειά του για το Daily Secret συμπλήρωσε σχεδόν δεκαετία στη Νέα Υόρκη. Και φέτος, γύρισε. Γιατί γύρισε;

“Στη συγκεκριμένη φάση της ζωής μου, αν χρειαζόταν να κάνω μια λίστα με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του να μένεις σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, συνειδητοποίησα με έκπληξηότι η Ελλάδα κερδίζει. Ή μάλλον, η Αθήνα κερδίζει. Είναι το καλύτερο deal που θα μπορούσα να έχω. Επαγγελματικά για κάποιον που είναι στο χώρο της τεχνολογίας η Ελλάδα σου δίνει μία συμπυκνωμένη αγορά η οποία διψάει να υιοθετήσει καινούριες ιδέες, διψάει γι’ αυτό που λέμε καινοτομία, όχι με το μαρκετινίστικο τρόπο αλλά με χρηστικό τρόπο. Κάνει πράγματα με πιο παλιακό τρόπο, και έχει επιθυμία να τα κάνει με καλύτερο. Ταυτόχρονα μια σειρά από μειονεκτήματα που υπήρχαν στο παρελθόν δεν υπάρχουν πια. Το ίντερνετ μας επιτρέπει να ζούμε σε ένα είδος χρονοκάψουλας. Μπορούμε να βλέπουμε το μέλλον όπως αυτό εξελίσσεται στις πιο αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού, έστω και με παράσιτα, και να έχουμε τη δυνατότητα να πηδάμε σ’ αυτό όταν κάποιες από αυτές τις τεχνολογίες έχουν ωριμάσει. Η Ελλάδα σου δίνει δε την ασφάλεια να μη χρειάζεται να είσαι ο πρώτος που δοκιμάζει κάτι.
Το φυσικό προϊόν της Ελλάδας είναι απίστευτο. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου η φύση είναι κάτι που με εμπνέει, και θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι δεν χρειάζεται να πληρώσω πέντε χιλιάδες δολάρια για να ξεφύγω το Σαββατοκύριακο από την πόλη μου. Η Αθήνα, καλώς ή κακώς είναι από τα πιο ολοκληρωμένα αστικά προϊόντα του κόσμου, είναι μια μητρόπολη ζωντανή που δεν της λείπει τίποτα”.

Το θέμα της δραστηριότητας στον τομέα της τεχνολογίας το συζήτησα και με άλλον ένα Έλληνα που δραστηριοποιείται στο χώρο. Ο Έρικ Παρξ είναι συνιδρυτής του Pinnata, ενός messaging application για τα κινητά τηλέφωνα, και δουλεύει σε μεγάλη διαφημιστική εταιρία. Η περίπτωση του Έρικ έχει ενδιαφέρον καθώς, όπως μπορεί κανείς να μαντέψει, είναι αμερικανός πολίτης. Θα μπορούσε πολύ ευκολότερα από τους περισσότερους από εμάς να πάρει την οικογένειά του και να φύγει. Δεν το έχει κάνει.

“Οι λόγοι είναι τεσσάρων κατηγοριών. Ο πρώτος είναι συναισθηματικός. Έχει να κάνει με το ότι εδώ μεγάλωσα, εδώ μεγάλωσε η γυναίκα μου. Δεν είναι τόσο τα μέρη -τα μέρη δε λένε τίποτε. Είναι οι άνθρωποι. Οι φίλοι μας, οι κουμπάροι μας, όλο το σύστημα που έχουμε δημιουργήσει, το οποίο δεν το εγκαταλείπεις εύκολα. Ο δεύτερος είναι ωφελιμιστικός. Έχω ζήσει στην Αμερική και, παρά τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν, θεωρώ ότι ακόμα και τώρα έχουμε πλεονεκτήματα σε επίπεδο ζωής. Δεν είναι καθόλου κακή η ζωή. Την Αμερική την αγαπώ, τη λατρεύω, είναι το άλλο μου μισό, αλλά δεν θα ήθελα να μεγαλώσω παιδιά εκεί. Η έννοια της οικογένειας εκεί με τρομάζει ακόμα. Το τρίτο είναι το αισιόδοξο κομμάτι. Ασχολούμαι με την τεχνολογία. Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι στην Ελλάδα με τους οποίους μπορώ να συνεργαστώ, και μάλιστα με όρους οικονομικούς που δεν θα μπορούσα να βρω στο εξωτερικό. Οπότε μπορείς να κάνεις ενδιαφέροντα πράγματα. Επίσης όταν ασχολείσαι με την τεχνολογία οι οικονομικοί κύκλοι με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή δεν είναι απαραίτητα οικονομικοί κύκλοι της Ελλάδας. Αν είμαστε σε κρίση εδώ δεν σημαίνει ότι το web είναι σε κρίση παγκοσμίως. Ο τελευταίος λόγος είναι ένα ψέμα. Το παραμύθι που λέω στον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά, ότι υπάρχουν ευκαιρίες εντός της κρίσης και άλλα τέτοια. Δεν ξέρω αν θα υπάρξουν τέτοια πράγματα, ειδικά όσο γίνονται έκρυθμα τα πράγματα, αν γίνουν. Τέλος, είμαι παντρεμένος με δύο παιδιά. Έχουμε βιώσει οικογενειακώς αρκετές σφαλιάρες, ίσως πάνω από το μέσο όρο. Νομίζω ότι αυτές οι προσωπικές εμπειρίες μας έχουν δώσει μια νηφαλιότητα που μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι λίγο πιο στωικά”.

Οικογένεια έχει και ο Αργύρης Καστανιώτης των εκδόσεων Καστανιώτη, ένας τριαντάρης μπαμπάς που ζει στην Αθήνα και δουλεύει και προσπαθεί μέσα στην κρίση να βγάζει ωραία βιβλία, ενίοτε και πολύ ωραία βιβλία. Κάναμε μία ευρεία κουβέντα πάνω στο θέμα η οποία δεν ήταν πολύ ηχογραφήσιμη, αλλά κράτησα κάτι πολύ συγκεκριμένο που το βρήκα εύστοχο και μου άρεσε. Μου το είπε απαντώντας στην ερώτηση, αν μπορούσες θα έφευγες;

“Πολύ πιθανό. Θα έφευγα, και ίσως θα έφευγα κι από την Ευρώπη. Αλλά δεν είναι τυχαίο που μένουμε 11 εκατομμύρια σε μια χώρα που κάνει τα πάντα για να σε διώξει. Κάτι έχει και σου προσφέρει, κι αν προσφέρεις και εσύ πίσω ίσως να βρεθούν και περισσότεροι λόγοι για να μη φύγουν όσοι φεύγουν”.

Είναι εύστοχη παρατήρηση. Μέχρι τώρα έχουμε ακούσει διάφορα που απαντάνε στο τι είναι αυτά που κρατάνε 11 εκατομμύρια ανθρώπους εδώ. Πριν τα συνοψίσουμε, θα ήθελα να ακούσουμε και μια διαφορετική γνώμη από κάποιον που δεν ζει ακριβώς εδώ.

Ο Στάθης Καλύβας δεν ζει στην Ελλάδα. Είναι καθηγητής στο Γειλ, και έτσι περνά τον περισσότερο χρόνο του στο Νιου Χέιβεντ του Κονέκτικατ, μια πόλη το καλύτερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι το ότι απέχει δύο ώρες με το τρένο από τη Νέα Υόρκη. Ξέρω, έχω πάει. Ο Καλύβας είναι πολιτικός επιστήμονας, αρθρογραφεί και στην Καθημερινή, και ο λόγος που του έθεσα την ερώτηση, λίγο παραλλαγμένη, είναι το ότι έρχεται πάρα πολύ συχνά στην Ελλάδα. Έχει το σπίτι του στο κέντρο της Αθήνας και επιδιώκει να περνά όσο περισσότερο καιρό μπορεί εδώ, και όχι μόνο το καλοκαίρι για διακοπές, όπως οι περισσότεροι. Του ζήτησα να μου εξηγήσει το γιατί, προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι αυτό που κρατάει τους άλλους και ελκύει αυτόν.

“Ο ιδανικότερος συνδυασμός είναι να ζεις σε πολλά μέρη ταυτόχρονα. Μπορείς να αντλείς διαφορετικές παραστάσεις, αν συναντιέσαι με διαφορετικούς ανθρώπους, να βλέπεις τα πράγματα από διαφορετική σκοπιά. Το γιατί μία από τις διαφορετικές χώρες θέλω να είναι η Ελλάδα έχει να κάνει με δύο παράγοντες. Ο ένας είναι υπαρξιακός, γιατί με αφορά, γιατί αισθάνομαι σπίτι μου παρ’ όλο που λείπω πάρα πολλά χρόνια -και, μάλιστα, εδώ και δύο χρόνια πέρασα τη γραμμή και έχω πια ζήσει πιο πολλά χρόνια εκτός Ελλάδος παρά στην Ελλάδα-, πάντα την κρατάς μαζί σου, δεν μπορείς να απομακρυνθείς. Ο δεύτερος είναι το ότι η Ελλάδα έχει έναν πολύ ενδιαφέροντα πλούτο ανθρώπων και πραγμάτων που μπορείς να τον αντιληφθείς καλύτερα αν κι εσύ προέρχεσαι από αυτήν και μάλιστα αν κουβαλάς παραστάσεις και από αλλού. Αυτός ο συνδιασμός του εδώ και του αλλού σου επιτρέπει να δεις το εδώ με πολύ διαφορετικό τρόπο και να ανακαλύψεις πολύ ενδιαφέροντα πράγματα”.

“Ο πλούτος συνίσταται σε ένα συνδιασμό περίεργης εξωστρέφειας -στην Ελλάδα συναντάς ανθρώπους που έχουν κι αυτοί τα ίδια χαρακτηριστικά, ζουν κι αυτοί έξω, ζουν και μέσα και φέρνουν έναν ενδιαφέροντα πλούτο, συναντάς επίσης και μια πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνική ζωή και, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα, βλέπεις τα τελευταία χρόνια και καλές πλευρές, ανθρώπους να εξελίσσονται με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσα να τον έχω φανταστεί. Είμαι οπαδός της Αθήνας γιατί έχει ένα δυναμισμό και μια ζωή που μπορεί να υπάρχουν σε άλλα μέρη, αλλά όχι με τα χαρακτηριστικά που υπάρχουν εδώ και βρίσκω πάρα πολύ ενδιαφέροντα”.

Τι μάθαμε, λοιπόν; Βασικά, ότι η ζωή στην Ελλάδα για τους ανθρώπους που έχουν ακόμη δουλειά και δεν αντιμετωπίζουν βιοποριστικό πρόβλημα είναι ακόμα καλή. Η ποιότητα ζωής είναι βέβαια μία θολή έννοια. Άλλοι εντάσσουν σ’ αυτή τη δυνατότητα να περπατάς στο πάρκο ή να κινείσαι με το ποδήλατο. Άλλοι θεωρούν πρωταρχικό στοιχείο της τις ανθρώπινες σχέσεις, τους φίλους. Όλοι όμως βρίσκουν στοιχεία αρκετά να τους κρατήσουν εδώ, ή αρκετά ισχυρά που τους τράβηξαν από αλλού. Κι αυτό δεν έχει ανατραπεί από την κρίση. Ακόμα και τώρα εξακολουθεί να ισχύει. Εφόσον μπορεί να διατηρήσει ένα επίπεδο ζωής, κανένας δεν μοιάζει ιδιαίτερα πρόθυμος να φύγει, κι ας ονειρευόμαστε όλοι ζωές στη Νέα Υόρκη και τα Λονδίνα. Βεβαίως, επαναλαμβάνω ισχύει για ένα υποσύνολο του πληθυσμού: Επαγγελματίες άνω των 30, που έχουν ήδη κατοχυρωμένη θέση, στρωμένη ζωή, ίσως και οικογένεια. Αυτό ήταν το κάπως στενό δείγμα που ρώτησα. Για τους μικρότερους νομίζω ότι ισχύουν άλλα. Το έθεσε πάρα πολύ ωραία ο Καλύβας:

“Πάντα προτείνω στους νέους να φύγουν από την Ελλάδα, ιδιαίτερα αν την αγαπούν, όχι γιατί θα βρουν το ιδανικό ή το καλύτερο κάπου αλλού, αλλά για δύο λόγους. Πρώτον γιατί ζούμε σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο παγκοσμιοποιημένος, και μ’ αυτή την έννοια το να αναζητήσεις το καλύτερο στον τομέα που σε ενδιαφέρει, με βάση τις πιθανότητες και μόνο δεν πρόκειται να το βρεις εδώ. Θα το βρεις μόνο εκεί που μαζεύονται οι άνθρωποι που έχουν τα χαρακτηριστικά που έχεις κι εσύ στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Δεύτερον γιατί πιστεύω ότι κάποιος ολοκληρώνεται μόνο ταξιδεύοντας, αποκομίζοντας παραστάσεις που είναι διαφορετικές, που τον αναγκάζει να βγει από τη ζώνη ασφαλείας του, να συνομιλήσει να ζήσει διαφορετικά, να δει τα πράγματα διαφορετικά, και μέσω αυτής της διαδικασίας καταλαβαίνεις καλύτερα αυτά που είχες”.

Αν είστε κάτω των 30, άνεργος ή δεν έχετε πολλούς φίλους, ίσως πρέπει να σκεφτείτε σοβαρά τι σας κρατά σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Αυτό, υποθέτω, είναι το συμπέρασμα όσων ακούσαμε σήμερα. Είναι βέβαια ένα συμπέρασμα που ενδέχεται να ισχύει για περίπου μία εβδομάδα ακόμη. Την επόμενη Κυριακή έχουμε εκλογές, και πολύς κόσμος φοβάται ότι θα σηματοδοτήσουν μια νέα, πολύ πιο ταραγμένη φάση της ελληνικής κρίσης. Μπορεί το πεδίο των ανθρώπων που θα σκεφτούν τη μετανάστευση να διευρυνθεί απότομα. Ποιος ξέρει. Εσείς τι πιστεύετε;

Το #facepalm είναι ένα podcast που μπορείτε να ακούτε τα Σάββατα στις 4 το απόγευμα στον Amagi Radio, και μετά στο iTunes, σε οποιονδήποτε podcast player, στο Mixcloud και σε mp3.

Greece_Space