Έβαλα τον Χαλίντ στο κοντέινερ που αποκαλούσαμε ντίσκο, του φόρεσα προστατευτικά γυαλιά που είχα σκεπάσει με ταινία για να μη βλέπει τίποτα, και τον άφησα να στέκεται δεμένος.
«Γιατί πυροβόλησες στους Αμερικανούς;»
«Δεν πυροβόλησα. Τα πρόβατά μου φρόντιζα όταν…»
«Ψεύτη! Σε πιάσανε με ένα όπλο στα χέρια. Είσαι λαθρέμπορος βενζίνης»
«Ορκίζομαι στο Θεό, όχι!»
Άνοιξα το CD player. Η εκκωφαντική heavy metal πλημμύρισε το κοντέινερ. Άναψα και τα στροβοσκοπικά φώτα. Μέσα από τα γυαλιά δεν έβλεπε τίποτα, μόνο σκιές. Είχε ήδη περάσει 24 ώρες άυπνος. Τον έβαλα να κάτσει στον αέρα, με την πλάτη στον τοίχο, τα πόδια σε γωνία 90 μοιρών. Δυσκολευόταν. Κάθε φορά που χαλάρωνε, του φώναζα.
«Ποιος αγοράζει τη βενζίνη;» «Με ποιους δουλεύεις;»
Αυτό συνεχίστηκε για περίπου τρεις ώρες.
Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο θυμό. «Σπάσε, παλιομαλάκα», σκεφτόμουν. «Σπάσε».
Ήταν περίπου μία μετά τα μεσάνυχτα. Έβαλα τον Χαλίντ να κάθεται γονατιστός και βγήκα έξω, στην ήρεμη νύχτα. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν στη βάση, εκτός από το βουητό της μουσικής μέσα απ’ το κοντέινερ. Έκανε κρύο, κανείς δεν κυκλοφορούσε έξω. Ήμασταν μόνοι, εγώ κι αυτός. Μπήκα πάλι μέσα, και τον είδα στην ίδια στάση. Έμοιαζε ήρεμος, γαλήνιος. Όταν τον είδα έτσι, ο θυμός επέστρεψε, πολλαπλασιασμένος από τα φώτα και τις φωνές. Τον μισούσα. Και τότε, μια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου:
«Κόψτου τα δάχτυλα».
«Νομίζω ότι έχει έρθει ο καιρός να σταματήσω να μιλάω συνέχεια γι’ αυτά», μου λέει, και καταλαβαίνω τι εννοεί. Ο Τόνι Λαγκουράνης έχει γράψει ένα βιβλίο, έχει δώσει διαλέξεις, συνεντεύξεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Έχει επιστρέψει απ’ το Ιράκ εδώ και τρία χρόνια, και από τότε δεν έχει σταματήσει να μιλάει γι’ αυτά που είδε και έζησε εκεί. Έχει κουραστεί. Του ζητάω, όμως, να μου τα πει άλλη μια φορά. Γιατί διάβασα το βιβλίο, διάβασα τις συνεντεύξεις, μα εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πώς ένας μορφωμένος, πράος, φιλελεύθερος νεαρός μπορεί να έκανε αυτά τα πράγματα, να άντεξε αυτά που άντεξε.
Του μιλάω στο τηλέφωνο, ακούω τη μειλίχια φωνή του, τις απαντήσεις που ποτέ δεν ξεπερνούν τις τρεις προτάσεις, και προσπαθώ. Και για να πάρω την ιστορία του απ’ την αρχή, πάω λίγο πιο πίσω, στην Αθήνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος.
—
Ο Κωνσταντίνος Λαγκουράνης ήταν Βενιζελικός αξιωματικός, Καθηγητής στη Σχολή Πολέμου που, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, κατατάχθηκε στο θρυλικό 542, το αντιστασιακό σύνταγμα του Ψαρρού, και μετά τη διάλυσή του, στον ΕΛΑΣ. Ήταν επιτελάρχης στη μάχη της Αθήνας, ένας στρατιωτικός σεβάσμιος και ικανός, που όμως έπεσε θύμα του μεταπολεμικού κλίματος, κόλλησε τη ρετσινιά του «αριστερού» (αν και δεν συμμετείχε στον Εμφύλιο), και πέρασε δύσκολα τα τελευταία του χρόνια, δικηγορώντας στον Πειραιά. Πέθανε σε μικρή ηλικία, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά, τον Αντώνη και την Ασπασία.
Στα 18 του, ο Αντώνης αποφάσισε να φύγει για την Αμερική, αφήνοντας πίσω τη φτώχια και το κοινωνικό στίγμα. «Αμερικανοποιήθηκε» γρήγορα, σπούδασε Οικονομικά στο Σικάγο, παντρεύτηκε Αμερικανίδα, και έκανε τρία παιδιά, δυο κορίτσια, την Έλενα και την Ελίζαμπεθ, και ένα αγόρι: Τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος, που επέλεξε για Αμερικανικό όνομα το «Τόνι» αντί για το πιο συνηθισμένο αλλά λιγότερο εύηχο «Γκας», γεννήθηκε πριν από 38 χρόνια. Τα πρώτα του τα πέρασε ταξιδεύοντας. Ο πατέρας του ασχολήθηκε πρώτα με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, και μετά διεύθυνε εστιατόρια, έτσι πριν ενηλικιωθούν τα παιδιά είχαν ήδη ζήσει στη Βοστώνη, το Σικάγο, τη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια. Ανήσυχο πνεύμα, ο Τόνι σπούδασε σε ένα κολλέγιο της Σάντα Φε, έμαθε Αρχαία Ελληνικά, Εβραϊκά και Γαλλικά, ταξίδεψε στην Τυνησία, μετά στη Βόρεια Ευρώπη για ένα χρόνο, και μετά επέστρεψε στις ΗΠΑ, δουλεύοντας σε δουλειές του ποδαριού, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει. Ο Τόνι Λαγκουράνης ήταν πια στα 32 όταν αποφάσισε να καταταγεί στο στρατό, πράγμα ασυνήθιστο, αλλά όχι παράλογο, όταν έχεις βάλει στόχο της ζωής σου να μάθεις και Αραβικά.
«Η αλήθεια είναι ότι είχα κάμποσα φοιτητικά δάνεια που έπρεπε να αποπληρώσω», μου εξηγεί, «οπότε χρειαζόμουν μια σταθερή δουλειά, ενώ παράλληλα ήθελα να μάθω και τη γλώσσα. Είχα γνωρίσει έναν πρώην ανακριτή, που στο στρατό είχε μάθει Ρώσικα και Γερμανικά, οπότε το αποφάσισα. Η μόνη αντίρρηση των γονιών μου είχε να κάνει με το σώμα που επέλεξα: Ως πτυχιούχος δικαιούμουν να γίνω αξιωματικός, αλλά εγώ ήθελα να γίνω ανακριτής».
Έτσι, τον Ιούνιο του 2001, ο Τόνι Λαγκουράνης κατατάχθηκε στον Αμερικανικό στρατό.
«Δεν πίστευα ότι θα δω πόλεμο» μου λέει, χωρίς τσαντίλα, χωρίς εκνευρισμό. «Μπήκα στο στρατό πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, οπότε όπως καταλαβαίνεις κανένας από εμάς δεν περίμενε ότι θα πάει να πολεμήσει».
Η δουλειά ενός Αμερικανού στρατιωτικού ανακριτή είναι να μιλά με τους αιχμαλώτους πολέμου και να τους αποσπά πληροφορίες που πιθανότατα θα είναι χρήσιμες στο πεδίο της μάχης. Οι κανόνες που διέπουν την ανάκριση -και ολόκληρη τη συμπεριφορά ενός στρατιωτικού σώματος απέναντι στους αιχμάλωτους- περιγράφονται διεξοδικά σ’ αυτές τις Συνθήκες που πολύ συχνά αναφέρονται αλλά που ελάχιστοι ξέρουν τι λένε: Είναι τέσσερις, τις εμπνεύστηκε ο Ερρίκος Ντυνάν, και ανανεώθηκαν τελευταία φορά το 1949. Είναι οι Συνθήκες της Γενεύης.
«Σύμφωνα με τις Συνθήκες της Γενεύης», μου λέει, «δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσεις βία για να πάρεις πληροφορίες. Ό,τι κάνεις, το κάνεις προφορικά. Δεν επιτρέπεται να απειλήσεις τον κρατούμενο. Ούτε καν να υπονοήσεις ότι μπορεί να χρησιμοποιήσεις βία. Στην εκπαίδευση τα μάθαμε όλα αυτά, και μάθαμε να διεξάγουμε τις ανακρίσεις σύμφωνα με όλους τους αυστηρούς κανόνες. Υπήρχαν κάποιες τεχνικές για να «σπάμε» τον κρατούμενο που δεν θέλει να συνεργαστεί –όλες προφορικές. Η εκπαίδευσή μας σ’ αυτές ήταν αστεία, κράτησε δυο μέρες. Ο λόγος ήταν ότι κανείς εκεί δεν είχε ιδέα για το τι γινόταν στο Ιράκ. Ουσιαστικά εκπαιδευόμασταν για τις καταστάσεις που επικρατούσαν στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, από εκπαιδευτές που είχαν υπηρετήσει εκεί. Τότε, όμως, ανάκριναν στρατιώτες. Και ήταν τόσο πολλοί αυτοί που ήταν πρόθυμοι να μιλήσουν, που αν κανείς αντιδρούσε, απλά τον αγνοούσαν. Τότε δεν χρειαζόταν να «σπάσεις» τον εχθρό. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ο «εχθρός» δεν ήταν καν στρατιώτες».
Καθώς ο Τόνι εκπαιδευόταν σε τεχνικές ανάκρισης (μετά το Φορτ Μπένινγκ στο Φορτ Χουατσούκα, και μετά στο Μοντερέι), το στρατόπεδο του Γκουαντάναμο στην Κούβα πλημμύριζε με φυλακισμένους από το Αφγανιστάν και αλλού, που έφταναν εκεί με αεροπλάνα χωρίς διακριτικά, μέσα σε πλήρη μυστικότητα. Δεν ήταν στρατιώτες κανενός στρατού. Δεν είχαν αιχμαλωτιστεί σε κανένα συμβατικό «πεδίο μάχης». Δεν είχαν ταυτότητα, δεν είχαν δικαιώματα, δεν είχαν υπεράσπιση. Σύμφωνα με τους Αμερικανούς, όμως, είχαν πληροφορίες.
Να τι έκαναν στον Μοχάμεντ αλ-Κατάνι, ο οποίος κατηγορείται πως θα ήταν ένας από τους αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου, αν είχε καταφέρει να μπει στη χώρα: Τον ανέκριναν συνεχόμενα από 18 μέχρι 20 ώρες καθημερινά, για 48 συνεχόμενες μέρες. Τον έλουζαν με παγωμένο νερό για να του προκαλέσουν υποθερμία. Του φορούσαν κουκούλα και έβαζαν ένα σκυλί να γαβγίζει κοντά του. Τον ανάγκαζαν να ουρήσει πάνω του. Όλα αυτά έγιναν από τις 23 Νοεμβρίου του 2002, μέχρι τις 11 Ιανουαρίου του 2003. Όλα γίνονταν μετά από σαφείς εντολές του Υπουργείου Αμύνης, μέσα από memo (τα οποία πια έχουν διαρρεύσει) που ξεκαθάριζαν πως οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι («enemy combatants», ένας όρος έτσι, για να υπάρχει) δεν καλύπτονται από τις συνθήκες της Γενεύης. Άρα μπορούσαν να τους κάνουν ό,τι θέλουν.
Αυτές οι πρακτικές δεν θα έμεναν για πολύ περιορισμένες εκεί, σ’ αυτή τη νησίδα ανομίας, στην καρδιά του Κόλπου του Μεξικού. Σύντομα θα μετακόμιζαν στο Ιράκ, όπου η κατοχή από τις Αμερικανικές δυνάμεις συναντούσε τα πρώτα της προβλήματα, όπου μια άναρχη εξέγερση είχε αρχίσει να χτυπά καθημερινά τις θέσεις των κατοχικών δυνάμεων, όπου πολύ γρήγορα θα έφτανε ο Τόνι Λαγκουράνης. Έτοιμος, εκπαιδευμένος και, πια, γνώστης των Αραβικών, ο Έλληνας ανακριτής έφυγε για το Ιράκ τον Ιανουάριο του 2004. Ο πρώτος του σταθμός ήταν μια φυλακή που σύντομα θα γινόταν πολύ διάσημη: Το Αμπού Γκράιμπ.
—
Φαντάσου ένα πανύψηλο τσιμεντένιο τείχος μήκους τεσσάρων χιλομέτρων στην καρδιά της ερήμου, με κοτετσόσυρμα στην κορυφή, και 24 πύργους-παρατηρητήρια να διακόπτουν τη γκρίζα του συνέχεια. Από μέσα, φαντάσου μια ακανόνιστη μάζα κτιρίων που εκτείνεται σε ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο, γκρεμισμένα, βομβαρδισμένα ή ετοιμόρροπα τσιμεντένια κουφάρια, κι ανάμεσά τους υπαίθρια «στρατόπεδα», παραλληλόγραμμα από συρματόπλεγμα στα οποία στοιβάζονται οι ντυμένοι με τις πορτοκαλιές στολές φυλακισμένοι. Επτά χιλιάδες φυλακισμένοι. Φαντάσου τις τουαλέτες τους υπερχειλισμένες. Τη μυρωδιά των ούρων, τον κοπράνων. Της σάπιας σάρκας. «Ήταν ένα απαίσιο μέρος» δήλωσε στον New Yorker ο λοχίας Τζαβάλ Ντέιβις, που έφτασε εκεί τον Οκτώβρη του 2003. «Δεν ήθελες να αγγίξεις τίποτα. Το χειρότερο πράγμα που μπορείς να φανταστείς: Αυτό ήταν το Αμπού Γκράιμπ. Το μέρος στο οποίο δεν θα έστελνες ποτέ ούτε τον χειρότερό σου εχθρό».
Οι φωτογραφίες που είδες στις ειδήσεις και στο Ίντερνετ, με τους φυλακισμένους γυμνούς σε άσεμνες στάσεις και τους χαρούμενους φαντάρους να χασκογελούν στην κάμερα, είχαν ήδη ληφθεί όταν έφτασε ο Τόνι στο Αμπού Γκράιμπ. Το σκάνδαλο είχε ξεσπάσει και είχε πνιγεί το Νοέμβριο του 2003, και για μερικούς μήνες ακόμα κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα για τα ομαδικά βασανιστήρια και τις σεξουαλικές ταπεινώσεις.
Μέσα σε λίγες μέρες από την άφιξή του, βέβαια, ο Τόνι είχε ακούσει ότι «κάτι άσχημο έχει γίνει εδώ», αλλά ήταν ένα θέμα ταμπού, κανείς δεν ήξερε λεπτομέρειες, κανείς δεν το συζητούσε ανοιχτά.
Εκείνες τις πρώτες μέρες, όμως, ο Τόνι είχε άλλα πράγματα να τον απασχολούν. Όπως το ότι η αναλογία φυλάκων/φυλακισμένων ήταν περίπου 1/75. «Σοκαρίστηκα όταν είδα πόσους φυλακισμένους έχουμε», έγραψε. «Σε σχέση μ’ αυτούς, οι υπόλοιποι ήμασταν απελπιστικά λίγοι. Και το ‘οι υπόλοιποι’ περιλάμβανε και ένα σωρό κόσμο –Ιρακινούς και Ασιάτες εργάτες, Ιρακινούς αστυνομικούς- οι οποίοι είτε δεν είχαν όπλα, είτε δεν μπορούσες να τους εμπιστευτείς εύκολα. Φοβόμασταν πως μια εξέγερση θα ήταν αναπόφευκτη».
Και ο κίνδυνος δεν προερχόταν μόνο από μέσα.
«Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος για το πόσο εκκωφαντικός είναι ο ήχος μιας έκρηξης από βλήμα όλμου –φαντάσου τον πιο δυνατό κεραυνό, δώδεκα φορές δυνατότερο. Αμέσως μετά ακολούθησε το κύμα κρούσης, που ταρακούνησε κάθε κύτταρό μου. Το κορμί μου πλημμύρισε αδρεναλίνη ακαριαία, ήταν συναρπαστικό, και τελείωσε πολύ γρήγορα. Αυτό ήταν το πρώτο χτύπημα. Θα ακολουθούσαν εκατοντάδες άλλα κατά την πάροδο του χρόνου».
Οι Ιρακινοί απ’ έξω, βλέπεις, χτυπούσαν τη φυλακή ασταμάτητα με όλμους από τους γύρω λοφίσκους. Χτυπούσαν στα τυφλά, χωρίς να πετυχαίνουν ποτέ κάποιον αξιόλογο στόχο, αλλά ο εκκωφαντικός ήχος θύμιζε πάντα στον Τόνι και τους εκατοντάδες συναδέλφους του μέσα, ότι αυτή δεν είναι μια κανονική φυλακή.
Οι πρώτες ανακρίσεις του Τόνι στο Αμπού Γκράιμπ ήταν πολύ διαφορετικές από όσα είχε μάθει στην εκπαίδευση. «Μετά τις πρώτες απόπειρες κατάλαβα ότι θα είχα ένα πρόβλημα: Την συμπόνια. Ακόμα και ανακρίνοντας ανθρώπους που ξέραμε ότι είναι μπλεγμένοι στην εξέγερση, έπιανα τον εαυτό μου να τους λυπάται όταν τους έβλεπα να κλαίνε και να ορκίζονται ότι είναι αθώοι. Το συζητούσα με τους συναδέλφους μου αυτό –οι περισσότεροι δεν συμμερίζονταν τις απόψεις μου». Δεν βοηθούσε το ότι γνώριζε Αραβικά. Μόλις οι κρατούμενοι το κατάλαβαν, άρχισαν να απλώνουν τα χέρια τους μέσα από τα σύρματα ή τα κάγκελα προς το μέρος του, ζητώντας βοήθεια και, κυρίως, να ειδοποιήσει με κάποιον τρόπο τις οικογένειές τους, να τους πει ότι βρίσκονταν εκεί.
Στο Αμπού Γκράιμπ ο Τόνι δεν έμεινε πολύ –μόνο δύο μήνες. Και, παρ’ όλο που πλέον τα πάντα γίνονταν πολύ προσεκτικά, χωρίς βασανιστήρια, βία και υπερβολές, είχε την ευκαιρία να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη γραφειοκρατία, την ανυπαρξία στρατηγικής και την πλήρη ανικανότητα του συστήματος να ανταπεξέλθει. Πρώτα, έμαθε αυτά που ο Αμερικανικός στρατός πίστευε πως ίσχυαν για τους Άραβες:
«Αμέσως αρχίσαμε να μαθαίνουμε περίεργα πράγματα», μου είπε. «Όπως για παράδειγμα, «Ποτέ μην δείξεις σε έναν Άραβα την πατούσα σου». «Οι Άραβες αντιλαμβάνονται το χρόνο με διαφορετικό τρόπο από εμάς». «Προτιμούν να μιλούν μεταφορικά, παρά να λένε την αλήθεια». «Το ψέμα δεν είναι ατιμία για την κουλτούρα τους». «Οι Άραβες φοβούνται παθολογικά τα σκυλιά». Όλες αυτές οι αντιλήψεις πηγάζουν από ένα βιβλίο, το «The Arab Mind» του Ραφαέλ Πετάι, που εκδόθηκε το 1973 και θεωρείται πλέον εντελώς αναξιόπιστο –μέχρι και ρατσιστικό. Μα αυτές οι απλές προτάσεις που χαρακτήριζαν έναν εχθρό με διαφορετική κουλτούρα απλά και κατανοητά γίνονταν γρήγορα κοινός τόπος, και όλοι αποδέχονταν την αλήθεια τους. Πράγμα πολύ επικίνδυνο γι’ αυτούς που καλούνταν να επικοινωνήσουν με τους Ιρακινούς. Δηλαδή για εμάς».
Οι πρώτες του ανακρίσεις απέδειξαν το πολύ σοβαρό και θεμελιώδες πρόβλημα της πολιτικής που ακολουθούνταν: Οι περισσότεροι συλληφθέντες ήταν άσχετοι. Οι στρατιώτες που τους είχαν συλλάβει σπάνια τεκμηρίωναν με στοιχεία τη σύλληψη –έτσι οι ανακριτές βρίσκονταν συχνά με άσχετους βοσκούς στο ίδιο δωμάτιο, μη γνωρίζοντας τι να τους ρωτήσουν.
«Μου έφεραν κάποτε έναν νεαρό με την εξής επεξήγηση: «Ο ύποπτος είναι αγρότης στην Τελ Αφάρ». Τίποτα άλλο. Οπότε κάθισα απέναντί του με αυτή την πληροφορία, και έπρεπε να τον ανακρίνω. «Είσαι αγρότης;» ρώτησα. «Ναι». «Από την Τελ Αφάρ;». «Ναι». Τον πιάσαμε».
Δυο μήνες αργότερα, ο Τόνι μεταφέρθηκε στην αεροπορική βάση Αλ-Ασάντ, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, όπου επίσης «κάτι κακό είχε γίνει». Κάποιος κρατούμενος είχε σκοτωθεί εκεί κάτω από ύποπτες συνθήκες –πάλι, κανείς δεν ήξερε ή δεν αποκάλυπτε λεπτομέρειες- και οι υπόλοιποι υπέφεραν σε διάφορα στάδια τρόμου και εξαθλίωσης. Εκεί συνεχίστηκαν οι άχρηστες ανακρίσεις, η γραφειοκρατική δυσλειτουργία και τα φρικτά λάθη. Ένας 14χρονος βοσκός συνεργάστηκε πλήρως, δίνοντας ονόματα πιθανών ηγετών της εξέγερσης, τοποθεσίες όπου είχε δει θαμμένα όπλα –τον έστειλαν στο Αμπού Γκράιμπ, επειδή «πιθανό να ήξερε περισσότερα». Ένας πατέρας με τους δυο γιους του ήρθαν συλληφθέντες από τη διεφθαρμένη Ιρακινή αστυνομία, κατηγορούμενοι για φόνους χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο –στο Αμπού Γκράιμπ κι αυτοί.
«Έφταιγε η πίεση από τους ανώτερους», μου εξήγησε ο Τόνι. «Οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί είχαν ο καθένας την ευθύνη μιας περιοχής, και ήθελαν να δείξουν στους ακόμα ανώτερους και στην πολιτική ηγεσία ότι παράγουν έργο. Και η μόνη μετρήσιμη μονάδα του έργου ήταν οι συλλήψεις. Ήθελαν να μπορούν να πουν «συλλάβαμε τόσους τρομοκράτες». Γι’ αυτό περίμεναν από εμάς να τους χαρακτηρίσουμε τρομοκράτες, όχι να πάρουμε τυχόν χρήσιμες πληροφορίες για την καταστολή της εξέγερσης. Αυτό τους ενδιέφερε λιγότερο».
Είχε πια μπει η άνοιξη του 2004, και το Ιράκ είχε μπει σε μια πολύ ταραχώδη περίοδο –ακόμη και για τα δεδομένα της χώρας. Η προσωρινή Ιρακινή κυβέρνηση ψήφισε το Σύνταγμα της χώρας, κι αυτό ήταν το έναυσμα για την κλιμάκωση των επιθέσεων κατά των Αμερικανών και των δημόσιων υπηρεσιών. Οι εξεγερμένοι Ιρακινοί χτυπούσαν τους Αμερικανούς όπου τους έβρισκαν, και πουθενά οι επιθέσεις δεν ήταν πιο λυσσαλέες από ότι στη Φαλούτζα. Οι εικόνες από τα τέσσερα καμένα πτώματα αμερικανών μισθοφόρων κρεμασμένα από μια γέφυρα έκαναν το γύρο του κόσμου. Όλοι πια ήξεραν πως ένα χτύπημα στη Φαλούτζα από τις Αμερικανικές δυνάμεις ήταν αναπόφευκτο.
Ο Τόνι Λαγκουράνης δεν θα πήγαινε ακόμα στη Φαλούτζα, όμως. Η δεύτερη μετάθεσή του τον έστειλε σε ένα άλλο καυτό πεδίο μάχης: Τη Μοσούλη.
—
Είναι μια πόλη καταπράσινη στο βόρειο Ιράκ, χτισμένη πάνω στις όχθες του Τίγρη, στην τοποθεσία της αρχαίας Νινευή. Ήταν ένα εμπορικό και οικονομικό κέντρο πριν τον πόλεμο. Τώρα, στη θέση του Διεθνούς Αεροδρομίου της Μοσούλης βρισκόταν η Αμερικανική Βάση, όπου ο Τόνι θα περνούσε τους επόμενους τρεις μήνες ο Τόνι.
Ήταν ένα μέρος πολύ διαφορετικό από το Αμπού Γκράιμπ. Οι φυλακισμένοι ζούσαν σε καλύβες, και η περίμετρος του στρατοπέδου ασφαλιζόταν με σύρμα –και τίποτα άλλο. Απ’ έξω βρίσκονταν τα περίχωρα της πόλης, και οι στρατιώτες μπορούσαν να δουν παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο, ανθρώπους να σουλατσάρουν, να περνούν με τα αυτοκίνητά τους. Η πρώτη ανταλλαγή πυρών που πέτυχε ο Τόνι συνέβη το πρώτο κιόλας βράδυ. Μόλις είχε φτάσει.
Πολύ γρήγορα έγινε προφανές ότι το Αμπού Γκράιμπ ήταν υπόδειγμα εύρυθμης λειτουργίας συγκρινόμενο με το χάλι της Μοσούλης.
«Ο διοικητής μας εκεί είχε κι αυτός, όπως πολλοί, την εντύπωση ότι έχουμε ένα μαγικό κόλπο με το οποίο αποσπούμε πληροφορίες από τους κρατούμενους. Και περίμενε αποτελέσματα αμέσως».
Το πρόβλημα και εδώ, βέβαια, ήταν πως οι κρατούμενοι ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία εντελώς άσχετοι με την εξέγερση. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην τρομακτική άγνοια των Αμερικανών στρατιωτών για θέματα βασικά. Σε ένα σημείο ελέγχου σταμάτησαν έναν τύπο ονόματι Ταμίρ Αμπούντ Χαμίντ αλ-Τζαμπορί. Το τελευταίο του όνομα «χτύπησε» στη βάση δεδομένων –ήταν ίδιο με ενός τρομοκράτη που βρισκόταν στη μαύρη λίστα. Δεν ήξεραν, όμως, ότι το «αλ-Τζαμπορί» είναι το όνομα της φυλής στην οποία ανήκε ο τύπος –και πως το είχαν και χιλάδες άλλοι. Οπότε ο κακομοίρης ο Ταμίρ έφτανε με τα πολλά στον Τόνι Λαγκουράνη ο οποίος, εντελώς τυχαία, ήταν ο μόνος που ήξερε αυτή την λεπτομέρεια. Στη συνέχεια ο Τόνι έγραφε την αναφορά του. Αλλά η γραφειοκρατία ήταν τέτοια που χρειάζονταν δύο με τρεις εβδομάδες για να απελευθερωθεί ο αθώος Ταμίρ. Εν τω μεταξύ, οι Αμερικανοί στρατιώτες συλλάμβαναν κάποιον που ονομαζόταν Αμπού Τζαίς (σημαίνει «Πατέρας του Στρατού») και κάποιον που είχε το επίθετο «Τζιχάντ». Τα ονόματα τους είχαν φανεί ύποπτα.
—
“Μέσα σε λίγες εβδομάδες στη Μοσούλη, κάτι άλλο συνέβη. Η συμπάθεια που ένιωθα στην αρχή για τους κρατούμενους άρχισε να σβήνει. Η συμπόνια μου πια είχε κουραστεί, και έσβηνε, όχι απλά επειδή την ένιωθα διαρκώς, αλλά επειδή επίσης δεν είχε νόημα. Όσο κι αν εξηγούσα στις αναφορές μου ότι δεν υπήρχε κανένας προφανής λόγος να κρατούμε αυτούς τους ανθρώπους, δεν είχαν καμιά ελπίδα απέναντι στη γραφειοκρατία. Για πρώτη φορά από τότε που έφτασα στο Ιράκ άρχισα να αποζητώ το αλκοόλ”.
—
Σε μια γωνιά του στρατοπέδου στη Μοσούλη υπήρχε μια εγκατάσταση των Ειδικών Δυνάμεων. Άνδρες με μαύρες στολές και μαύρες μάσκες του σκι μπαινόβγαιναν κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας εκεί, άγοντας και φέροντας κρατούμενους άγνωστης ταυτότητας για σκοπούς που κανείς δεν ήξερε. Οι Ειδικές Δυνάμεις δρούσαν εντελώς αυτόνομα και δεν αναφέρονταν σε κανέναν. «Μερικές φορές οι κρατούμενοί τους έφταναν σε μας», θυμάται ο Τόνι. «Οι ανώτεροί μας έλεγαν να δίνουμε περισσότερη προσοχή σ’ αυτούς τους κρατούμενους. ‘Κάτι πρέπει να ξέρουν’, μας έλεγαν».
Από αυτούς τους κρατούμενους κι από ιστορίες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους φρουρούς, ο Τόνι και οι συνάδελφοί του άκουσαν για πρώτη φορά για τα φώτα. Για τη δυνατή μουσική. Για την πρόκληση υποθερμίας. Για την τοποθέτηση ενός θερμομέτρου στον πρωκτό του κρατουμένου για να παρακολουθείται η θερμοκρασία του, να εξασφαλίζεται ότι δεν θα πεθάνει. Όλα αυτά συνέβαιναν στο κτίριο των ειδικών δυνάμεων. Πολύ σύντομα αυτές οι μέθοδοι θα μετακόμιζαν και στο υπόλοιπο στρατόπεδο.
—
Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπήρχαν κανόνες –γιατί υπήρχαν. Οι «Interrogation Rules of Engagement» (IROE) ήταν γενικές οδηγίες για την αντιμετώπιση των κρατουμένων. Υπήρχαν διάφοροι IROE σε ισχύ, ανάλογα με το πού βρισκόσουν. Άλλες ίσχυαν στη Μοσούλη, άλλες στη βάση Αλ Ασάντ, άλλες στο Αμπού Γκράιμπ. Όλες, όμως, προέρχονταν από πολύ ψηλά. «Οι IROE προέρχονταν από το Πεντάγωνο», λέει ο Τόνι. «Στις περισσότερες περιπτώσεις παραβίαζαν τις Συνθήκες της Γενεύης και όσα είχαμε μάθει στην εκπαίδευση. Αλλά ήταν διαταγές, και έπρεπε να τις ακολουθείς».
Και ήταν πολύ βολικά ασαφείς.
Η πρώτη στην οποία επενέβησαν δημιουργικά οι ανακριτές στη Μοσούλη ήταν η οδηγία που απαιτούσε κάθε κρατούμενος να εξασφαλίζει τουλάχιστον τέσσερις ώρες ύπνου. «Ναι», ερμήνευε ο διοικητής του Τόνι, «αλλά δεν λέει πουθενά ότι οι ώρες αυτές οφείλουν να είναι συνεχόμενες». Έτσι οι ανακριτές άρχισαν να αναγκάζουν τους κρατούμενους να μένουν άυπνοι για πολλές ώρες. Στη συνέχεια άρχισαν να τους κρατούν στο σκοτάδι για ώρες. Μετά να τους τυφλώνουν με στροβοσκοπικά φώτα, και να τους βάζουν εκκωφαντική μουσική. Ακολούθησαν οι «στάσεις πίεσης», με τις οποίες προκαλούσαν πόνο στους κρατούμενους χωρίς να τους αγγίζουν. Τους έβαζαν να στέκονται όρθιοι, ας πούμε, ή στα γόνατα για ώρες. Όταν ο καιρός ήταν ψυχρός, τους έβγαζαν έξω, μέχρι να αρχίσουν να τρέμουν από την υποθερμία. Τελευταία ήρθαν τα σκυλιά: Κάποιος ξεφούρνισε πρώτος την δοξασία πως οι Άραβες φοβούνται τα σκυλιά, και η μόδα εξαπλώθηκε από το Αφγανιστάν στο Γκουαντάναμο και τελικά μέχρι τη Μοσούλη: Ένας εκπαιδευτής κρατούσε ένα σκυλί πολύ κοντά στο πρόσωπο του κουκουλωμένου κρατούμενου, ο οποίος άκουγε δίπλα του τα γαυγίσματα του (φιμωμένου) σκύλου, και δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Σύντομα όλα αυτά μετακόμισαν σε ένα νέο χώρο, μακριά από τους απλούς θαλάμους ανακρίσεων, σε ένα άδειο κοντέινερ. Το αποκαλούσαν ντισκοτέκ.
Με κάθε καινούρια τεχνική –οι οποίες φυσικά προβλέπονταν από τους IROE, και τις οποίες ο διοικητής τους ενθάρρυνε να χρησιμοποιήσουν- οι ανακριτές φλέρταραν και λίγο παραπάνω με τα όρια. Τα δοκίμαζαν. Τα καταπατούσαν λίγο λίγο, όλο και περισσότερο. Ήταν ένας φαύλος κύκλος υποκρισίας και σαδισμού.
«Κάποια στιγμή είδα στο κεφάλι ενός κρατούμενου μια αμυχή», θυμάται ο Τόνι. «Μου είπε πως ένας από τους φρουρούς τον είχε χτυπήσει. Αυτός ο φρουρός εκδιώχθηκε από τη Μοσούλη και μάθαμε πως τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Αυτό ήταν πολύ αλλόκοτο, αν το καλοσκεφτείς. Η ζημιά που κάναμε εμείς στους κρατούμενους ήταν πολύ χειρότερη και διαρκής από ένα χτύπημα στο κεφάλι. Αλλά στη δική μας περίπτωση υπήρχε μόνο μια διαφορά: Δεν σακατεύαμε τα γόνατα του κρατούμενου –το ίδιο του το βάρος τα σακάτευε, όταν τον βάζαμε γονατιστό για τέσσερις ώρες. Δεν του προκαλούσαμε εμείς την υποθερμία –η παγωμένη νύχτα του την προκαλούσε. Αυτή είναι η παρανοϊκή λογική του βασανισμού. Και τελικά, αυτή τη λογική ακολουθούσαμε όλοι».
Ο τρόπος που οι ανώτεροι στο στρατόπεδο αντιμετώπιζαν αυτή την κατάσταση έγινε ξεκάθαρος σε ένα επεισόδιο με μια αναφορά του Τόνι.
«Στο Αμπού Γκράιμπ», λέει, «είχα συνηθίσει να σημειώνω στις αναφορές μου μετά από κάθε ανάκριση ποιες τακτικές είχα χρησιμοποιήσει, τι δούλευε και τι όχι, ώστε ο επόμενος ανακριτής που θα ασχοληθεί με τον συγκεκριμένο κρατούμενο, να το ξέρει. Βέβαια, τότε δεν χρησιμοποιούσαμε βασανιστήρια. Στη Μοσούλη εξακολουθούσα να γράφω με λεπτομέρειες ό,τι είχε συμβεί στην ανάκριση, αλλά προφανώς οι αναφορές στις «στάσεις πίεσεις», τη «στέρηση ύπνου» και τα άλλα κόλπα μας κάπου σβήνονταν στην πορεία». Μέχρι που κάτι πέρασε.
Κάποια μέρα ανώτεροι έφτασαν ρωτώντας: «Ποιος είναι αυτός ο Λαγκουράνης που γράφει αυτές τις μαλακίες;». Ο Τόνι είχε σημειώσει σε μια αναφορά του πως, επειδή ο κρατούμενος δεν συνεργαζόταν, έπρεπε να έχει χρησιμοποιήσει μια «στάση πίεσης». «Μην ξαναγράψεις τέτοιες μαλακίες», απαιτούσε ο αξιωματικός. Ο Τόνι, που κατάλαβε πού πάει η δουλειά, ρώτησε: «Θέλετε να χρησιμοποιώ στάσεις πίεσης;». Ο Αξιωματικός, πιο ήρεμος, είπε: «Μόνο μην το ξαναγράψεις».
Όπως και στο Αμπού Γκράιμπ, όπως και παντού στο Ιράκ, αυτοί που διέταζαν τα βασανιστήρια δεν ήθελαν να έχουν γνώση ότι οι διαταγές τους γίνονταν πράξη. Δεν ήθελαν καν να το βλέπουν γραμμένο. Όλη η ιεραρχία ήξερε καλά πως όλα όσα γίνονταν ήταν παράνομα, μα κανείς δεν ήθελε να αντιμετωπίσει μελλοντικές συνέπειες. Έτσι, το πιο εύκολο πράγμα, αυτό που έγινε και στο Αμπού Γκράιμπ, ήταν η ευθύνη να περιορίζεται μόνο σ’ αυτούς που εκτελούν τις εντολές.
«Από εκείνη τη συνάντηση και μετά», θυμάται ο Τόνι, «έγραφα τα πάντα».
—
“Μου είναι δύσκολο να το παραδεχτώ τώρα, αλλά στη Μοσούλη για ένα διάστημα είχα αρκετό ενθουσιασμό για την ανάκριση. Ένιωθα ότι κάναμε καλή δουλειά –ή, τουλάχιστον, όσο καλύτερη μπορούσαμε με τους κρατούμενους που είχαμε. Βέβαια, αν μετρούσα τις αναφορές πληροφοριών που στέλναμε, θα διαπίστωνα πως δεν καταφέρναμε τίποτα ουσιαστικό. Μέσα στη θολούρα των έντονων αυτών ημερών, όμως, με τις 12ωρες ανακρίσεις, κάπου έχανα συναίσθηση του πραγματικού στόχου. Ανέκρινα πολλούς, και κατάφερνα να τους κάνω να σπάνε, να κλαίνε και να ικετεύουν. Οπότε μέσα στο μυαλό μου, όπως ένιωθα τότε, έκανα καλή δουλειά”.
Για να καταλάβεις τι δουλειά επιτελούσαν όλοι αυτοί οι στρατιώτες-μπάτσοι, οι φύλακες και ανακριτές, μάθε τις ιστορίες τριών Ιρακινών που πέρασαν από τα χέρια του Τόνι Λαγκουράνη στη Μοσούλη.
1.
Ο Χαμπίμπ ήταν καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Μοσούλης. Ήταν ο αδερφός του ιδιοκτήτη ενός σπιτιού το οποίο νοίκιαζε κάποιος που υποτίθεται πως ήταν από τους αρχηγούς της εξέγερσης. Οπότε τον συνέλαβαν. Ήταν ένας λεπτός, ηλικιωμένος άνδρας που, αφού μαρτύρησε στο δωματιάκι των Ειδικών Δυνάμεων, κάθισε ψύχραιμα μπροστά στον Τόνι και έναν άλλον ανακριτή, και τους είπε: «Ξέρω αυτόν που ψάχνετε, αλλά δεν θα σας πω ποιος είναι».
Ο Τόνι, που κατάλαβε πως δεν υπήρχε ελπίδα να κερδίσει τίποτα από τον σεβάσμιο γέροντα, είπε: «Ξέρεις τι θα σου συμβεί τώρα;»
«Ναι»
«Τότε γιατί δεν μας λες το όνομά του;»
«Γιατί δεν ξέρω αν έχει σχέση με τα όπλα που λέτε. Και ξέρω ότι αν σας πω το όνομα, οι στρατιώτες σας θα τον φέρουν εδώ, και θα του κάνουν αυτά που έκαναν και σε εμένα».
Το ίδιο βράδυ, υπό την επίβλεψη άλλου ανακριτή, ο Χαμπίμπ στεκόταν γονατιστός στη λάσπη, καθώς έβρεχε.
Τελικά, οι ανακριτές έμαθαν το όνομα από άλλη πηγή. Ο Τόνι κάθισε άλλη μία φορά στον θάλαμο ανακρίσεων με τον Χαμπίμπ, και ο γέρος καθηγητής το επιβεβαίωσε. Ο Τόνι έγραψε στην αναφορά του ότι ο κρατούμενος συνεργάστηκε πλήρως και περίμενε, όπως πάντα, τη γραφειοκρατία να καθυστερήσει την απελευθέρωσή του. Ευτυχώς, οι φοιτητές του είχαν ήδη οργανώσει πορείες διαμαρτυρίας στην πόλη. Ο Χαμπίμπ ήταν ένας υπέρμαχος της ειρήνης, διάσημος στην πόλη, αγαπητός σε όλους, Σουνίτες, Σιίτες και Κούρδους. «Διδάξαμε πολύ σημαντικά πράγματα στους Ιρακινούς μ’ αυτή μας τη γκάφα», λέει ο Τόνι. «Τους δείξαμε ότι έτσι φερόμαστε σε έναν αθώο σεβάσμιο άνθρωπο του πνεύματος –οπότε μπορούσαν να φανταστούν πώς θα συμπεριφερόμασταν σε οποιονδήποτε άλλο».
Λίγες μέρες αργότερα, ο Χαμπίμπ αφέθηκε ελεύθερος.
2.
Ο Αμπού Χατέμ ήταν ένας γνωστός απατεώνας στη Μοσούλη. Εκβίαζε Ιρακινούς αστυνομικούς, έκλεβε, ήταν μπλεγμένος με λαθρεμπόριο και υπήρχαν υπόνοιες ότι είχε επαφές με την εξέγερση. Ήταν ένας δυνατός άντρας, όχι μεγαλόσωμος, αλλά γεροδεμένος. Δευτερόλεπτα αφού τον κάθισαν στο τραπέζι της ανάκρισης και του έβγαλαν την κουκούλα απ’ το κεφάλι, άρχισε να «τραγουδάει» όπως κανένας κρατούμενος ως τότε. «Ξέρω δυο αδέρφια που πουλάνε όπλα», έλεγε. «Και έναν τύπο που μου ζήτησε να πουλήσω τα αυτοκίνητά του, που τα είχε κλέψει από το Κόμμα Μπάαθ. Και ξέρω κι έναν τύπο που με πλησίασε για να πουλήσει αέριο μουστάρδας».
Το μόνο που ήθελε σε αντάλλαγμα, ήταν ένα τσιγάρο. Και μίλαγε από μόνος του.
«Ο Αμπού Χατέμ πέρασε περίπου έξι εβδομάδες στη Μοσούλη», λέει ο Τόνι «και μέχρι το τέλος τους είχε αποδειχθεί πως το 90% όσων μας έλεγε ήταν μαλακίες». Εν τω μεταξύ είχε αποδείξει γιατί είναι το μεγαλύτερο λαμόγιο στη Μοσούλη. Είχε πιάσει φιλίες με τους φρουρούς που του έδιναν τσιγάρα και του δάνειζαν τεύχη του Maxim, είχε εξασφαλίσει να μένει μόνος του με το να καρφώνει άλλους φυλακισμένους, και δεν χόρταινε να κοιτάζει τις γυναίκες του στρατού οι οποίες πίστευε στην αρχή, όπως όλοι οι κρατούμενοι, πως ήταν πόρνες που ταξίδευαν μαζί με τους στρατιώτες, για να τους κρατούν παρέα.
Ο Τόνι δεν έχει ιδέα τι απέγινε ο Αμπού Χατέμ.
3.
Ένας στρατιώτης που δεν ήξερε Αραβικά, περνώντας δίπλα από μερικούς κρατούμενους, άκουσε τον ένα να αποκαλεί τον άλλο με ένα όνομα που δεν συγκράτησε, αλλά που νόμισε πως δεν ήταν το σωστό. Μόλις ο διοικητής το άκουσε, μυρίστηκε συνομωσία, και έδωσε την εντολή στους ανακριτές να μάθουν το αληθινό όνομα αυτού που ήξεραν ως Τζαφάρ Αλί Αμπντούλ Νάσερ.
Ο Τόνι και ο συνεργάτης του τον πήγαν στην ντισκοτέκ.
Άναβαν τα στροβοσκοπικά φώτα, έβαλαν μπρος τη χέβι μέταλ, και μέσα στη φασαρία ούρλιαζαν: «Πώς σε λένε;»
«Τζαφάρ Αλί Αμπντούλ Νάσερ!»
«Το αληθινό σου όνομα!»
«Τζαφάρ Αλί Αμπντούλ Νάσερ με λένε!»
«Μαλακίες! Λες ψέματα!»
«Όχι! Αφού έτσι με λένε!»
Το τροπάρι συνεχίστηκε για μια ώρα, όταν ο Τόνι έκανε νόημα στον εκπαιδευτή με το σκύλο. Το σκυλί άρχισε να γαυγίζει μανιασμένα λίγα εκατοστά από το (κουκουλωμένο) πρόσωπο του. Αμέσως μετά, μια σκούρα μουτζούρα εμφανίστηκε στον κάβαλο του Τζαφάρ Αλί Αμπντούλ Νάσερ, η οποία μεγάλωνε. Και έσταζε.
Μετά τη λοιδορία και λίγες ακόμα φωνές, ο Τόνι τον ρώτησε: «Ποιο είναι το αληθινό σου όνομα;»
«Τζαφάρ Αλί Αμπντούλ Νάσερ», είπε ο ντροπιασμένος νεαρός.
Στη συνέχεια ο Τζαφάρ πέρασε στα χέρια των Ειδικών Δυνάμεων, στους οποίους αποκάλυψε πως έχει λάβει μέρος στην εξέγερση, ξέρει ποιοι είναι οι τοπικοί ηγέτες, αλλά πως το όνομά του αλήθεια είναι Τζαφάρ Αλί Αμπντούλ Νάσερ.
Την επόμενη μέρα, εξαιτίας κάποιου διαδικαστικού λάθους, ο Τζαφάρ αφέθηκε ελεύθερος, και χάθηκε στους δρόμους της Μοσούλης.
—
“Είχα αρχίσει να έχω προβλήματα με τον ύπνο. Ακόμα και μετά από εξουθενωτικές μέρες 12ωρης ανάκρισης τεσσάρων ή πέντε κρατουμένων, δεν μπορούσα να κάνω το μυαλό μου να ξεκουραστεί. Έπρεπε να αναγνωρίσω πως η αιτία ήταν οι τύψεις, οι καταπιεσμένες μου ηθικές αξίες που προσπαθούσαν να ακουστούν απ’ την κρυψώνα που του τις είχα κλειδώσει. Μετά ήρθε το συμβάν με τον Χαλίντ –το νεαρό βοσκό που είχαν πιάσει επειδή πίστευαν πως πυροβόλησε Αμερικανούς κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Η στιγμιαία σκέψη να του κάνω κακό, να του κόψω τα δάχτυλα, ας πούμε, με σόκαρε, με ξύπνησε, έκανε τις τύψεις να έρθουν στην επιφάνεια. Αναγνώρισα την κλιμάκωση της βίας που είχα ασκήσει τους τελευταίους μήνες, και οι ενοχές ήρθαν, αργά, μα σταθερά. Μέσα σε λίγες μέρες, ήταν αφόρητες. Και μετά, είδα τις εικόνες από το Αμπού Γκράιμπ”.
—
Το Μάιο του 2004, ο Τόνι επέστρεψε στο Αμπού Γκράιμπ. Το μέρος ήταν διαφορετικό, μουδιασμένο μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου, αλλά και ο Τόνι ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Η Μοσούλη του έδειξε πόσο χαμηλά μπορούσε να πέσει ηθικά –οι φωτογραφίες των βασανιστηρίων στο Αμπού Γκράιμπ και οι έρευνες που ακολούθησαν υπογράμμισαν τα συμπεράσματά του. Εκμεταλλευόμενος μια γραφειοκρατική ασυνεννοησία που καθυστέρησε την επόμενη μετάθεσή του, περνούσε τις μέρες του σε ταράτσες, γωνίες και άλλες κρυψώνες, πίνοντας το αλκοόλ που του είχαν στείλει οι φίλοι του σε μπουκαλάκια στοματικού διαλύματος ή εμφιαλωμένου νερού, και με βιβλία. Και μετά από δυο εβδομάδες ξεκούρασης και ανήσυχου ύπνου, ήρθε η πρώτη άδεια, και η πρώτη επιστροφή στις ΗΠΑ.
—
“Τους έβλεπα να συνεχίζουν τις ζωές τους σαν να μην συνέβη τίποτα. Να μπαίνουν στα θηριώδη SUV τους με τα κίτρινα αυτοκόλλητα που γράφουν «στηρίζουμε τα στρατεύματα». Να κουβεντιάζουν περισσότερο για το American Idol παρά για τις εκλογές. Δεν ξέρουν τίποτα. Δεν έχουν ιδέα. Με αποκαλούν ήρωα, με ευχαριστούν. Μετά με ρωτούν αν έχω σκοτώσει κανένα Ιρακινό”.
—
Ο Τόνι επέστρεψε στο Αμπού Γκράιμπ και αμέσως έφυγε για τη βάση Αλ-Ασάντ, όπου πέρασε τρεις εβδομάδες με τους πεζοναύτες που έκαναν έρευνες στο πεδίο. Μετά πέρασε μερικές άνετες μέρες στο Καμπ Σλέιερ, μια βάση σε ένα από τα παλιά παλάτια του Σαντάμ, που δεν είχε κρατούμενους ή δουλειά, αλλά είχε μια τεχνητή λίμνη όπου μπορούσες να ψαρέψεις. Το Σεπτέμβριο μετατέθηκε σε ένα στρατόπεδο στην καρδιά του Ιράκ, μερικά χιλιόμετρα νότια της Βαγδάτης, στην επαρχία Μπάμπιλ, την τοποθεσία της Αρχαίας Βαβυλώνας.
Η βάση βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο, μακριά από πόλεις, αλλά κοντά στην Εθνική Οδό που ένωνε τη Βαγδάτη με τη Νατζάφ στο νότο. Το πρόσταγμα εδώ το είχαν οι πεζοναύτες, και η πρακτική που ακολουθούσαν ήταν αρκετά διαφορετική: Έκαναν τις συλλήψεις στο πεδίο, και έκαναν τις δικές τους πρώτες ανακρίσεις εκεί, επί τόπου. Μετά, τους έφερναν στους ανακριτές του στρατού για τα περαιτέρω. Ο Τόνι γρήγορα διαπίστωσε πως και εδώ υπήρχε το ίδιο πρόβλημα με τη Μοσούλη.
«Το 98% των συλληφθέντων που μας έρχονταν ήταν αθώοι», μου είπε. «Δεν είχαν κάνει τίποτα. Έναν τύπο τον έπιασαν με ένα φτυάρι και ένα κινητό, και επειδή κάποιος μπορεί με ένα φτυάρι να σκάψει για να θάψει μια βόμβα, και με το κινητό να την πυροδοτήσει, μου τον έφεραν ως πιθανό τρομοκράτη. Βέβαια δεν είχε βόμβα ή εκρηκτικά στο αυτοκίνητό του, μόνο το φτυάρι. Αλλά μου τον έφεραν, κι εγώ έπρεπε να τον ανακρίνω τρεις φορές. Έγραψα με λεπτομέρειες γιατί είχε το κινητό, ποια δουλειά πήγαινε να κάνει, τι μου είπε το αφεντικό του που του τηλεφώνησα από το συγκεκριμένο κινητό, όλη την αλήθεια. Δεν είχε καμία σημασία. Το μόνο τους ενδιέφερε ήταν να στέλνουν μεγάλο αριθμό «τρομοκρατών» στο Αμπού Γκράιμπ».
Το θέμα πήρε διαστάσεις όταν ακόμα και αξιωματικοί από το Αμπού Γκράιμπ άρχισαν να διαμαρτύρονται για τους φυλακισμένους που τους έστελνε η Μπάμπιλ. Ο αρμόδιος συνταγματάρχης τότε έβγαλε μια διαταγή που έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του Τόνι και των συναδέλφων του εκεί:
«Όποιος μπαίνει σ’ αυτή τη φυλακή είναι ένοχος», έλεγε, «και η μόνη περίπτωση να τον αφήσω να φύγει είναι συντριπτικές αποδείξεις αθωότητας». Ακόμα και οι Ιρακινοί αστυνομικοί της περιοχής σχολίαζαν αρνητικά αυτή την Αμερικανική βερσιόν δικαιοσύνης, κατάπληκτοι.
Στη Μπάμπιλ, πάντως, δεν υπήρχε ντισκοτέκ και δεν υπήρχαν «στάσεις πίεσης» και υποθερμία ή σκυλιά. Υπήρχαν όμως οι πεζοναύτες, οι οποίοι στο πεδίο φέρονταν όπως ήθελαν στους Ιρακινούς που συλλάμβαναν.
«Εκεί είδα τα χειρότερα πράγματα ολόκληρης της θητείας μου», θυμάται ο Τόνι. «Είδα τη χειρότερη κακομεταχείριση κρατούμενων που μπορεί να φανταστεί κανείς. Τους βασάνιζαν επί τόπου, έσπαγαν κόκαλα, τους έβαζαν φωτιά. Ασκούσαν φυσική βία πάνω τους. Μου έρχονταν διαρκώς κρατούμενοι με μελανιές και σπασμένα μέλη. Ένας πεζοναύτης διέλυσε το πόδι ενός κρατούμενου με το πίσω μέρος ενός τσεκουριού».
Και ξαφνικά, μέσα σ’ αυτό το νοσηρό κλίμα, επιτέλους, εμφανίστηκε και μια ευκαιρία για κάτι καλό.
—
Μετά από έξι εβδομάδες άκαρπων ανακρίσεων, οι επιτελείς του στρατοπέδου συγκέντρωσαν ολόκληρη τη δύναμη για μια παρουσίαση σχετικά με μια βάση τρομοκρατών στην περιοχή που οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν εδώ και καιρό. Τα στοιχεία ήταν εντυπωσιακά: Εναέριες φωτογραφίες και βίντεο ενός συγκροτήματος κτιρίων, στις οποίες ήταν εμφανείς οι άνθρωποι που κουβαλούσαν όπλα. Αυτοκίνητα που μπαινόβγαιναν στο συγκρότημα. Υπήρχε ένα συγκεκριμένο αυτοκίνητο που, όπως έδειχνε το σχετικό βίντεο, προχωρούσε προς την κοντινή πόλη, πάντα προς το ίδιο μικρό σπίτι, όπου ο οδηγός του συναντιόταν με άλλους.
«Μας είπαν πως ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είχε επαφές με κάποιον άλλο που είχαν δει να μπαινοβγαίνει στο στρατόπεδο, πιο σπάνια», θυμάται ο Τόνι. «Ο ίδιος άνθρωπος είχε στην ιδιοκτησία του και μια έκταση που κάποτε ανήκε σε ένα γνωστό ηγέτη της εξέγερσης».
Το υλικό ήταν πλήρες, τεκμηριωμένο, και οδηγούσε σε ένα συγκεκριμένο στόχο. Οι πεζοναύτες ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν το στρατόπεδο, το συγκεκριμένο σπίτι κι άλλο ένα σπίτι. Ήταν η πρώτη φορά που ο Τόνι έβλεπε τόσο καλή δουλειά. Και άρχισε να ενθουσιάζεται. Η ελπίδα ότι, επιτέλους, μετά από εννιά μήνες, θα έκανε κάτι ουσιαστικό, αναζωπυρώθηκε.
Λίγες ώρες αργότερα, περασμένα μεσάνυχτα, οι πεζοναύτες έφεραν τους κρατούμενους σε κακά χάλια. Κάποιοι είχαν μόνο μώλωπες, κάποιοι σπασμένα πλευρά. Ο Τόνι άρχισε να δουλεύει με τους κατοίκους του ενός από τα δύο σπίτια που είχαν χτυπήσει, μια ομάδα που αποτελείτο, όπως αποδείχτηκε, από μια επταμελή οικογένεια και έναν φιλοξενούμενό τους.
Οι ανακριτές επικεντρώθηκαν στον πατέρα της οικογένειας, έναν άνδρα που λεγόταν Γκανίμ. Ο Τόνι αμέσως κατάλαβε πως πρόκειται για σοβαρό, μορφωμένο άνθρωπο.
«Πηγαίνεις στη στρατιωτική εγκατάσταση στα βόρεια της πόλης», τον ρωτούσε.
«Όχι, όχι!» έλεγε αυτός. «Ποτέ δεν πάμε εκεί. Ξέρουμε ότι κάποιοι πηγαίνουν, αλλά εμείς δεν πάμε ποτέ».
Ο Τόνι τον άφησε, και πήγε στα παιδιά του.
«Όχι», είπαν κι αυτά. «Ο πατέρας μας έχει πει να μην πηγαίνουμε εκεί».
Πίσω στον Γκανίμ, ο Τόνι άρχισε να «ψαρεύει» άδεια για να πιάσει γεμάτα:
«Τι συμβαίνει εκεί; Τι γίνεται μέσα στην εγκατάσταση;»
«Κάποιοι πάνε εκεί για να κλέψουν. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ».
Τότε ο Τόνι κατάλαβε πως ο Γκανίμ και τα παιδιά του αναφέρονταν στην Κακάα, την Ιρακινή βάση που είχε γίνει διάσημη, γιατί από εκεί είχαν κλέψει πολλά όπλα οι αντάρτες.
«Όχι αυτό το στρατόπεδο», επέμεινε ο Τόνι. «Το άλλο». Και εξήγησε στον Γκανίμ πού βρίσκεται το συγκρότημα που είχε δει στο βίντεο. Ο Γκανίμ κατάλαβε.
«Α ναι! Ναι ναι!» απάντησε. «Πηγαίνω εκεί συχνά. Μερικές φορές για να παραδώσω λεφτά, μερικές άλλες φορές για να μεταφέρω εργάτες».
«Αυτή είναι η δουλειά σου;»
«Ναι».
«Για ποιον δουλεύεις;»
«Για το Υπουργείο Πετρελαίου».
Ουπς.
Μέσα σε λίγα λεπτά, οι ανακριτές κατάλαβαν τι είχε συμβεί –και ήταν αδιανόητο. Το «στρατόπεδο εκπαίδευσης τρομοκρατών» ήταν το Υπουργείο Πετρελαίου του Ιράκ. Οι οπλισμένοι «αντάρτες» ήταν το προσωπικό ασφάλειας της εγκατάστασης. Και ο Γκανίμ ήταν ένας ευγενικός μεσήλικας που πάσχιζε να μεγαλώσει την οικογένειά του, δεν είχε κάνει ποτέ κακό σε κανέναν και ούτε καν αντιπαθούσε τους Αμερικανούς.
Ο Τόνι και οι συνάδελφοί του μάζεψαν το υλικό, και έκαναν την αναφορά τους. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα να κάνει η διοίκηση του στρατοπέδου, δηλαδή των πεζοναυτών, ήταν να πάρει ένα τηλέφωνο στο Υπουργείο Πετρελαίου για να επιβεβαιώσουν ότι αυτοί οι εργάτες ήταν δικοί τους.
«Θυμάμαι ακόμα πώς ένιωσα όταν ο ανθυπασπιστής στον οποίο αναφερόμασταν μου είπε πως μετέφερε τις πληροφορίες στους ανωτέρους, και πως δεν θα έπαιρναν αυτό το τηλέφωνο. Ένιωσα απόγνωση. Οργή και ντροπή ταυτόχρονα».
Ακολούθησε ένα όργιο διαβουλεύσεων μέχρι να βρεθεί μια λύση. Οι πεζοναύτες ήθελαν να κερδίσουν χρόνο για να βρουν έναν αποτελεσματικό τρόπο να διαχειριστούν το φιάσκο, και γι’ αυτό έστελναν τους ανακριτές να συνεχίσουν τις ανακρίσεις, για να «μάθουν ό,τι μπορούν» από τους υπαλλήλους ασφαλείας του Υπουργείου Πετρελαίου. Η διαδικασία πήρε αρκετές μέρες, και θα έπαιρνε ακόμα περισσότερες αν το ίδιο το Υπουργείο Πετρελαίου δεν έψαχνε τους υπαλλήλους που είχαν εξαφανιστεί. Αυτές τις μέρες ο Τόνι, μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, γνώρισε καλύτερα τους κρατούμενους, και δέθηκε πολύ μαζί τους.
«Ο Γκανίμ ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος» μου λέει. «Και η οικογένειά του ήταν υπέροχη. Τους αγάπησα αυτούς τους ανθρώπους. Θυμάμαι να του λέω στη φυλακή ότι μπορώ να βοηθήσω την οικογένειά του, να εξασφαλίσω την απελευθέρωση των γιων του, αλλά ότι τον ίδιο μάλλον θα τον έστελναν στο Αμπου Γκράιμπ, και με ευχαρίστησε. «Μόνο αυτό θέλω», μου είπε. Ήταν ένας αληθινά καλός άνθρωπος, και τον ταλαιπωρήσαμε αφάνταστα».
Τελικά ο Γκανίμ και η οικογένειά του, ταλαιπωρημένοι και τραυματισμένοι, γλίτωσαν το Αμπού Γκράιμπ και επέστρεψαν στα σπίτια τους, όταν ένας Αμερικανός που δούλευε στο Υπουργείο Πετρελαίου πήρε τηλέφωνο και διαμαρτυρήθηκε έντονα.
—
Η τελευταία εικόνα του Τόνι Λαγκουράνη από το Ιράκ ήταν τα πτώματα. Ένα βουνό από πτώματα. Από το λόχο του ζητούσαν κάποιον με «γερό στομάχι» για μια ειδική αποστολή, και ο Τόνι προσφέρθηκε χωρίς να ξέρει ακριβώς ποια ήταν αυτή η αποστολή.
Ο Αμερικανικός στρατός είχε μόλις χτυπήσει λυσσαλέα τη Φαλούτζα, αφήνοντας πίσω καταστροφή, συντρίμμια και πολλούς νεκρούς. Τόσο πολλούς νεκρούς, που κανείς δεν ήξερε αν η εξέγερση είχε χτυπηθεί, και ποιοι είχαν πεθάνει. Αυτή ήταν η αποστολή: Να πάνε σε μια αποθήκη γεμάτη με 500 πτώματα, και να προσπαθήσουν να τα αναγνωρίσουν. Έψαχναν κάποιον που να ξέρει Αραβικά, για να μπορεί να διαβάσει τις ταυτότητες.
«Η δουλειά μου, ουσιαστικά, ήταν να ψάξω τα ρούχα και τις τσέπες 500 πτωμάτων», θυμάται. «Μαζεύαμε τα πτώματα από τους δρόμους, κι εγώ έπρεπε να ψάξω τα πράγματά τους για να βρεθεί η ταυτότητά τους. Ήταν μια φρικτή εμπειρία. Τα πτώματα ήταν παρατημένα στους δρόμους για μέρες –ακόμα και δέκα μέρες πριν τα μαζέψουμε. Τους είχαν φάει τα σκυλιά και τα πουλιά. Το Υπουργείο Αμύνης μας είχε στείλει ψηφιακό εξοπλισμό για να πάρουμε τα δακτυλικά τους αποτυπώματα ή να φωτογραφίσουμε την ίριδα, αλλά κάποιοι δεν είχαν ούτε χέρια ούτε μάτια. Τα είχαν φάει τα σκουλήκια».
Και, φυσικά, μόνο ένας στους πέντε Ιρακινούς είχε πάνω του οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να υπονοήσει πως είναι πολεμιστής. Οι υπόλοιποι ήταν γυναίκες, έφηβοι, παιδιά, γέροι. Με την εικόνα των άδειων κουφαριών τους στο μυαλό, ο Τόνι άφησε πίσω του το Ιράκ για πάντα.
Ένα κομμάτι, όμως το κουβαλούσε μέσα του.
—
“Είναι εύκολο να κάνεις κάποιον να ομολογήσει. Το πρόβλημα είναι ότι, αφού τον ταλαιπωρήσεις αρκετά, θα σου πει ό,τι νομίζει πως θέλεις να ακούσεις. Αν τον ρωτήσεις αν σκότωσε τον Κένεντι, θα σου πει «ναι, φυσικά». Αυτό είναι ψέμα. Και δεν είναι καθόλου χρήσιμο. Ο ανακριτής πρέπει να μαζεύει πληροφορίες από αυτόν που τις έχει, κι αυτό γίνεται μόνο με συζήτηση. Αν τον βασανίσεις, δεν παίρνεις πληροφορίες. Παίρνεις μια ομολογία, ένα ναι ή ένα όχι. Επίσης, όταν προσπαθείς να αποσπάσεις πληροφορίες από κάποιον, πρέπει να βοηθάς τη μνήμη του. Με τα βασανιστήρια ο κρατούμενος πιέζεται, μπερδεύεται, η σκέψη του χάνει τη συνοχή της. Δεν μπορεί να σε βοηθήσει όταν τον φέρνεις σε τέτοια κατάσταση.
Ο τρόπος να αποκτήσεις καλές πληροφορίες, είναι να χτίσεις μια σχέση με τον κρατούμενο. Οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν, η επικοινωνία είναι φυσική τους ανάγκη. Απλά πρέπει να τους ακούς και να τους κάνεις τις σωστές ερωτήσεις. Όπως ένας δημοσιογράφος.
Ανέκρινα περίπου 400 υπόπτους στο Ιράκ. Πήρα χρήσιμες πληροφορίες το πολύ από δέκα”.
—
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν όταν έσβηναν τα φώτα. Στις σκιές του υπνοδωματίου του άλλοτε έβλεπε νυχτερίδες, άλλοτε μιλιούνια κατσαρίδες, άλλοτε ιπτάμενες μέδουσες. Στα αυτιά του κάθε λευκός ήχος (το air condition, ας πούμε, ή το ψυγείο) ακουγόταν σαν εκκωφαντική μουσική. Ένιωθε ναυτίες, τρέμουλο, κρίσεις πανικού. Είχε αϋπνίες. Όταν κοιμόταν, έβλεπε εφιάλτες.
Τα προβλήματα είχαν σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή του στο Σικάγο. Ήταν από τις πρώτες μέρες κιόλας νευρικός, ένιωθε ένα διαρκές άγχος. Οι γιατροί του στρατού του χορήγησαν δυο φάρμακα (όπως έμαθε αργότερα, πολύ εθιστικά) και στη συνέχεια άλλα τέσσερα, για να κατευνάσουν τις παρενέργειες των πρώτων. Η ψυχίατρος του στρατού συμπέρανε πως ο Τόνι έπασχε από μια διαταραχή προσαρμογής, και πως έπρεπε να απομακρυνθεί από τον παράγοντα που του ασκεί πίεση –τον στρατό. Μέσα σε έξι μήνες θα ήταν περδίκι, αλλά έπρεπε να φύγει από τον στρατό. Τον Ιούλιο του 2005 αποτάχθηκε με τιμές. Θα περνούσαν αρκετοί μήνες μέχρι να υποχωρήσουν τα συμπτώματα και να επιστρέψει σε μια φυσιολογική ζωή. Αυτό που τον κινούσε αυτούς τους μήνες, ήταν το βιβλίο του, και οι συνεντεύξεις, στις οποίες μιλούσε για τις εμπειρίες του στο Ιράκ. Είναι πολύ πιθανό αυτή εδώ να είναι η τελευταία.
Καθώς η κουβέντα μας τελειώνει, τον ρωτάω αν κατήγγειλε συγκεκριμένα τα βασανιστήρια και την κακομεταχείριση κρατουμένων που είδε στους σταθμούς της θητείας του.
Λέει:
«Έγραψα επτά αναφορές για τις κακοποιήσεις που έβλεπα, για επτά διαφορετικές περιπτώσεις. Ιδέα δεν έχω τι απέγιναν. Τις αναφορές τις έδινα στον προϊστάμενό μου ο οποίος τις προωθούσε στην ιεραρχία. Αν είχε γίνει κάποια έρευνα για αυτά τα περιστατικά, κάποιος θα με είχε καλέσει να καταθέσω. Δεν με κάλεσε κανείς, ποτέ. Μετά την απομάκρυνσή μου από το στρατό, κι αφού έγραψα το βιβλίο, κάποιος από τις Εσωτερικές Υποθέσεις ήρθε και μου μίλησε. Με ρώτησε γιατί δεν είχα καταθέσει καμία αναφορά για όσα κατάγγειλα στο βιβλίο. Του απάντησα πως είχα καταθέσει, επτά. Δεν υπήρχε κανένα αρχείο από αυτές. Δεν είχαν φτάσει στις Εσωτερικές Υποθέσεις. Δεν είχε γίνει τίποτα».
Τον ρωτάω να μου πει μια ιστορία κατά την οποία έπιασαν κάποιον, τον ανέκριναν ανθρώπινα, έμαθαν πληροφορίες, τις προώθησαν στο πεδίο, κάποιοι τις χρησιμοποίησαν και υπήρξε αποτέλεσμα. Μια περίπτωση στην οποία όλα δούλεψαν σωστά.
Σκέφτεται λίγο.
«Δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε φορά που πιάσαμε κάποιον που είχε πληροφορίες, τις πήραμε, τις επεξεργαστήκαμε, και εφαρμόστηκαν. Ούτε μια φορά».
Σήμερα, ο Τόνι Λαγκουράνης είναι πορτιέρης στο μπαρ California Clipper στο Σικάγο. Δεν βλέπει πια εφιάλτες.