Που Πήγαν Τα Παιδιά Των Φαναριών;

fanaria

{τα ονόματα των ανηλίκων δεν είναι τα πραγματικά. }

Δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι. Ήταν μια ασυνήθιστη μέρα, πολύ δύσκολη, με λίγο κόσμο που περνούσε βιαστικά χωρίς να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Ο Αρτούρ μέτραγε τα ψιλά που είχε μαζέψει στη μικρή του παλάμη – ούτε που πλησίαζαν τα 25 ευρώ. Σουρούπωνε τώρα και θα έπρεπε να γυρίσει σπίτι, αλλά δεν ήθελε, γιατί ήξερε τι θα συναντούσε εκεί. Το αφεντικό θύμωνε πολύ όταν δεν του έφερναν το προκαθορισμένο ποσό.

Σε μια καφετέρια στην πλατεία Εξαρχείων κάθονταν εκείνες οι γυναίκες. Τις είχε ξαναδεί, του είχαν μιλήσει ξανά, τον είχαν ρωτήσει πόσο καιρό ζει στην Ελλάδα, πού μένει, που είναι η οικογένειά του. Τους είχε πει αυτά που τον είχε δασκαλέψει το αφεντικό («Mένω εδώ πολλά χρόνια με την οικογένειά μου») και μετά είχε φύγει. Aπό τότε τις απέφευγε, γιατί δεν ήξερε τι θέλουν από αυτόν.

Τώρα όμως η νύχτα έπεφτε και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να γυρίσει με τόσα απούλητα χαρτομάντιλα, με τόσο λίγα κέρματα στην τσέπη. Οι γυναίκες τον κοίταζαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, τις πλησίασε και τους είπε:

«Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Ελλάδα έζησε μια πολύ μεγάλη αλλαγή: η Ελλάδα, από μικρή και φτωχή, σταθερά και γρήγορα μετατρεπόταν σε ευρωπαϊκή, πλουσιότερη χώρα. Οι συνέπειες αυτής της αλλαγής ήταν πολλές και δεν μπορούσαμε εύκολα να τις παρακολουθήσουμε όλες. Ξυπνούσαμε κάθε πρωί, και όλο και κάτι καινούριο βλέπαμε – περισσότερα αυτοκίνητα στους δρόμους, έργα, αλλοδαπούς εργάτες στις οικοδομές. Θυμάστε την πρώτη φορά που σταματήσατε σε φανάρι και σας πλησίασε ένα πιτσιρίκι ζητιανεύοντας;

Τότε ήταν που η Ελλάδα έγινε δυτική χώρα.

Από το 1993 μέχρι το 1999 στην Αθήνα συλλαμβάνονταν κατά μέσο όρο 300 παιδιά το χρόνο για επαιτεία – το 90% από τα οποία προέρχονταν από την Αλβανία. Ποια ήταν αυτά τα παιδιά; Ποιος τα έφερνε στη χώρα μας; Ποιος τα εκμεταλλευόταν; Στα τέλη της δεκαετίας το πρόβλημα είχε γίνει πολύ σοβαρό – τα παιδιά των φαναριών ήταν παντού και η αστυνομία δεν ήξερε τι να τα κάνει, γιατί δεν μπορείς να συλλάβεις παιδάκια και δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο από το κράτος.

Στις 24 Νοεμβρίου του 1998, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Φίλιππος Πετσάλνικος μαζί με τον υφυπουργό Υγείας και Πρόνοιας Θ. Κοτσώνη ανακοίνωσαν σε κοινή συνέντευξη Tύπου ότι έπειτα από πολύμηνη συνεργασία των δύο υπουργείων είχε καταρτιστεί ειδικό πρόγραμμα με στόχο τη συγκέντρωση και φροντίδα των παιδιών των φαναριών σε ιδρύματα του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας και την εξάρθρωση των κυκλωμάτων εκμετάλλευσής τους. Το όνομά του θα ήταν «Προστασία και Kοινωνική Φροντίδα των Παιδιών στο Δρόμο». Ο Θ. Kοτσώνης δήλωσε στα «Νέα»: «Δεν μπορούμε να τα στείλουμε στη φυλακή ούτε να τα απελάσουμε, όταν γνωρίζουμε ότι από την άλλη μεριά των συνόρων δεν υπάρχει τίποτα. Στόχος μας είναι να γυρίσουν στις οικογένειές τους, γιατί και η χειρότερη οικογένεια είναι καλύτερη από το καλύτερο ίδρυμα. Το πρόγραμμα αυτό θα εφαρμοστεί δοκιμαστικά σε 70-80 παιδιά και στη συνέχεια θα επεκταθεί σε όλα τα παιδιά των φαναριών, που υπολογίζονται σε 3.000».

Τα δημοσιεύματα που ακολούθησαν την έναρξη του προγράμματος ήταν γεμάτα ενθουσιώδη κλισέ: «ομπρέλα ανθρωπιάς», «φανάρι ζεστασιάς», «τα παιδιά των φαναριών ζητούν ελπίδα».

Μετά, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά.

Τον Ιανουάριο του 2003, η διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση (MKO) Terre des Hommes δημοσίευσε μια έκθεση με τίτλο «The Trafficking of Albanian Children in Greece». Περιλάμβανε στοιχεία για τον τρόπο λειτουργίας των κυκλωμάτων («αλβανική μαφία» τα αποκαλούσε), που παίρνουν τα παιδιά από τις οικογένειές τους στην Αλβανία, στις οποίες υπόσχονται ότι θα στέλνουν λεφτά. Στο κείμενο υπήρχαν ιστορίες παιδιών που είχαν συγκεντρωθεί από ελληνικές και αλβανικές ΜΚΟ.

«Ο Μάριο απήχθη στα Τίρανα όταν ήταν 9 χρονών» έλεγε μία από τις ιστορίες. «Στην Αθήνα τον ανάγκαζαν να ζητιανεύει και να κάνει μικροκλοπές 14 ώρες την ημέρα. Η αστυνομία τον μάζεψε τρεις φορές και τον πήγε σε ένα ίδρυμα, από όπου τον πήραν τα αφεντικά του δύο φορές. Την τρίτη φορά κανείς δεν ήρθε να τον πάρει και ο Μάριο αποφάσισε να μείνει. Τώρα είναι 14 και δεν θέλει να γυρίσει στην Αλβανία, γιατί φοβάται ότι θα ξανασυναντήσει το αφεντικό του. Μιλά συχνά με τη μαμά του στο τηλέφωνο».

Μια άλλη ιστορία: «Ο Ναΐμ, 14 ετών, λέει ότι δεν θυμάται πόσες φορές τον έχουν στείλει να ζητιανέψει στην Ελλάδα από τότε που ήταν 6. Σήμερα τα παλιά του αφεντικά είναι τα πρότυπά του. Τον ενθαρρύνουν να περνά τα σύνορα μεταφέροντας μαριχουάνα».

Σύμφωνα με την έκθεση, τα παιδιά που δούλευαν στους δρόμους των ελληνικών πόλεων έβγαζαν 30-50 ευρώ τη μέρα και τα έδιναν στο αφεντικό, το οποίο σπάνια έστελνε λίγα λεφτά στους γονείς. Μια έκθεση που έφτασε στην Terre des Hommes από τη Θεσσαλονίκη έλεγε: «Το αγόρι είναι 13 ετών. Έχει σοβαρή αναπηρία και στα δύο χέρια. Εξαιτίας της μπορεί να βγάλει 200 ευρώ σε ένα σαββατοκύριακο».

Και να τι δήλωσε ένα από τα αφεντικά τον Αύγουστο του 2001: «Όλη μου τη ζωή δεν έχω δουλέψει ποτέ. Έχω εμπειρία σ’ αυτό τον τομέα (σ.σ.: εμπορία παιδιών). Στην Ελλάδα, ο μόνος τρόπος να επιζήσει ένας τεμπέλης όπως εγώ είναι να βάλει τα παιδιά να δουλέψουν, είτε τα δικά του είτε άλλα. Έχω βάλει παιδιά να ζητιανέψουν στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Πάντα διαλέγω παιδιά από οικογένειες που ξέρω καλά».

Η έκθεση της Terre des Hommes αποκάλυπτε ανάγλυφα το πρόβλημα, αλλά το πιο σοκαριστικό κομμάτι της ερχόταν προς το τέλος.

Σύμφωνα με στοιχεία που είχαν ήδη δημοσιευτεί, από το 1998 μέχρι το 2001, 644 παιδιά των φαναριών είχαν φιλοξενηθεί στο ίδρυμα Αγία Βαρβάρα στην Αθήνα, στο πλαίσιο του προγράμματος «Προστασία και Kοινωνική Φροντίδα των Παιδιών στο Δρόμο». Από αυτά, τα 487 είχαν «εξαφανιστεί». Η Terre des Hommes κατήγγειλε: «Τα αφεντικά ψάχνουν τους προστατευόμενούς τους στα ιδρύματα. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες δίνουν μέχρι και 500 ευρώ στους υπαλλήλους για να πάρουν πίσω τα παιδιά».

Το Ίδρυμα Αγία Βαρβάρα είναι ένα μεγάλο, πανέμορφο νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στη Νέα Σμύρνη, πάνω στη Λεωφόρο Συγγρού. Πιθανότατα το έχετε δει ανεβαίνοντας προς Αθήνα, στο δεξί σας χέρι. Ίσως φανταστήκατε ότι είναι ερειπωμένο.

Σοβάδες έχουν πέσει από την εντυπωσιακή του πρόσοψη, ο ψηλός πέτρινος φράκτης που το περιτριγυρίζει είναι φθαρμένος, το γύρω πάρκο παραμελημένο, ακόμα και η ταμπέλα του είναι ξεβαμμένη, πράγμα που δικαιολογεί τους εργαζόμενους στα γύρω κτίρια, που δεν είχαν ιδέα ότι αυτό είναι ίδρυμα. Υπάρχουν κάποια σιδερένια κουβούκλια στο μπροστινό μέρος και μια πόρτα στο πάρκινγκ πίσω, αλλά το μέρος δεν είναι κανένα φρούριο. Δεν θα ήταν δύσκολο για ένα σκληροτράχηλο παιδάκι να αποδράσει από εκεί. Τη μέρα που το επισκέφθηκα, δύο πιτσιρίκια έπαιζαν στο τσιμεντένιο γήπεδο μπάσκετ – το ένα έκανε βόλτες με ένα ποδηλατάκι και το άλλο έτρεχε από πίσω σέρνοντας μια ξεδοντιασμένη τσουγκράνα. Μια κυρία τα παρακολουθούσε.

Το ίδρυμα Αγία Βαρβάρα άρχισε να λειτουργεί το Μάιο του 1949 στη Γλυφάδα ως επαγγελματική σχολή, με σκοπό να βοηθήσει νεαρά απροστάτευτα κορίτσια να μάθουν ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Το 1951 προστέθηκαν μαθήματα οικοκυρικών και μετονομάστηκε σε Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή Αγία Βαρβάρα. Το ίδιο έτος μεταφέρθηκε στο κτίριο της Συγγρού, το οποίο μέχρι τότε φιλοξενούσε το Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο.

Όταν ξεκίνησε το «Πρόγραμμα των Φαναριών», στο Αγία Βαρβάρα διέμεναν περίπου 20 κορίτσια. Υπήρχε χώρος στο κτίριο (που είναι συνολικής έκτασης 3.000 τ.μ.), αλλά όχι υποδομές, ούτε το απαραίτητο προσωπικό. Η ακαταλληλότητα του κτιρίου ήταν η αρχή της αποτυχίας του προγράμματος. Η δημοσίευση της έκθεσης της Terre des Hommes από τη βρετανική εφημερίδα «Independent» έγινε ο καταλύτης για μια σειρά αντιδράσεων. Ο Αλβανός Συνήγορος του Πολίτη έστειλε αμέσως (30 Ιανουαρίου 2003) υπόμνημα στον Έλληνα ομόλογό του ζητώντας πληροφορίες για την υπόθεση. Ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ, μια άλλη ΜΚΟ), Παναγιώτης Δημητράς, κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου για την εξαφάνιση των παιδιών το Μάιο του 2004, ενώ ο ΟΗΕ με επίσημο έγγραφο τον περασμένο Δεκέμβριο ζήτησε εξηγήσεις από την ελληνική κυβέρνηση.

«Τα άτομα κάτω των 18 ετών πρέπει να είναι χρεωμένα σε κάποιον» μου είπε ο Θοδωρής Αλεξανδρίδης από το ΕΠΣΕ. «Ο εισαγγελέας πρέπει να αναλαμβάνει την επιμέλεια, να δίνει την εντολή να μεταφερθούν στο τάδε ίδρυμα και να έχει την ευθύνη τους. Αυτή η διαδικασία έγινε τελείως αυθαίρετα. Κανείς δεν είχε την ευθύνη. Ήταν σαν παιδομάζωμα».

Τον καιρό που άρχισε η κατακραυγή και η «Eξαφάνιση 500 παιδιών από την Αγία Βαρβάρα» εμφανίστηκε στους τίτλους των εφημερίδων, το πρόγραμμα του υπουργείου είχε ήδη πέσει σε αχρηστία, καθώς τα παιδιά των φαναριών είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τα ελληνικά σταυροδρόμια. Οι ΜΚΟ και ο ΟΗΕ, όμως, ζητούσαν απαντήσεις. Γιατί απέτυχε το πρόγραμμα; Και τι είχαν απογίνει τα 500 παιδιά;

H απάντηση του Έλληνα Συνήγορου του Πολίτη στο υπόμνημα του Αλβανού ομολόγου του ήρθε το Μάρτιο του 2004. Ήταν μία εκτενής έρευνα πάνω στο πρόγραμμα «Προστασία και Kοινωνική Φροντίδα των Παιδιών στο Δρόμο», ένα χρονικό της εκτέλεσής του και της αναπόφευκτης αποτυχίας του. Στη σελίδα 5 του πορίσματος υπάρχει το εξής εντυπωσιακό: «Από την έρευνα δεν στάθηκε δυνατό να εντοπιστεί κάποιο κείμενο αναλυτικής περιγραφής του προγράμματος στο υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, στα κεντρικά γραφεία του Εθνικού Οργανισμού Κοινωνικής Φροντίδας ή στο ίδρυμα Αγία Βαρβάρα».

Πράγματι, πέρα από την εισηγητική πρόταση δεν υπήρχε πουθενά κανένα έγγραφο που να περιγράφει το πρόγραμμα. Ακόμα δεν υπήρχε αρχικός προϋπολογισμός, ούτε πρόβλεψη για την έγκριση κονδυλίων. Το πρόγραμμα, προφανώς, δεν θα είχε καθόλου επιπλέον έξοδα. Σύμφωνα με το σχεδιασμό, το Αγία Βαρβάρα θα φιλοξενούσε μέχρι 50 παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών, ενώ ο Ξενώνας Φροντίδας Παιδιών στο Παλαιό Φάληρο 25-30. Ο ξενώνας τελικά δεν εντάχθηκε ποτέ στο πρόγραμμα, ενώ το Αγία Βαρβάρα δεν είχε ούτε τις υποδομές ούτε το προσωπικό για να δεχτεί τόσα παιδιά. Οι υπάλληλοι που δούλευαν εκεί είχαν συνηθίσει να φροντίζουν λίγα κορίτσια – δεν ήταν εκπαιδευμένοι να προσέχουν πιτσιρίκια, πολλά από τα οποία δεν μιλούσαν καν ελληνικά. Εξάλλου, το όριο των 12 ετών παραβιάστηκε πολλές φορές (ο ακριβής προσδιορισμός της ηλικίας των παιδιών ήταν δύσκολος), έτσι φιλοξενήθηκαν ακόμα και έφηβοι εκεί, πράγμα που δημιούργησε προβλήματα. Ακόμα και ο επαναπατρισμός των παιδιών έγινε χωρίς συντονισμό με αλβανικούς φορείς, με αποτέλεσμα τα παιδιά να ξαναπέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και να επιστρέφουν στην Ελλάδα.

Τελικά, σύμφωνα με το πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, 661 παιδιά πέρασαν από το Αγία Βαρβάρα. Τα 90 παραδόθηκαν στους γονείς τους. Τα 47 μεταστεγάστηκαν σε παιδουπόλεις. Τα 22 παραλήφθησαν από την αστυνομία. Και τα 502 χάθηκαν.

Ωστόσο, το πόρισμα ανέφερε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για χρηματισμό υπαλλήλων ή για ύποπτες δοσοληψίες. Οι υπάλληλοι κατήγγειλαν ότι είχαν δεχτεί απειλητικά τηλεφωνήματα από το κύκλωμα εμπορίας παιδιών, αλλά η εξήγηση της εξαφάνισης των παιδιών τελικά ήταν πολύ πιο απλή: καθώς η φύλαξη ήταν πλημμελής, έφυγαν.

Οι άλλες ΜΚΟ με τις οποίες επικοινώνησα πιστεύουν ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση συνωμοσίας ή απαγωγής. «Το πρόβλημα» είπε ο Νίκος Γαβαλάς της οργάνωσης APΣIΣ «είναι ότι το κράτος αντιμετώπιζε τα παιδιά ως λαθρομετανάστες. Aπό ό,τι γνωρίζουμε, δεν υπάρχει αναφορά με συγκεκριμένα στοιχεία παιδιών που μπήκαν στο ίδρυμα και εξαφανίστηκαν. Tο θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις στον Τύπο, χωρίςλόγο». Ο Κώστας Γιαννόπουλος, στο Χαμόγελο του Παιδιού, είναι πιο λάβρος κατάτης Terre des Hommes. «Επίσημα έχουμε αμφισβητήσει αυτές τις έρευνες. Ακόμα και το νούμερο που αναφέρθηκε είναι πλασματικό, καθώς δεν μπορεί να υπάρξουν αξιόπιστα αρχεία γι’ αυτά τα παιδιά. Ξέρουμε για την περίπτωση ανηλίκου που είχε απελαθεί από την Ελλάδα 25 φορές, και κάθε φορά ξανάμπαινε με διαφορετικό όνομα».

Το ΕΠΣΕ, ωστόσο, επιμένει στη δικαστική διαλεύκανση του θέματος. «Τώρα η λίστα των ονομάτων των παιδιών είναι στα χέρια της ανακρίτριας» λέει ο Θοδωρής Αλεξανδρίδης. «Προσπαθούμε να την πάρουμε για να στείλουμε τα ονόματα στις ΜΚΟ της Αλβανίας, για να μάθουμε τελικά τι απέγιναν τα παιδιά».

Σύμφωνα με την Terre des Hommes, σήμερα τα παιδιά των φαναριών είναι πολύ λιγότερα στην Ελλάδα, για συγκεκριμένους λόγους (μείωση της κερδοφορίας για τους εκμεταλλευτές, λιγότερη ανοχή από την αστυνομία, ενημέρωση του πληθυσμού για τις συνθήκες ζωής τους). Αλλά υπάρχουν. Οι έμποροι τα διοχετεύουν σε πιο κερδοφόρες αγορές, όπως η πορνεία και το εμπόριο ναρκωτικών. Mερικά ακόμη τριγυρνούν στους δρόμους. Ευτυχώς, τώρα τυχαίνουν καλύτερης αντιμετώπισης.

Οι εθελοντές της APΣIΣ βρήκαν το μικρό Αρτούρ στους δρόμους τον περασμένο Αύγουστο. Ανήκε σε μια ομάδα έξι παιδιών 12-15 χρονών, που πουλούσαν μικροαντικείμενα στο Κολωνάκι και στα Εξάρχεια. Οι εθελοντές (ένας Έλληνας κι ένας Αλβανός, για να τους μιλά στη γλώσσα τους) πλησίαζαν τα παιδιά και προσπαθούσαν να μάθουν λεπτομέρειες για τις συνθήκες της ζωής τους. Όταν ο Αρτούρ τούς είπε ότι το αφεντικό τον κακοποιεί αν δεν του πηγαίνει τα 25 ευρώ τη μέρα, επικοινώνησαν με την αστυνομία. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2004, τα περιπολικά έφτασαν στο διώροφο στα Πατήσια όπου ο Αλβανός έμπορος κρατούσε τα παιδιά. Ο Αλβανός, που συνελήφθη και προφυλακίστηκε, ζούσε με τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά (τα οποία δεν εκμεταλλευόταν) στον πρώτο όροφο, ενώ τα έξι παιδάκια που είχε φέρει από την Αλβανία έμεναν στο ισόγειο. Tα παιδιά πέρασαν το σαββατοκύριακο στο τμήμα. Τη Δευτέρα πήγαν στο Παίδων, όπου έκαναν τις απαραίτητες εξετάσεις (σε κάποια βρέθηκαν σημάδια κακοποίησης) κι έμειναν εκεί για τέσσερις μέρες. Όσο νοσηλεύονταν δεν ήταν ευθύνη της αστυνομίας – έτσι ενεργοποιήθηκαν οι ΜΚΟ, και εθελοντές από την APΣIΣ, την ActUp και τη Διεθνή Ένωση Aστυνομικών έμεναν μαζί τους 24 ώρες το 24ωρο. Mετά φιλοξενήθηκαν στον ξενώνα των Γιατρών του Κόσμου και στις 28 του Σεπτέμβρη, με απόφαση του εισαγγελέα ανηλίκων, ταξίδεψαν ως τα σύνορα με βαν της αστυνομίας. Τώρα βρίσκονται με τις οικογένειές τους στο Fier της Αλβανίας. Η Terre des Hommes παρακολουθεί την πορεία τους τακτικά.

Η ιστορία του μικρού Αρτούρ δείχνει ότι τελικά υπάρχει τρόπος να προστατευθούν αυτά τα παιδιά αποτελεσματικά, με ευαισθησία και ανθρωπισμό. Το πρόγραμμα-τραγωδία που εφαρμόστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μπορεί πλέον να χρησιμεύσει μόνο ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Τα δε παιδιά που «έφυγαν» από το ίδρυμα Αγία Βαρβάρα, όσα και αν είναι, όπου και αν πήγαν, μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι θα έχουν την ίδια τύχη με τον Αρτούρ.

Απ’ ότι φαίνεται, το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει, και παιδιά εξακολουθούν να χάνονται ανεξήγητα από τους ξενώνες της Αθήνας.