Οι τρεις Αλβανοί μπήκαν στην καφετέρια του Ιγνάτιου Πιπερόπουλου στις 8 το βράδυ. Παρήγγειλαν τσίπουρο. Πριν περάσει πολλή ώρα, έπιασαν την κουβέντα με έναν ομοεθνή τους που καθόταν σε διπλανό τραπέζι, τον Ιλμπέρ Ιστρέφι. Κατά τις 11 ήρθαν σε κέφι, και άρχισαν να τραγουδούν, και να χορεύουν. Από απροσεξία ένας τους έριξε ένα ποτήρι κάτω, και το ποτήρι έσπασε. Εκνευρισμένος, ο Ιγνάτιος Πιπερόπουλος τους έδιωξε από το μαγαζί.
Την ίδια μέρα, προπαραμονή Χριστουγέννων του 1996, ο Κωνσταντίνος Μπρίτσκος είχε πάρει το επίδομά του από την Πρόνοια: 88.000 δραχμές. Είχε πάει να ψωνίσει παπούτσια και ένα 5λιτρο δοχείο σπορέλαιο, και μετά είχε γυρίσει στο μικρό σπιτάκι όπου ζούσε μόνος του, κοντά στην άκρη του χωριού Λευκάδια της Νάουσας. Ο Κωνσταντίνος Μπρίτσκος ήταν άτομο μειωμένης αντίληψης, αθώος και απονήρευτος, και δεν ντρεπόταν να δείχνει τα λεφτά του. Όλοι στο χωριό τον αγαπούσαν και τον προστάτευαν. Αλλά τον τελευταίο καιρό άγνωστοι είχαν παραβιάσει το σπίτι του δύο φορές, χωρίς να του κλέψουν τίποτα.
Οι τρεις Αλβανοί είχαν λίγες μέρες στο χωριό. Δεν είχαν φιλίες ή γνωριμίες –οι λίγοι που τους γνώριζαν τους ήξεραν με τα ελληνοποιημένα τους ονόματα: Κρίστος, Αντόν, και Λευτέρης. Ο Ιλμπέρ Ιστρέφι, εκείνο το παγωμένο βράδυ, δέχτηκε να τους ακολουθήσει στην άκρη του χωριού, όπου θα έμπαιναν στο σπίτι του Μπρίτσκου, για να του κλέψουν ρούχα και χρήματα. Ο Ιλμπέρ θα είχε το ρόλο του τσιλιαδόρου. Περίμενε έξω από τον αυλόγυρο του μικρού σπιτιού, καθώς οι τρεις Αλβανοί οπλίζονταν με ξύλα και ένα σίδερο από την απέναντι αποθήκη, πηδούσαν το μικρό φράχτη, και έμπαιναν στο σκοτεινό σπίτι, που έμοιαζε ήσυχο και άδειο.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα, οι τρεις Aλβανοί βγήκαν από το σπίτι φορώντας άλλα ρούχα, και κουβαλώντας γεμάτες σακούλες. Πλησίασαν τον Ιλμπέρ και του είπαν να φύγει, και να είναι έτοιμος το πρωί για να φύγουν όλοι μαζί για την Πελοπόννησο, με έναν Ρωσοπόντιο που θα τους πήγαινε. Ο Ιλμπέρ όμως δεν ήθελε να φύγει από τα Λευκάδια, έτσι δεν τους ακολούθησε. Πρόσεξε ότι ήταν πολύ αναστατωμένοι, και ότι βιάζονταν πολύ.
Στις 26 του μήνα, ο Νίκος Φουδούλης, φίλος του Μπρίτσκου, ανησύχησε επειδή δεν τον είχε δει για κάμποσες μέρες, και έστειλε την κόρη του στο σπιτάκι για να τον φωνάξει να φάνε μαζί. Η κόρη του επέστρεψε τρομαγμένη –το τζάμι του παραθύρου ήταν σπασμένο, και έξω από την πόρτα υπήρχε ένα παπούτσι, και αίματα. Ο Φουδούλης μπήκε στο σπίτι του Μπρίτσκου από το σπασμένο τζάμι και έψαξε παντού, αλλά εκτός από την ακαταστασία και κηλίδες από αίμα δεν βρήκε τίποτα άλλο, έτσι άρχισε να ψάχνει έξω, μέχρι που βρήκε το πτώμα του Κωνσταντίνου Μπρίτσκου ξαπλωμένο ανάσκελα σε ένα ρέμα, όχι πολύ μακριά απ’ το σπίτι.
Η αστυνομία εντόπισε και συνέλαβε τον τσιλιαδόρο δύο μέρες αργότερα, στις 28. Ο Ιλμπέρ ομολόγησε τα πάντα, και έδωσε τα ψεύτικα «ελληνοποιημένα» ονόματα των τριών Αλβανών, και τις περιγραφές τους. Την ίδια μέρα, η αστυνομία εντόπισε και τον μόνο κάτοικο των Λευκαδιών που γνώριζε κάπως καλύτερα τους τρεις φυγάδες. Ο 19χρονος Λουάν Ζούμπι αντιστοίχισε τα ψεύτικα ονόματα με τα αληθινά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο «Κρίστος» (24-25, ανάστημα 1.75, μελαχρινός με μαύρα ίσια μαλλιά, εύσωμος με τζιν μπουφάν, με κρεατοελιά στο πρόσωπο) ήταν στην πραγματικότητα ο Ραμαντάν Ζάνα, κάτοικος του χωριού Μπικάζ. Ο «Αντόν» (24 περίπου, 1.70, εύσωμος, με μαλλιά κοντά μαύρα, μπουφάν γκρι), ήταν ο Σαλί Μορτάτι, κάτοικος του χωριού Στικέν. Και ο «Λευτέρης» (23-24 χρονών, 1.60, μελαχρινός με μαύρα κανονικά μαλλιά, αδύνατος), ήταν ο κάτοικος του χωριού Περ Μπεργκ με το όνομα Σαφέτ Βάτα.
Το 1995, ο Σαφέτ Βάτα τελείωσε το Γυμνάσιο, και μαζί με ένα θείο του πέρασε παράνομα στην Ελλάδα. Έμεινε στην Πάτρα, και μετά στο Αγρίνιο, για επτά μήνες, μέχρι που τον έπιασε η αστυνομία και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αλβανία. Τον Απρίλιο του 1997 πέρασε ξανά τα σύνορα με τα πόδια, αυτή τη φορά μαζί με τον αδερφό του, και έφτασε μέχρι τη Νάουσα. Δούλεψαν για μια εβδομάδα στα Λευκάδια μέχρι να βγάλουν τα εισιτήρια για Καβάλα. Σε ένα χωριό κοντά στην Καβάλα, τη Νέα Καρβάλη, ο Σαφέτ Βάτα έπιασε δουλειά στο κάμπινγκ του Κυριάκου Σιδηρόπουλου. Εκεί δούλευε ως φύλακας και κάνοντας και άλλες δουλειές, για 15 ώρες κάθε μέρα. Το 1998 έβγαλε κάρτα προσωρινής άδειας παραμονής, προσκομίζοντας μάλιστα ως δικαιολογητικό βεβαίωση από την Ασφάλεια Καβάλας, ότι «δεν βρέθηκε καταχωρημένος στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών». Ο Σιδηρόπουλος τον συμπάθησε και τον κράτησε κοντά του για δύο χρόνια.
Και τότε, ξαφνικά, τον Ιανουάριο του 2000, ο Σαφέτ Βάτα έμαθε ότι τον ψάχνει η αστυνομία. Στην αρχή πίστεψε ότι τον έψαχναν επειδή είχε λήξει η άδεια παραμονής του. Τη στιγμή που μπήκε στο αστυνομικό τμήμα της Καβάλας, και του απαγγέλθηκε η κατηγορία για ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού και ληστεία από κοινού, η ζωή του άλλαξε για πάντα.
Να πώς περιγράφει ο ίδιος τις συνθήκες κράτησής του σε ένα γράμμα που έγραψε αργότερα στον δημοσιογράφο Γκάζμεντ Καπλάνι:
«Στην ασφάλεια συνέχισαν να με βασανίζουν πάρα πολύ και με διαφορετικούς τρόπους. Εκεί για 4 μέρες ήμουν σαν πεθαμένος γιατί μου ζητούσαν να πω οπωσδήποτε ένα Ναι και να βάλω την υπογραφή μου έλεγαν. Εγώ από την πλευρά μου πίστευα ότι εκείνοι βασάνιζαν έναν άνθρωπο μόνο γιατί τον έλεγαν Σαφέτ Βάτα και είναι Αλβανός και τους ενδιέφερε να φτιάξουν τη δουλειά τους. Συνολικά με κράτησαν στη φυλακή 12 μέρες και μετά από 12 μέρες κατέληξα στη φυλακή για κάποια πράγματα που μόνο τα άκουσα αλλά ποτέ δεν τα φαντάστηκα να τα κάνω ούτε τα έκανα ούτε τα δέχτηκα. Μου έκαναν το δικαστήριο για τον φόνο σε 2 μήνες και μισή».
Η δίκη του Σαφέτ έγινε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης στις 19 Απριλίου του 2000, και κράτησε περίπου 45 λεπτά. Οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν πέντε κάτοικοι των Λευκαδιών Νάουσας (ανάμεσά τους ο Νίκος Φουδούλης και ο Ιγνάτιος Πιπερόπουλος). Κανείς τους δεν αναγνώρισε στο πρόσωπο του Σαφέτ έναν από τους τρεις Αλβανούς δολοφόνους, ούτε θυμούνταν να τον έχουν ξαναδεί ποτέ. Μάρτυρες υπεράσπισης δεν υπήρχαν. Ο δε Λουάν Ζούμπι, ο νεαρός Αλβανός που είχε δώσει το όνομα «Σαφέτ Βάτα» στις αρχές, και ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει πέρα από κάθε αμφιβολία, δεν κλητεύτηκε ποτέ να καταθέσει. Την υπεράσπιση του Σαφέτ, που δεν είχε ούτε χρήματα ούτε καμία άλλη υποστήριξη, ανέλαβε ένας δικηγόρος από το ακροατήριο που, όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν είχε χρόνο ούτε να ξεφυλλίσει την ογκώδη δικογραφία, και απλά δήλωσε την αθωότητα του πελάτη του.
Και παρ’ όλο που δεν υπήρχε ούτε ένα ενοχοποιητικό στοιχείο, παρ’ όλο που κανείς δεν μπορούσε να δείξει τον Σαφέτ ως το δολοφόνο του Κωνσταντίνου Μπρίτσκου, παρ’ όλο που τον καιρό της δολοφονίας βρισκόταν στην Αλβανία, παρ’ όλο που καταγόταν απ’ το χωριό Σουρόι και όχι από το Περ Μπεργκ, όπως είχε καταθέσει ο Λουάν Ζούμπι, μόνο και μόνο επειδή είχε το ίδιο όνομα με έναν φερόμενο ως δράστη εγκλήματος, το δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο, και του επέβαλε την ποινή ισόβιας κάθειρξης, συν είκοσι έτη.
Ο Σαφέτ Βάτα οδηγήθηκε στη φυλακή Διαβατών, όπου θα περνούσε τα επόμενα δύο χρόνια της ζωής του. Από τη φυλακή άρχισε να γράφει επιστολές στον δημοσιογράφο Γκάζμεντ Καπλάνι, όπου του εξηγούσε την υπόθεσή του, τόνιζε την αθωότητά του, και τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει.
«Δεν ξέρω μερικές φορές παρακαλώ το Θεό να μου κρατήσει τα μυαλά γιατί μερικές φορές με όλα αυτά που συμβαίνουν φοβάμαι μήπως τρελαθώ…
Στο τέλος του κειμένου υπήρχε ένας χάρτης της Αλβανίας, τυλιγμένης με μια αλυσίδα, και πιο δίπλα ένα λουκέτο. «Εάν εδώ στην Ελλάδα», έγραφε, «υπάρχουν ειδικά για τους Αλβανούς αντι-άνθρωποι νόμοι, τότε θα βάλω στην αλυσίδα το λουκέτο…»
Το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) είναι μια μη-κυβερνητική οργάνωση που ασχολείται με θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μειονοτήτων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Τα μέλη του κάνουν έρευνα και συντάσσουν λεπτομερείς εκθέσεις για τα ζητήματα των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στην Ελλάδα, δημοσιεύουν άρθρα, βιβλία και έντυπα, ενημερώνουν και ευαισθητοποιούν την κυβέρνηση και το κοινό για την καταπάτηση δικαιωμάτων ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Και μερικές φορές, δρουν λίγο πιο άμεσα.
Το 2000 ο δημοσιογράφος του ραδιοφώνου και των «Νέων» Γκάζμεντ Καπλάνι συνεργαζόταν με το ΕΠΣΕ για διάφορα θέματα. Μόλις έφτασαν στα χέρια του τα γράμματα του Σαφέτ Βάτα από τη φυλακή, επικοινώνησε με τον Παναγιώτη Δημητρά, εκπρόσωπο του Παρατηρητηρίου. Αφού συζήτησαν την υπόθεση, αποφάσισαν ότι το ΕΠΣΕ θα έπρεπε να αναλάβει τα έξοδα της εκπροσώπησης του νεαρού Αλβανού στην έφεσή του, και αμέσως επικοινώνησαν με τον κατάλληλο δικηγόρο.
Ο Ορέστης Γεωργιάδης είναι δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, που ασχολείται κυρίως με ποινικές υποθέσεις, και συνεργάζεται με το ΕΠΣΕ. Είναι νεαρός-αν-και-φαλακρός, ευχάριστος, και μιλά με ευφράδεια και προσοχή, με το χαρακτηριστικό ιδίωμα των δικηγόρων, που τονίζουν κάθε λέξη σαν να αλλάζει τα πάντα, σαν κάθε φθόγγος να έχει βαρύνουσα σημασία. Σε μια καφετέρια στο Κολωνάκι, με φόντο τις παρκαρισμένες Cayenne και μέσα στη βαβούρα της κίνησης, μου μίλησε για την υπόθεση, ξεκινώντας από την πρώτη φορά που γνώρισε τον Σαφέτ Βάτα.
«Τον συνάντησα στις Φυλακές Διαβατών όπου κρατείτο τότε. Τον ρώτησα αν είναι ένοχος, να το πει τουλάχιστον σε μένα, για να ξέρω πώς να τον υπερασπιστώ. Όσες φορές κι αν το έθεσα αυτό το ερώτημα, με επιμονή, αυτό το παιδί ποτέ δεν παραδέχτηκε την ενοχή του. Δεν μπορούσες να μην τον πιστέψεις. Ήταν η αίσθηση στα μάτια του. Ήταν ένα παιδί γλυκό, ευπροσήγορο. Και η επιμονή του στο να δείχνει πόσο αθώος ήταν… τον έπαιρναν τα κλάματα, χτυπούσε το τραπέζι. Εγώ πείστηκα για την αθωότητά του. Θα τον αναλάμβανα ούτως η άλλως, αλλά πείστηκα. Κι αυτός ήταν ένας λόγος που ασχολήθηκα τόσο πολύ με την υπόθεσή του».
Με την έφεση του Σαφέτ προγραμματισμένη για το 2002, ο Γεωργιάδης ξεκίνησε την έρευνά του από το χώρο του εγκλήματος, τα Λευκάδια, ψάχνοντας τους μάρτυρες κατηγορίας, και οποιονδήποτε άλλον θα μπορούσε να ξέρει κάτι για την υπόθεση. Θυμηθείτε ότι πια είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από τη δολοφονία. Ο τσιλιαδόρος είχε εξαφανιστεί, και ο Γεωργιάδης ήξερε ότι η μόνη ελπίδα ήταν να μπορέσει να εντοπίσει τον Λουάν Ζούμπι, τον μόνο μάρτυρα που μπορούσε να αναγνωρίσει το δολοφόνο. Ο Ζούμπι δεν ήταν πια στα Λευκάδια, όμως. Ο Γεωργιάδης άρχισε να τον ψάχνει μέσω γνωστών στην Αλβανία, μέχρι που εντόπισε την οικογένειά του, η οποία τον καθοδήγησε στα ίχνη του. Ο Λουάν Ζούμπι ζούσε σε κάποιο άλλο χωριό της περιοχής, και δέχτηκε να συναντήσει το δικηγόρο σε μια καφετέρια στη Νάουσα. Εκεί, έριξε μονάχα ένα βλέμμα στη φωτογραφία του Σαφέτ, και είπε με σιγουριά: «Εγώ αυτόν δεν τον ξέρω. Ο Σαφέτ που ήξερα ήταν άλλος».
Ο Γεωργιάδης ανακάλυψε ότι το όνομα Σαφέτ Βάτα ήταν κοινότατο στην Αλβανία. Στη συνέχεια, εντόπισε τους συγγενείς του νεαρού και τους έπεισε να έρθουν στο εφετείο, και να καταθέσουν αυτά που ήξεραν, ότι δηλαδή ο Σαφέτ τον καιρό της δολοφονίας δεν ήταν καν στην Ελλάδα, αλλά μαζί τους στα Τίρανα.
Η ώρα της έφεσης ήρθε στις 18 Ιανουαρίου του 2002. Στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης εμφανίστηκαν τέσσερις από τους κατοίκους των Λευκαδιών που είχαν εμφανιστεί και στην πρώτη δίκη, και είπαν τα ίδια (ότι δηλαδή δεν τον έχουν ξαναδεί), αλλά αυτή τη φορά εμφανίστηκαν και οι συγγενείς του, και φυσικά και ο Λουάν Ζούμπι, ο οποίος έδειξε τον κατηγορούμενο και είπε «δεν είναι αυτός». Το αυτονόητο, η αθωότητα του Σαφέτ, αποδείχτηκε χωρίς καμιά αμφιβολία. Ο εισαγγελέας εισηγήθηκε την αθώωσή του, η οποία ήταν ομόφωνη και πανηγυρική.
«Στα δικαστήρια», θυμάται ο Γεωργιάδης, «συνήθως κάποιοι ένορκοι που έχουν ανειλημμένες υποχρεώσεις σε πλησιάζουν και σου ζητούν να τους εξαιρέσεις. Εγώ κάποιους θεώρησα σκόπιμο να τους κρατήσω, παρ’ όλο που μου είχαν ζητήσει να τους εξαιρέσω. Στο τέλος μου είπαν «Σας ευχαριστούμε που δεν μας εξαιρέσατε, γιατί ζήσαμε μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Μπορέσαμε να ελευθερώσουμε έναν αθώο άνθρωπο».
Στον 5ο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στο Μεταξουργείο, ο Θοδωρής Αλεξανδρίδης, στέλεχος του Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, μου δείχνει φωτογραφίες από το μνημόσυνο του τσιγγάνου (Politically Correct: Ρομ) Μαρίνου Χριστόπουλου. Ο Χριστόπουλος σκοτώθηκε στο Ζεφύρι στις 24/10/2001 μετά από πυροβολισμό ενός αστυνομικού. Ο θάνατός του ήταν η πρώτη από τρεις σχεδόν πανομοιότυπες περιπτώσεις θανάτων από όπλο αστυνομικού που έγιναν μέσα σε ένα χρόνο, από τον Οκτώβρη του 2001 μέχρι τον Οκτώβρη του 2002. Ωστόσο, οι καταλήξεις των τριών υποθέσεων ήταν εντελώς διαφορετικές. Σύμφωνα με το ΕΠΣΕ, οι λόγοι ήταν δύο: η εθνικότητα (PC: εθνοτική καταγωγή) του θύματος, και ο βαθμός επιείκειας της ελληνικής δικαιοσύνης απέναντι στους αστυνομικούς-θύτες. Συγκεκριμένα, από τις δίκες των τριών αστυνομικών μόνο αυτή του αστυνομικού που πυροβόλησε και σκότωσε τον Έλληνα (PC: Εθνοτικά Έλληνα) Αναστάσιο Λιμουρά οδήγησε σε καταδίκη (12,5 χρόνια κάθειρξη, με την έφεση να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, όμως). Η προγραμματισμένη για τις 12 Μαΐου 2004 δίκη του αστυνομικού που σκότωσε τον Μαρίνο Χριστόπουλο αναβλήθηκε για τις 2 Μαρτίου 2005, λόγω «ξαφνικής ασθένειας του κατηγορούμενου», λίγα εικοσιτετράωρα πριν την δίκη, ενώ ο αστυνομικός που σκότωσε τον Αλβανό Γκεντγιάν Τσελνίκου απλά αθωώθηκε, χωρίς το δικαστήριο να εξηγήσει πώς ο πυροβολισμός του αστυνομικού που βρισκόταν μπροστά στο θύμα, το τραυμάτισε θανάσιμα στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού (οι αδελφές του θύματος, με την υποστήριξη του ΕΠΣΕ, έχουν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το θέμα).
Ο Αλεξανδρίδης μου δείχνει φωτογραφίες από το σημείο όπου σκοτώθηκε ο Γκεντγιάν Τσελνίκου. Στη γωνία ενός πεζοδρόμου κοντά στην πλατεία Αμερικής, όπου έπεσε νεκρός, οι φίλοι του έχουν ανάψει κεριά, και έχουν ακουμπήσει αναμμένα τσιγάρα, στη σειρά.
«Τα πράγματα είναι καθαρά», λέει ο Ορέστης Γεωργιάδης. «Υπάρχει προκατάληψη απέναντι στους αλλοδαπούς. Από ολόκληρη την κοινωνία, και κατά συνέπεια και από τους δικαστές, γιατί κι αυτοί δεν είναι μια αποκομμένη ομάδα. Δυστυχώς μια μεγάλη μερίδα των δικαστών δεν κάνουν την υπέρβαση που θα έπρεπε να κάνουν λόγω της θέσης και της ιδιότητάς τους. Να δώσουν δηλαδή αυτοί κατευθυντήριες γραμμές σε μια κοινωνία που πολύ εύκολα επηρεάζεται από όσα βλέπει στα μέσα ενημέρωσης».
Οι υποθέσεις δεν είναι μεμονωμένες, ούτε λίγες. Πρόσφατα το ΕΠΣΕ υποστήριξε τον Αλβανό Φερχάτ Τσέκα στη μήνυσή του κατά δύο ελλήνων κληρωτών στρατιωτών. Ο Τσέκα είχε προσπαθήσει να περάσει με τα πόδια στην Ελλάδα, έχοντας πάνω του μόνο ένα φακό, και τυρόπιτες στις τσέπες. Όπως είχε ξανακάνει στο παρελθόν, θα μάζευε φρούτα στη Βέροια ή στην Έδεσσα –δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, καθώς ήταν 67 χρονών. Κοντά στο φυλάκιο Παρωρίου Καστοριάς τον εντόπισαν τρεις νεαροί στρατιώτες, οι οποίοι τον έριξαν κάτω, του έλυσαν τα κορδόνια, τον έψαξαν, και μετά οι δύο του πάτησαν τα χέρια και ο τρίτος άρχισε να τον κλωτσάει. Μετά εναλλάχτηκαν, για να κλωτσήσουν όλοι. Όταν βαρέθηκαν, τον διέταξαν να προχωρήσει με τα χέρια ψηλά, και τον πυροβόλησαν στην πλάτη εξ’ επαφής. Η σφαίρα διαπέρασε το νεφρό και το συκώτι. Δύο ώρες αργότερα, και αφού είδαν ότι δεν είχε πεθάνει ακόμα, τρόμαξαν και ειδοποίησαν τη μονάδα τους. Ο γέροντας έχασε το δεξί του νεφρό και μέρος απ’ το συκώτι του, αλλά έζησε. Η ΕΔΕ που διατάχθηκε αμέσως αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε ευθύνη των στρατιωτών. Και το Πενταμελές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο δικάστηκαν οι δύο από τους τρεις, παρά την αντίθετη κατάθεση του ιατροδικαστή στο ακροατήριο, δέχτηκε ότι το όπλο «εκπυρσοκρότησε τυχαία».
Τον καιρό που οι στρατιώτες δικάζονταν, άρχιζαν τα βάσανα για μια οικογένεια Αλβανών, δυο γονείς με δύο ανήλικα παιδάκια, των οποίων η άδεια παραμονής είχε λήξει. Η οικογένεια κρατήθηκε (ολόκληρη!) σε ένα Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης όπου η τουαλέτα είχε για πόρτα μια κουβέρτα. Όταν οι Έλληνες εργοδότες των Αλβανών διαμαρτυρήθηκαν για της συνθήκες κράτησης, οι αστυνομικοί τους είπαν «φέρτε τους ένα κιλό Betadine». Δυο εβδομάδες αργότερα, η οικογένεια (ναι, ολόκληρη, μαζί με τα παιδάκια) μεταφέρθηκε στα Κρατητήρια της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών της Θεσσαλονίκης όπου έζησαν για δύο μήνες σε ένα κελί 30 τετραγωνικών χωρίς κρεβάτια, μαζί με άλλα είκοσι άτομα. Κοιμόνταν στο πάτωμα, πάνω σε μεταχειρισμένα στρώματα αφρολέξ.
Για όλες αυτές τις περιπτώσεις, αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι το εξής: Αν όλοι αυτοί ήταν Έλληνες, θα τους φέρονταν έτσι οι Αρχές; Αν οι στρατιώτες έβρισκαν έναν 67χρονο Έλληνα στο δάσος θα τον πυροβολούσαν; Κι αν τον πυροβολούσαν, θα τους αθώωναν μετά; Κι αν ένας νεαρός Έλληνας συλλαμβανόταν κατά λάθος, λόγω συνωνυμίας, θα έφτανε ποτέ σε δίκη; Για το αν μια ελληνική οικογένεια θα επιτρεπόταν να διαμένει στις φυλακές, σε άθλιες συνθήκες, με τα ανήλικα παιδιά της δεν χρειάζεται να το σκεφτούμε καν.
Τελικά, ο Σαφέτ Βάτα ήταν μέσα στη δυστυχία του τυχερός γιατί, αν και έχασε δυόμισι χρόνια από τη ζωή του, τελικά βρήκε το δίκιο του. Πόσοι άλλοι αθώοι αλλοδαποί σαπίζουν αυτή τη στιγμή στις ελληνικές φυλακές;
Και, πέρα από την αντιρατσιστική ρητορεία, όταν η Δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, δεν είναι μόνο άδικη, είναι και αναποτελεσματική. Θυμηθείτε: Οι δολοφόνοι του Κωνσταντίνου Μπρίτσκου είναι ακόμα ελεύθεροι, εκεί έξω.
Ο Σαφέτ Βάτα έχει αρχίσει να ξεχνά τα ελληνικά. Καταλαβαίνει μια χαρά όσα του λέω, αλλά μερικές φορές δυσκολεύεται να βρει τη σωστή λέξη για να μου απαντήσει –οπότε καταφεύγει στα αγγλικά. Αν και δεν έχει πολύ καιρό στο Λονδίνο (όπου δουλεύει σε οικοδομές μαζί με τον αδερφό του), έχει ήδη αρχίσει να αποκτά cockney προφορά, πράγμα πολύ χαριτωμένο.
«Εγώ στην Ελλάδα περνούσα καλά», λέει. «Ήμουν 22 χρονών όταν με έπιασαν. Μου φέρθηκαν σαν σκύλο. Χειρότερα από σκύλο. Με χτυπούσαν στην κλούβα, κι εγώ τους ρωτούσα ‘γιατί με χτυπάτε’ κι αυτοί μου έλεγαν ‘δεν έχεις δικαίωμα να ρωτάς’».
Ο Σαφέτ σήμερα δουλεύει για να βγάζει λεφτά τα οποία στέλνει στην Αλβανία, στην οικογένειά του. Θέλει να ξεχάσει όσα συνέβησαν πίσω στην Ελλάδα, αλλά η ζωή και οι καταστάσεις (εν προκειμένω, εγώ) τον εμποδίζουν να ξεχάσει και να προχωρήσει παρακάτω.
«Εδώ όποτε γνωρίζω Έλληνες», λέει, «με ρωτάνε αν μου αρέσει η Ελλάδα, κι εγώ τους λέω «Αγαπώ την Ελλάδα, αλλά I never like the police. Είναι πολύ ρατσιστές».