Οι Πολλές Ζωές του Ανδρέα Μικρούτσικου

Από τη μικρή πορτούλα βλέπω μια νεαρή τσαχπίνα να σιδερώνει τραγουδώντας, λικνίζοντας το κορμάκι της στον ήχο της φωνής της, με την προσποιητή αφέλεια που συνεπάγεται η γνώση ότι τη στιγμή που εκείνη ανέμελα απλώνει τα κιλοτάκια στη σιδερώστρα, κάποιος την κοιτάζει. Δεν λικνίζεται –ακκίζεται. Οι κάμερες στρίβουν για να την προσφέρουν στο κοινό της Nova, και το ξέρει. Την ίδια ώρα, μερικά μάτια, πολύ πιο κοντά, την περιεργάζονται με τον ίδιο αδηφάγο τρόπο. Δύο από αυτά είναι δικά μου. Δύο ανήκουν στο γνωστό μάνατζερ Κωνσταντή Σπυρόπουλο που συνεργάζεται με τον Alpha. Δύο ανήκουν στον Ανδρέα Μικρούτσικο, τον μόνο από τη μικρή παρέα στην αυλή του σπιτιού του Dream Show που πλησιάζει την κλειδωμένη πόρτα, και λέει στη νεαρή κοπέλα λόγια πειραχτικά. Αυτή ανταποκρίνεται με τον τρόπο που μόνο κάποιες γυναίκες ξέρουν. Το όνομά της είναι Παρασκευή. Τη φωνάζουν Βούλα. Είμαι σίγουρος ότι θα πάει πολύ μπροστά.

Ο Μικρούτσικος, που το ξέρει επίσης, επιστρέφει χαμογελαστός, μια χαρούμενη συμπαγής μάζα από νεύρα, αεικίνητος και ακατάβλητος, και μας λέει ότι ήταν παντρεμένη με έναν τζόκεϊ του ιπποδρόμου. Κουβεντιάζει με το φωτογράφο για τη νέα Canon Mark II που αγόρασε, αυτή με τα 8,2 megapixel, τραγουδά το «Γελαστό Παιδί» όταν εκείνος του λέει να χαμογελάσει, παίρνει μόνος του πόζες, φωνάζει, λέει ιστορίες, κάθεται στο πιάνο και παίζει. Βρισκόμαστε στο κομμάτι του σπιτιού που στεγάζει την τραπεζαρία, το αμφιθέατρο, την αίθουσα χορού και το γραφείο των καθηγητών, και μας έχουν διαβεβαιώσει ότι οι κάμερες είναι κλειστές. Τόσο το χειρότερο για το κοινό της Nova. Και η ώρα περνάει ευχάριστα αλλά αργά, μέχρι που οι μυρωδιές από τα φαγητά που ψήνει ο μάγειρας για γίνονται ανυπόφορες, και πρέπει να φύγουμε για να ανοίξει η τραπεζαρία, και να έρθουν οι παίκτες του Dream Show να φάνε.

«Προχωρήστε», μας λέει ο Αντρέας. «Πάω να τους πω ένα γεια». Και εξαφανίζεται για 20 λεπτά περίπου.

mikroutsikos

Στις αρχές του χρόνου ένας πολύ (μα πολύ) μεγάλος καναλάρχης σε τηλεφωνική επικοινωνία με το Δημήτρη Κοντομηνά προειδοποιούσε: “Δεν πιστεύω να κάνεις κάτι… δεν θα σε αφήσουμε”. Εννούσε τα ριάλιτι, καθώς τότε είχε αρχίσει η φημολογία για ένα νέο παιχνίδι του Alpha, στο ύφος του Fame Story. Μη νομίζετε, δεν ήταν απειλή -οι δύο άνδρες διατηρούν πολύ καλές σχέσεις- απλώς μια υπενθύμιση της σύγχρονης τηλεοπτικής πραγματικότητας: Τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, κανένας νέος παίκτης δεν επιτρέπεται να μπει στο παιχνίδι. Ο Κοντομηνάς, βέβαια, είχε ήδη μπει και δεν σκόπευε να βγει σύντομα. Οι ιλιγγιώδεις επενδύσεις του σε έμψυχο δυναμικό και υλική υποδομή (τα ολοκαίνουρια γραφεία και στούντιο του Alpha έχουν τον καλύτερο τηλεοπτικό εξοπλισμό στη χώρα) είναι μια απόδειξη. Το Dream Show είναι άλλη μία. και μόλις το νέο ριάλιτι του καναλιού έκανε πρεμιέρα, ένας πολύ ιδιότυπος πόλεμος ξεκίνησε.

Στον πρώτο όροφο του κτιρίου της Plus Productions μια ευφορία υπάρχει διάχυτη στην ατμόσφαιρα: Οι άνθρωποι της παραγωγής βλέπουν Μητσικώστα, και μάλιστα ένα επεισόδιο Μητσικώστα που είναι στημένο γύρω από το Dream Show, με διάφορους μητσικωστακικούς χαρακτήρες να παρελαύνουν σε δήθεν σκηνές παραστάσεων που παρουσιάζει ο Μητσικώστας-Μικρούτσικος και κρίνουν ο Μητσικώστας-Ψινάκης και η Μητσικώστας-Μπάρμπα. Ο Αντρέας (που επιτέλους άφησε τα παιδιά και ολοκλήρωσε τη φωτογράφηση) έρχεται στην αίθουσα όπου τον περιμένω για τη συνέντευξη, απλώνεται στην πολυθρόνα, ανοίγει το κινητό και παίρνει τηλέφωνο το Λάκη Μπέλλο, μόνιμο συνεργάτη του Μητσικώστα και συγγραφέα των κειμένων της εκπομπής και, πριν προλάβει εκείνος να πει γεια, τον αρχίζει σε έναν χείμαρρο συγχαρητηρίων, τον οποίο δεν θυμάμαι ακριβώς (δεν είχα ανοίξει ακόμα κασετοφωνάκι), αλλά συνοψίζεται στο «είστε μάγκες ρε» και μετά, πριν προλάβει ο Μπέλλος να πει ένα ευχαριστώ, ένα οτιδήποτε, του λέει «θα σε πάρω να τα πούμε» και του το κλείνει.

Κάπως έτσι μαθαίνω για το εμπάργκο, τη μυστική συμφωνία των αντίπαλων καναλιών να μην παίζουν καθόλου Dream Show στις πρωινο-μεσημεριανές εκπομπές ή τα δελτία ειδήσεων. «Δεν υπάρχουν ενδείξεις, υπάρχουν αποδείξεις» λέει ο Αντρέας Μικρούτσικος, με μια φωνή πολυβόλο, ολόιδια σε χροιά, ένταση και ταχύτητα με το μανιακό αποτέλεσμα που βλέπετε στην τηλεόραση. «Εκπομπές που γίνονται θέμα συζήτησης έχω κάνει πολλές, ειδικά την τελευταία πενταετία με τα ριάλιτι και τα τάλεντ ριάλιτι. Φυσικά, δεν είναι αναγκασμένοι να το κάνουν, αλλά είναι σύνηθες τα άλλα κανάλια να παίρνουν εικόνες με τη μέθοδο της αντιγραφής, για δικές τους χρήσεις. Συνήθως πριν ξεκινήσει μια τέτοια εκπομπή προσπαθούν να μάθουν ποια πρόσωπα είναι μέσα για να βρουν συγγενείς και τα λοιπά. Κάπως έτσι πήγε να ξεκινήσει κι αυτό. Όλα τα κανάλια τις τελευταίες μέρες με ζητούσαν να βγω στον αέρα. Ως δια μαγείας, ξαφνικά, αναβλήθηκαν όλα. Πρώτη φορά βγαίνει στην τηλεόραση ένας τέτοιος όγκος παραγωγής. Πρώτη φορά άνθρωποι του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης συμμετέχουν σε μία παραγωγή που σπάει όλα τα ρεκόρ κόστους. Αυτό που πάντα λέγαμε, να ανεβάσουμε το επίπεδο, τώρα πάμε να το κάνουμε. Να πω ότι έβαζα μέσα δέκα γυναίκες, και ποιον άντρα να διαλέξουν, ε, βγάλε ηθικολογίστικη άποψη και κάνε ότι δεν το βλέπεις. Μα να είναι ο Κακλέας, ο Παντελιδάκης, να είναι όλοι οι άνθρωποι της τηλεόρασης, να βλέπουμε εφτά δράσεις στημένες σαν εφτά αυτόνομα θέατρα, ε, αυτό το πράγμα δεν μπορεί να έχει αποδοχή εμπάργκο, με νόμο σιωπής. Σ’ αυτή τη συγκυρία, και μ’ αυτές τις συμμαχίες που διαμορφώθηκαν, και με το θέμα της AGB, για το οποίο δεν θέλω να πω περισσότερα, μια χαρά ήταν τα νούμερα που έκανε η πρεμιέρα. Και σου λέω, δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάει πολύ καλά αυτή η εκπομπή. Είμαι 15 χρόνια στην τηλεόραση, από την πρώτη εβδομάδα βλέπω την ανταπόκριση του κόσμου, και καταλαβαίνω πως κινείται το πράγμα».

Όπως καταλαβαίνετε, έκανα περίπου 20 λεπτά να αρθρώσω κουβέντα. Όταν αρχίσει να μιλάει, δεν υπάρχει τρόπος να τον σταματήσεις.

Ο Ανδρέας Μικρούτσικος γεννήθηκε στην Πάτρα το ’52, σε μια αστική οικογένεια σχετικά περιορισμένων πόρων. Ο πατέρας του ήταν ένας αριστερός μαθηματικός, πράγμα που τον καιρό εκείνο σήμαινε πολύ απλά ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να δουλέψει σε δημόσιο σχολείο, και ακόμα ότι όποτε γίνονταν Ολυμπιακοί, η οικογένεια στήριζε μαζικά την ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 12 Απριλίου του ‘61 ο Γκαγκάριν έγινε ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε σε τροχιά γύρω από τη Γη. «Την επόμενη», θυμάται, «ο περιπτεράς με φώναξε κοντά, μου έδωσε την Αυγή τυλιγμένη, και μου είπε να πάω στον πατέρα μου και να του πω ότι βγήκαμε πρώτοι στο διάστημα».

Την πρώτη του επαφή με τη μουσική την είχε μαζί με το μεγάλο αδερφό του το Θάνο, που από μικρός έπαιζε πολύ καλό πιάνο. Κάθε καλοκαίρι περνούσαν τις μέρες τους με μπάνιο σε μια παραλία κοντά στην Πάτρα, και μετά αυτοσχέδιες συναυλίες σε ένα μαγαζί που λεγόταν Τζάκι, με μεγαλύτερους φίλους του Θάνου και άλλους λουόμενους. Όταν ο Ανδρέας πήγαινε Πέμπτη Δημοτικού, η οικογένεια μετακόμισε στην Κυψέλη, αλλά πολύ σύντομα η μουσική θα ξανάμπαινε στη ζωή του από άλλη δίοδο, με τη μορφή των Beatles και των Stones.

Εν τω μεταξύ, διάβαζε πολύ και έγινε απουσιολόγος στο Γυμνάσιό του, αν και φασαριόζος και ανακατωσούρας. Ήταν τόσο καλός, που παρέδιδε και μαθήματα. Η Όλγα Τρέμη ήταν μια μαθήτριά του. «Η Όλγα ήταν μια πολύ καλή μαθήτρια», θυμάται. «Της έκανα μάθημα στο σπίτι της. Το 68 ο Πελέ έσκιζε την Ιταλία, κι επειδή το αριστερό σπίτι δεν έβαζε την τηλεόραση μέσα, είχα πάει στο δικό της για μάθημα, και έβλεπα και τον αγώνα. Είχε ένα ντεκολτέ… και τη θυμάμαι μια στιγμή να σκύβει. Τέτοιο σχήμα… Την έβλεπα σαν φίλη φίλης του αδερφού μου, είχαμε παίξει και ποδοσφαιράκι θυμάμαι, πολύ όμορφη κοπέλα, μου άρεσε, αλλά δεν είχα μπει ποτέ σ’ αυτή τη λογική. Και μετά έσκυψε. Θυμάμαι ότι είδα το στήθος της, και μου έγινε έμμονη ιδέα».

Παρ’ όλες τις αναπόφευκτες ανησυχίες της ηλικίας, ο Ανδρέας κατάφερε να μπει στο Πανεπιστήμιο όπου θα σπούδαζε, όπως και ο πατέρας του και ο αδερφός του πριν από αυτόν, μαθηματικά. Εκτός από την επιστήμη, τα δύο αδέρφια κληρονόμησαν και τις πολιτικές πεποιθήσεις, πράγμα που τους προκάλεσε και τα γνωστά προβλήματα κατά τη διάρκεια της χούντας. Ο Ανδρέας γνώρισε το Μανώλη Ρασούλη ως Τροτσκιστή (μια γνωριμία που θα οδηγούσε στο «Να ‘μαστε πάλι εδώ Ανδρέα»), ενώ άρχισε να ασχολείται με τη μουσική με διάφορες ιδιότητες, γράφοντας και βοηθώντας σε παραγωγές του αδερφού του, διατηρώντας πάντα μια πολιτική χροιά στη δουλειά του, τους άγριους εκείνους καιρούς. «Θυμάμαι να κολλάμε αφίσες εγώ, ο Ζουγανέλης και ο Μπουλάς για την Καντάτα για τη Μακρόνησο, δυο συναυλίες του Θάνου στο Σπόρτινγκ, στις οποίες έπαιζε και ο Κιμούλης, κάπου το 75 ή το 76 (σ.σ. το 76 ήταν –ο Ανδρέας δεν έχει και πολύ καλή σχέση με τις ημερομηνίες). Θυμάμαι είχε πέσει το ρεύμα –ήταν γεμάτο το γήπεδο με τρεις χιλιάδες κόσμο, και κάτι αγύρτες που ήθελαν περισσότερα λεφτά κατέβασαν τα φώτα. Ο Λιάνης, δημοσιογράφος τότε, περνούσε από εκεί, τον φώναξα και με έσωσε λέγοντας στον τύπο ότι «αύριο η φάτσα σου θα είναι σε όλες τις εφημερίδες». Αυτός φυσικά άναψε πάλι τα φώτα. Το Μπουλά και το Ζουγανέλη τους είχα γνωρίσει στο Καφεθέατρο, και τους είχα πάει και στο Θάνο, ως παιδιά που έχουν ταλέντο. Έγινα ψιλοκολλητούλης μ’ αυτούς. Στην Κυψέλη, καθώς κολλούσαμε αφίσες, ένας περαστικός δάγκωσε το Μπουλά, και μάτωσε το χέρι του. Πηγαίνοντας στο πρώτων βοηθειών, του κάναμε πλάκα ότι μάλλον είχε λύσσα αυτός που τον είχε δαγκώσει, και ο Μπουλάς μετά φρόντισε να μάθει ποιος ήταν και τον παρακολουθούσε για ένα μήνα, για να διαπιστώσει αν πράγματι είχε λύσσα».

Αν όλα αυτά τα αριστερά σας θυμίζουν Σπύρο Παπαδόπουλο στους Απαράδεκτους, είστε άδικοι, στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο ουσιαστικά. Ο Ανδρέας Μικρούτσικος που βλέπουμε σήμερα στην τηλεόραση, αν και ίσως δεν φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση, είναι συνισταμένη όλων αυτών των εμπειριών και των βιωμάτων. Και να τι κέρδισε από όλα αυτά: Την ικανότητα να μην εκπλήσσεται από τίποτα, και να τα περιμένει όλα. «Είμαι ένα παιδί που ιδεολογικά μεγάλωσε με τα πενταετή (σ.σ. προγράμματα, της Σοβιετικής Ένωσης)», λέει, «και έμαθα ότι δεν οδήγησαν πουθενά. Έχω ένα μάτι πολύ ανοιχτό στην κοινωνία και το πώς εξελίσσεται. Δεν με έχει εντυπωσιάσει τίποτα στη ζωή μου, κανείς δεν μου έχει τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια –εκτός από τη Δήμητρα (σ.σ. Ρουμπέση, η τρίτη γυναίκα του). Όταν ως παιδί ξενύχτησα με το ραδιόφωνο, εκείνο τον Αύγουστο, που έπαιζε τραγούδια από το «Χαμόγελο της Τζοκόντα», και έκαναν σύνδεση με τη ΝΑΣΑ και ακούσαμε τον Άρμστρονγκ να μιλάει για τα βήματά του, εγώ δεν είχα εξεπλάγην.  Σε κάποιο επίπεδο το περίμενα. Γιατί λίγα χρόνια πριν γύριζα σπίτι με την Αυγή και τον Γκαγκάριν παραμάσχαλα».

Όταν επέστρεφε με τη Σοφία Βόσσου από τη Eurovision του ‘91, ο Ανδρέας Μικρούτσικος δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια χούφτα στελέχη τηλεοπτικών σταθμών έτριβαν τα χέρια τους χαρούμενοι. Γνωστός ήδη από την πορεία του στη μουσική και από την πενταετή υπερ-επιτυχημένη του εκπομπή στο ραδιόφωνο (αξέχαστοι Πότης και Ποτούλα), ο Μικρούτσικος απέδειξε ότι μπορεί να τα λέει και στο γυαλί, οπότε τα κανάλια σχημάτισαν ουρά προσφέροντάς του συνεργασίες. Το μόνο που έμενε, ήταν να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τη μουσική.

«Είχα δουλέψει καθημερινά για 5 χρόνια στο Κύτταρο, το Ροντέο και το Αχ, Μαρία», θυμάται. «Την εποχή που σταμάτησα, οι χώροι αυτοί άρχισαν να γυρίζουν. Το δικό μας στυλ τραγουδιστών, το «ότι τραβάμε τραγουδάμε» που λέω, άρχισαν να το ζητάνε τα μεγάλα μαγαζιά κάτω, στη Συγγρού. Εκεί δεν θα πήγαινα με τίποτα, ήμουν πολύ ιδεολόγος, σε βαθμό που να μη δίνω τραγούδια σε άλλους. Κράτησα τη ρομαντική μου άποψη, πήγα στην τηλεόραση όπου θα είχα την επικοινωνία με τον κόσμο, και δεν θα χρειαζόταν να παίξω ένα τραγουδάκι με μπριζόλα. Δεν είμαι δογματικός, αλλά δεν το ήθελα. Επειδή είμαι και επικοινωνιακός, αν έτρωγε ο άλλος μπριζόλα ενώ τραγούδαγα, θα κατέβαινα κάτω και θα του έτρωγα τη μισή. Αν είχε και 500 άτομα το μαγαζί, τι θα έκανα, θα έτρωγα 250 μπριζόλες το βράδυ;» Έτσι σταμάτησε.

Από όλες τις προτάσεις, πιο δελεαστική του φάνηκε αυτή του Mega, που τον προόριζε για το «Ραντεβού στα Τυφλά» του Σαββατοκύριακου. Είχαν κανονίσει ότι ο Πολυχρονίου θα ερχόταν να κάνει το καθημερινό «Μεγάλο Παζάρι», όταν όμως αυτό δεν συνέβη, το κανάλι μετέφερε τον Μικρούτσικο στο «Παζάρι», και η Βάσια Τριφύλλη ανέλαβε το «Ραντεβού».

«Είχε έρθει ο ευρωπαίος της Freemantle για να μου εξηγήσει πώς παίζεται το παιχνίδι», λέει ο Ανδρέας, για τις πρώτες μέρες του στο Μεγάλο Παζάρι. «Ήταν της αμερικανικής αντίληψης, και μου έλεγε «θα δείχνουμε μία το αυτοκίνητο και μία την αντίδραση του παίκτη». Εγώ πίστευα ότι αν δεν γίνει παιχνίδι, αν δεν λυθείς, αν δεν γίνει πλάκα, μπορεί να κερδίσει το αυτοκίνητο και να μην αντιδράσει καθόλου ο παίκτης. Κομπλαρισμένος από την τηλεόραση, θα σκεφτεί ότι τον βλέπουν από το καφενείο, και θα κολλήσει. Αν δεν τον λύσεις, αν δεν τον κάνεις να περάσει καλά, να βγάλει τη χαρά, πάει, το χάσαμε. «Αυτοκίνητο, αντίδραση, αυτοκίνητο, αντίδραση» έλεγε ο ξένος. Όταν τελείωσε, είχα τόσο αντίθετη άποψη που του απάντησα: «I don’t speak English».

Και κάπου εκεί, στο Μεγάλο Παζάρι, ο Ανδρέας Μικρούτσικος άρχισε να αλλάζει τους κανόνες του ελληνικού τηλεοπτικού παιχνιδιού:

«Έβγαζα απλό κόσμο, και για να παίξει το κουτί ή την κουρτίνα εγώ εισέβαλα μέσα του και έβγαζα το χαρακτήρα του. Θυμάμαι ένα παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης δεν έβλεπε τα προϊόντα και προσπαθούσε από την υφή, βάζοντας το χέρι, να βρει τι είναι. Την ώρα που μπορεί να έπιανε ένα χταπόδι, το σημαντικό ήταν τι του έλεγα και τι μου έλεγε. Και διάλεγα ανθρώπους που ξεχείλιζαν από έκφραση. Τέλειωνε το επεισοδιάκι, και ήμουν σίγουρος ότι ο μέσος τηλεθεατής γνώριζε την κυρία που είχα βγάλει. Καταλάβαινε ότι ήταν μια έξω καρδιά, κουτσομπολίτσα, περίεργη».

Έτσι, μέσα από ένα καθημερινό τηλεπαιχνίδι, ο Ανδρέας Μικρούτσικος άρχισε να κάνει ριάλιτι.

«Ποιος πήγε σε ένα καφενείο και δίπλα του ένα ζευγάρι τσακωνόταν μεγαλόφωνα, και δεν έκατσε να ακούσει; Όταν κάποιοι μιλάνε δυνατά, κανείς δεν είναι διακριτικός. Αυτό δεν είναι ούτε μάτι στην κλειδαρότρυπα, ούτε αυτί στον τοίχο. Είναι φυσικό». Αυτή είναι η καλύτερη υπεράσπιση των ριάλιτι που έχω ακούσει, και την ακούω από τον εγκυρότερο πρέσβη του συγκεκριμένου τηλεοπτικού είδους στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας Μικρούτσικος έχει δουλέψει και σε ριάλιτι-με-την-παλιά-έννοια (κοινωνικές εκπομπές όπου καθημερινοί άνθρωποι λένε τα προβλήματά τους), αλλά και στα ριάλιτι της τελευταίας πενταετίας, με τους έγκλειστους σπιτιών που τραγουδάνε, χορεύουν, σκάβουν, τσακώνονται, ή απλά κάθονται ξαπλωμένοι σε καναπέδες. Σε πολλές περιπτώσεις, τα έκανε ταυτόχρονα.

Αφού ανέστησε το Fame Story 1 με την είσοδό του, προσφέροντας το απαραίτητο momentum για να δημιουργηθεί το πιο επιτυχημένο franchise στην ιστορία των ελληνικών ριάλιτι, σάρωσε με το Fame Story 2 και μετά πήρε μια πολυσυζητημένη μεταγραφή στον Alpha (όπως και όλες οι μεταγραφές στον Alpha), και τώρα μεταλαμπαδεύει την εμπειρία του στο φιλόδοξο και πανάκριβο Dream Show, το οποίο βάζει και το θεατρικό κομμάτι στο παιχνίδι. Εν τω μεταξύ, ένα 3ο Fame Story έχει μεσολαβήσει, και η ερώτησή μου είναι ποιο ποσοστό της επιτυχίας του πιστεύει ότι αναλογεί στον ίδιο. Πρώτα ξεκινά με τα διπλωματικά («Χαίρομαι που πήγε μια χαρά το Fame Story 3, γιατί είναι μια εκπομπή που την έχω διαμορφώσει. Θα στενοχωριόμουν αν δεν πήγαινε καλά»), και μετά μπαίνει στο ζουμί: «Έχεις υπ’ όψιν σου τις γραφικές παραστάσεις του 2 με το 3; Αν τις δεις θα καταλάβεις. Έχουν απόσταση».

Στο σπίτι του Dream Show έχουν κλειστεί η Βούλα και άλλα 13 παιδιά (η Κλειώ ήταν η πρώτη που έφυγε από μόνη της), πολλά από τα οποία έχουν βγάλει Δραματική Σχολή, και έχουν και προϋπηρεσία στο θέατρο. «Είναι παιδιά με ταλέντο», λέει ο Ανδρέας, «που έχουν φάει το αδιέξοδο με το κεφάλι». Φυσικά, οι απόψεις για το αν τα ριάλιτι παιχνίδια είναι το καταλληλότερο πεδίο για να βρουν αυτά τα παιδιά τις ευκαιρίες που αναζητούν διίστανται. Ο Ανδρέας παίρνει φόρα και απαντά: «Για μένα είναι ευεργετική η δράση του Fame Story. Πολλοί το κατηγορούν, αλλά μέσα από ποιους θεσμούς μπορούν να βγουν νέοι τραγουδιστές σήμερα; Όλο το παιχνίδι έχει αφεθεί σε κάτι σκυλάδικα, και τον κάθε διευθυντή εταιρίας που βγαίνει και ανάμεσα σε πέντε κοπέλες που τους υπόσχεται για να τις πηδήξει παίρνει μία, που δεν ξέρω αν την πήδηξε ή όχι, και την προωθεί. Αυτό είναι υγιές; Το Fame Story έδωσε τη δυνατότητα σε 60 παιδιά να έχουν ένα εφαλτήριο. Από αυτά, τα 15-20 να κάνουν ένα CD. Ναι, σε κάποιους από αυτούς η φωνή έρχεται δεύτερη ή τρίτη. Από τις εταιρίες όμως όλοι έχουν τις φωνάρες; Το φαινόμενο Ρουβάς είναι το φαινόμενο της απόλυτης φωνής; Στο χώρο του θεάματος όλα παίζουν ρόλο –άρα όλα τα παιδιά του Fame Story είναι άξια. Ανάλογα με το μυαλό τους, γιατί θέλει μυαλό από εκεί και πέρα, αυτό το εφαλτήριο μπορούν να το χρησιμοποιήσουν ή όχι. Διατρέχουν κίνδυνο, ναι, γιατί έχουν παραπάνω δημοσιότητα από αυτό που μπορούν να παράγουν. Γιατί για το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της Καλομοίρας ξέρουμε περισσότερα από όσα για την Άννα Βίσση, που είναι τριάντα χρόνια σούπερ σταρ. Γιατί για τη μια ξέρουμε πέντε γεγονότα, ενώ την άλλη την έχουμε δει τρεις μήνες, πως πλένει τα δόντια, πώς κλαιει, πώς παρακαλάει.». Το πώς (και αν) θα εκμεταλλευτούν αυτή τη δημοσιότητα τα αστεράκια του Fame Story και τα επερχόμενα του Dream Show, μένει να το δούμε.

«Στο στούντιο Καραμάνου υπάρχει ένας διάδρομος που μπάζει από παντού, και όπου μπορείς να βρεις τα πιο απίθανα πράγματα. Εκεί έχει ένα τραπέζι για να ακουμπάς κάποια πράγματα. Οπότε παίρνω έναν δικό μου και του λέω «γράψε εδώ Γραφείο Ανδρέα Μικρούτσικου». Συνεπέστατος, βάζω και μια καρέκλα πλαστική, και πάω και κάθομαι κάνα τέταρτο πριν αρχίσει η εκπομπή μου και μιλάμε με τον αρχισυντάκτη και το βοηθό αρχισυντάκτη, ενώ περνά ο κόσμος, καθώς πρόκειται για διάδρομο. Μου έφεραν και ένα χριστουγεννιάτικο ελάφι για να βάλω πάνω στο γραφείο, το οποίο κοιτάζει προς τα πάνω. Επειδή κάτι έπρεπε να κοιτάζει το ελάφι, έχουν κρεμάσει από το ταβάνι μια φρυγανιά. Αυτό είναι το γραφείο μου».

Την ίδια ώρα, τα μεγάλα στελέχη του Alpha, σύμφωνα με τον έμπειρο Alphολόγο Θέμο Αναστασιάδη, σφάζονται για το ποιος θα έχει τζακούζι στο γραφείο του. Ο Ανδρέας Μικρούτσικος είναι διαφορετικός. Εδώ που τα λέμε, είναι διαφορετικός από οποιονδήποτε έχω γνωρίσει ποτέ. Ενοχικός αριστερός, μα εξωστρεφής και επικοινωνιακός, και ταυτόχρονα εντελώς αδιάφορος για γραφεία, θέσεις και καρέκλες, είναι μια κινούμενη –ή καλύτερα, αεικίνητη- αντίφαση.

Έχει δουλέψει ως μουσικός, ως παραγωγός ραδιοφώνου, ως παραγωγός συναυλιών, ως παραγωγός δίσκων, ως τηλεπαρουσιαστής, έχει βασανιστεί στην ασφάλεια επί χούντας, έχει παντρευτεί τρεις φορές, έχει ένα γιο, έχει χάσει μια κοπέλα από καρκίνο, έχει χάσει τη γυναίκα της ζωής του επειδή δεν άντεξε τους «παπαροπαπαράτσι» να την κατατρέχουν, την ξαναβρήκε, έχει βγάλει τη ζωή του στην τηλεόραση, έχει χάσει τη μισή του ασχολούμενος με αναξιοπαθούντες που ήρθαν στις εκπομπές του ζητώντας βοήθεια, έχει υποστεί κριτική, έχει απασχολήσει κόσμο, έχει πουλήσει μια Porsche επειδή είναι αριστερός και ένιωθε ενοχές που είχε Porsche, έχει κουβεντιάσει με το Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Κούντο, έχει κάνει πράγματα που θα γέμιζαν δύο, τρεις, τέσσερις ζωές πολυάσχολων ανθρώπων. Και συνεχίζει. Μέχρι πότε; «Δεν το βάζω σε χρονοδιάγραμμα, αυτά τα πράγματα κατασταλάζουν». Ρουφά το τσιγάρο και σκέφτεται για λίγο. «Θα σου διαβάσω κάτι, νομίζω εδώ το έχω».

Και ψάχνει στην κωλότσεπη, και βγάζει ένα χαρτί προσεκτικά διπλωμένο. Είναι ένα φαξ που του είχε στείλει το ίδιο πρωί ο αδερφός του. «Αντρικουλάκι», ξεκινά, «επειδή δεν μπορώ να σε βρω στο τηλέφωνο», και συνεχίζει με ευχές για το ξεκίνημα του σόου, διάσπαρτες μέσα σε αναφορές σε αρχαιοελληνικούς θεούς που εγώ δεν καταλαβαίνω, κώδικες δικούς τους. Και κλείνει με ένα στιχάκι, που ο Αντρέας μου διαβάζει:

«Ξέρεις το παιχνίδι της τιβί
την AGB, την AGB,
την AGB μη τη φοβάσαι.
Δεν είναι τόσο τρομερό,
στης Παπαρίζου τον καιρό,
το σαραντάρι να το πιάσεις στο φτερό.
Κι αυτό που θέλω να σου πω
Το πιο όμορφο απ’ όλα
Στο έχω πει, μα θα στο ξαναπώ
Γιατί όπως λέει ο ποιητής,
Κι όλο μεγαλώνω, κι η ζωή σκληρά αλλάζει
Κάνε βουτιές εντός σου,
Βρες τον εαυτό σου,
Να ζεις ευτυχισμένος,
Έτσι κι αλλιώς είσαι χορτασμένος».

Αν και η συγκίνηση έχει κάνει την εμφάνισή της με τη μορφή ενός κομπιάσματος στη χροιά της φωνής του, δεν σταματά, συνεχίζει με ρυθμό πολυβόλου. «Είμαι χορτασμένος», λέει. «Πολύ χορτασμένος. Έχω βάλει πάρα πολλά στοιχήματα στη ζωή μου, και μέσα απ’ όλη αυτή την ιστορία έχω πάρει τόση χαρά, τόση επιτυχία από τόσο διαφορετικούς χώρους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι περνάω στη σύνταξη, ότι γίνομαι ανενεργός. Γιατί είμαι χορτασμένος, αλλά είμαι και καυλωμένος».