«Εκεί που έχεις τόσα πολλά στο μυαλό σου, ξαφνικά όλα μειώνονται. Δεν ακούς καθαρά, νιώθεις τα πάντα να πηγαίνουν πιο αργά. Μερικές φορές το μυαλό σου φεύγει σε άσχετα πράγματα. Σκέφτεσαι την οικογένειά σου στο σπίτι, διάφορα. Εκείνη τη στιγμή δεν πονάς. Το σώμα σου όμως αποθηκεύει τον πόνο του χτυπήματος. Και μετά τον αγώνα, τον νιώθεις».
Δεν ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησα το Μιχάλη Αρναούτη, αλλά ήταν αυτό που ήθελα πιο πολύ να μάθω: Πώς είναι να δέχεσαι ένα καθαρό χτύπημα στο κεφάλι από έναν επαγγελματία μποξέρ; Το πώς είναι να ρίχνεις οποιοσδήποτε μπορεί να το φανταστεί –όλοι κάτι/κάποιον έχουμε γρονθοκοπήσει κάποια στιγμή- αλλά το αντίθετο είναι πιο σπάνιο. Βέβαια, και ο Αρναούτης ξέρει καλύτερα να περιγράψει πώς είναι να ρίχνεις, παρά το πώς να δέχεσαι. Ρίχνει γροθιές από παιδάκι, τότε που μεγάλωνε στο Ζεφύρι, στους δρόμους με τις παρέες. Ήταν ο νταής στο σχολείο, ο πιο δυνατός, αυτός που μπορούσε να ξαπλώσει οποιονδήποτε παλικαρά, όσα χρόνια μεγαλύτερος κι αν ήταν, με μια γροθιά. Στα 12 του ξάπλωσε στο τσιμέντο ενός γηπέδου μπάσκετ έναν 24χρονο πυροσβέστη. Στα 15 του σε άλλο τσιμέντο, προαυλίου αυτή τη φορά, έναν 35χρονο γυμναστή. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του Ζεφυρίου και των Αγίων Αναργύρων, ο μεγαλύτερος μάγκας του σχολείου. Και, ευτυχώς για όλους, και ο πιο ταλαντούχος μποξέρ που έχει βγει τις τελευταίες δεκαετίες από αυτήν εδώ τη χώρα.
Αν και ο πατέρας του Μιχάλη Αρναούτη ήταν πυγμάχος, ποτέ δεν θέλησε να καθοδηγήσει το γιο του προς το άθλημα –ίσα ίσα, δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει. Αθέλητά του όμως του πέρασε το μικρόβιο, κι έτσι εκείνος στα 11 του γράφτηκε κρυφά στην ΑΕΚ, και πήγαινε για προπονήσεις την ώρα που οι γονείς του νόμιζαν πως γυρνάει στους δρόμους του Ζεφυριού με τους φίλους του, παίζοντας. Μερικές μέρες αργότερα, τους είπε στο τραπέζι του δείπνου: «Γράφτηκα στην ΑΕΚ. Πήγα και γράφτηκα, έχω ξεκινήσει προπονήσεις. Είμαι πυγμάχος».
Η ερασιτεχνική του καριέρα δεν θα διαρκούσε πολύ, αλλά τουλάχιστον είχε ξεκινήσει και επίσημα.
—
«Έχω δει το χώρο αυτό από όλες τις πλευρές. Έχω γνωρίσει την πυγμαχία μέχρι το μεδούλι. Και δεν θα ήθελα ποτέ να βάλω το παιδί μου σ’ αυτό τον τρόπο ζωής, στην κατάσταση που ζω καθημερινά. Βέβαια αν το αγαπούσε τόσο πολύ και το ήθελε, δεν θα μπορούσα να κάνω και τίποτα. Αλλά γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν θέλω να γίνω ούτε προπονητής: γιατί κανένα παιδί δεν θέλω να το βάλω σ’ αυτό τον τρόπο ζωής, σ’ αυτή την περιπέτεια».
Στις αρχές του 2000, ο Μιχάλης έμαθε ότι δεν θα είναι στην Εθνική ομάδα των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ. Ήταν ένα πολύ σοβαρό χτύπημα για τον 19χρονο αθλητή –στην ουσία καταστρεφόταν κάθε ελπίδα για σημαντική ερασιτεχνική καριέρα. Κατά συνέπεια η απόφασή του ήταν μονόδρομος: Θα γινόταν επαγγελματίας νωρίς. Θα εγκατέλειπε την ερασιτεχνική πυγμαχία πριν καλά καλά την αρχίσει στο πολύ υψηλό επίπεδο. Για να το κάνει αυτό, όμως, θα έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα. Σε ένα διεθνές τουρνουά είχε γνωρίσει τον Κύπριο μανατζερ Μιχαήλ Μιχαήλ, κι αυτός τον έφερε σε επαφή με τον Πάνο Ηλιάδη, τον Έλληνα μάνατζερ του τότε παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών Λένοξ Λούις. Ο Λούις είχε μια ακαδημία πυγμαχίας στο Λονδίνο, κι έτσι, αφήνοντας πίσω την οικογένεια, τους φίλους, και τη μελαχρινή Ελένη, την κοπέλα του, που την είχε γνωρίσει στο σχολείο, ο Μιχάλης έφυγε για να κυνηγήσει το όνειρο.
«Έφυγα 19 χρονών», θυμάται «κι ήταν πολύ δύσκολο. Τα πάντα ήταν δύσκολα. Και μόνο η πίεση του γυμναστηρίου, για να αντέξεις και να αναδειχθείς, είναι αρκετή. Όταν προσθέτεις και τις δυσκολίες, τις αναμνήσεις σου, τα πράγματα που σου λείπουν, την οικογένειά σου, την κοπέλα σου, γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Έπρεπε να δώσω το 150% των δυνάμεών μου για να πετύχω. Αυτό δεν ίσχυε σ’ αυτό το βαθμό για τους ντόπιους, που μπορούσαν να πάνε στο σπίτι τους και θα δουν την οικογένεια και τους φίλους τους. Εγώ ήμουν μόνος».
—
Αφού ξεχώρισε και στην προετοιμασία του στην Αγγλία, ο Αρναούτης έδωσε τον πρώτο του επαγγελματικό αγώνα στο Μινσκ της Λευκορωσίας (κέρδισε) και μετά, μαζί με δυο παλιούς συναθλητές του από την Εθνική Ελλάδος, τον Τιγκράν Ουζλιάν και το Νίκο Αδρεάδη, που είχαν επίσης κάνει το πέρασμα στην επαγγελματική πυγμαχία (ο πρώτος θα έπαιζε λίγους αγώνες και θα επέστρεφε στην Ελλάδα, ο δεύτερος θα εγκατέλειπε πιο νωρίς), πάντα υπό την προστασία του μάνατζερ Μιχάλη Μιχαήλ, έφυγε για την Αμερική.
Εκεί, μετά από εξαντλητικές δοκιμασίες, έπιασε δουλειά στο γυμναστήριο Front Street της Φιλαδέλφεια, ένα ναό του μποξ που είχε βγάλει πρωταθλητές, υπό την καθοδήγηση πολύ σημαντικών προπονητών, όπως ο Γουέσλι Μουζόν και ο Μπιλ Τζόνσον. Μόνος συνέχισε να δουλεύει σκληρά. Πολύ περισσότερο από ότι θεωρούσε τον εαυτό του ικανό.
«Δεν ξέρω αν είναι το γονίδιο –κι ο πατέρας μου πυγμάχος ήταν», λέει. «Ίσως να φταίει η θέληση και η αγάπη που έχω για το άθλημα. Πρέπει να το αγαπάς 150% αυτό που κάνεις για να τα καταφέρεις, γιατί οι δύσκολες στιγμές είναι υπερβολικά πολλές».
Και η προσπάθεια άρχισε να έχει αποτέλεσμα, και οι νίκες άρχισαν να έρχονται: Επτά συνεχόμενες στην αρχή, μετά μια προσωρινή ρήξη στις σχέσεις του με τον μάνατζέρ του, ένα μικρό διάλειμμα στην Αυστραλία με έναν μόνο αγώνα (ισοπαλία), επιστροφή σε άλλες τρεις νίκες στις ΗΠΑ. Το 2005, αήττητος, με μόνο δύο ισοπαλίες στην καριέρα του, κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο WBO-NABO στα ελαφριά ελαφρά βάρη, κερδίζοντας τον Αμερικανό Χοσέ Λίο Μορένο με νοκ-άουτ. Την επόμενη χρονιά έπαιξε και για τον (ανώτερο) τίτλο WBO, μα έχασε –και έκτοτε ψάχνει μια ακόμα ευκαιρία να τον κερδίσει.
Ο Μιχάλης Αρναούτης φέτος κλείνει τα 30. Έχει ρεκόρ καριέρας 21 νίκες (10 νοκ άουτ), 3 ήττες και 2 ισοπαλίες. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους μποξέρ στον κόσμο στην κατηγορία του, μια υπολογίσιμη δύναμη. Στις 25 Ιουνίου έπαιζε αγώνα 10 γύρων στη Νέα Υόρκη με στόχο να ανέβει στα rankings. Ακολουθεί άλλος ένας αγώνας στις αρχές Αυγούστου, και μετά θα μπορεί να παίξει για τον παγκόσμιο τίτλο WBA. Προσπαθεί ήδη να φέρει τον αγώνα στην Αθήνα το Νοέμβριο.
«Δεν έχει γίνει επαγγελματικός αγώνας μποξ στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’40», λέει. «Έχουμε έρθει σε επαφή με κάποιους επιχειρηματίες, και θα δούμε».
Ωστόσο, η καθημερινότητά του δεν περιλαμβάνει επαγγελματικά ραντεβού –μόνο προπόνηση:
«Ξεκινάω στις 4 το πρωί με ασκήσεις καθαρά για ενδυνάμωση και φυσική κατάσταση. Τρέχω 8 χιλιόμετρα, μετά ενδυναμωτικές ασκήσεις σε πλάτη και ώμους, και ακολουθεί το πυγμαχικό σκέλος με αχλάδια, σκοινάκι και λοιπά. Η επόμενη προπόνηση είναι τεχνική, στις 12 το μεσημέρι. Είμαι μόνος με τον προπονητή και διορθώνουμε τα λάθη μου μέσα στο ρινγκ. Διαρκεί μια ώρα. Η τελευταία ξεκινά στις 6 το απόγευμα και περιλαμβάνει σάκους, στόχους, σκοινάκια, και sparring με αντιπάλους. Τυχαίνει εβδομάδα που να έχω κάθε μέρα 10 γύρους sparring, που είναι σαν αγώνας. Είναι εξοντωτικό».
Και το κάνει κάθε μέρα, εδώ κι ενάμιση μήνα, για να είναι έτοιμος για τον αγώνα. Ακούγεται δύσκολο, αλλά σε σχέση με τις καταστάσεις που έχει περάσει στο παρελθόν, είναι παιχνιδάκι. Γιατί τώρα ο Μιχάλης Αρναούτης ζει σε ένα μεγάλο σπίτι στο Νιου Τζέρσεϊ με τη γυναίκα του, την Ελένη (που τη γνώρισε στο Λύκειο) και την 10 μηνών κορούλα του. Τώρα είναι πετυχημένος και ευκατάστατος, επαγγελματίας, πρωταθλητής. Για να φτάσει μέχρι εδώ, όμως, ο Μιχάλης Αρναούτης έφτυσε αίμα. Συχνά κυριολεκτικά.
«Όταν σταματήσω τον πρωταθλητισμό», λέει, «που νομίζω απέχει ακόμα, θέλω να έχω φτάσει στο οικονομικό επίπεδο που υπολογίζω, ώστε να μπορώ να κάνω αυτά που θέλω. Θα μείνω στην πυγμαχία, αυτό ξέρω και αγαπώ, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, αλλά θα θέλω να είμαι πίσω από τα πράγματα. Να χρηματοδοτώ νέους αθλητές. Βλέπω τον εαυτό μου όταν έφτασα στην Αμερική: Όχι ένας σημαντικός πυγμάχος, αλλά με όνειρα και όρεξη για σκληρή προσπάθεια. Υπάρχουν χιλιάδες τέτοιοι. Αυτούς θα ήθελα να μπορώ να βοηθήσω για να έχουν μια πορεία καλύτερη απ’ τη δική μου, με ευκολότερα βήματα, χωρίς τις δυσκολίες που αντιμετώπισα εγώ».