Μένης Κουμανταρέας

koumant

Για να γίνει κανείς συγγραφέας, τα δύο απαραίτητα συστατικά είναι η παρατήρηση και η φαντασία. Αν δεν έχεις κανένα από τα δύο καλύτερα να γίνεις σεφ.

Το πρώτο ωραίο πράγμα που έγραψα ήταν μια έκθεση για το σχολείο που λεγόταν «Και τα Λιβάδια Πρασίνιζαν Από Χαρά». Ήταν μια περιγραφή της αφηρημάδας μου στην τάξη, και της περιπλάνησης του βλέμματός μου στα πέριξ. Άρεσε πολύ στους συμμαθητές μου.

Την έμπνευση έχουμε συνηθίσει να την απεικονίζουμε με αυτό το αλογατάκι, τον Πήγασο, που ερχόταν στους αρχαίους Έλληνες. Μ’ αρέσει αυτή η εικόνα. Αλλά πρέπει λίγο και να τον προκαλείς τον Πήγασο, γιατί δύσκολα θα ‘ρθει μόνος του. Κι αν έρθει, πρέπει να τον ταΐσεις για να κάτσει.

Δεν αποφάσισα εγώ να γίνω συγγραφέας. Το αποφάσισε αυτό το αδιόρατο, το φευγαλέο, το άπιαστο, που κάνει έναν άνθρωπο να παίρνει μια κόλλα χαρτί και να γράφει. Δεν θα ντραπώ να πω ότι ήμουν από μικρός προικισμένος. Αλλά για να φτάσω να γράψω χρειάστηκε πάρα πολύς μόχθος. Γιατί τα παιδιά τι κάνουν: Μιμούνται αυτά που διαβάζουν κι αυτά που βλέπουν. Ήταν πολύ δύσκολο να βρω τον εαυτό μου, τη δική μου γλώσσα.

Υπάρχουν άνθρωποι στη λογοτεχνία που ποτέ δεν δούλεψαν σε δουλειές βιοποριστικές. Εγώ τους βγάζω και το καπέλο. Γιατί εγώ δούλεψα σαν σκλαβάκι αρκετά χρόνια. Βέβαια, δεν μετανιώνω πάρα πολύ γι’ αυτό. Μου έμαθε πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι.

Έχω με όλες τις τάξεις επαφή, εκτός από την τάξη των βιομηχάνων. Ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω παρέα με τη συνομοταξία των golden boys.

Στην Ελλάδα αποκλειστικά από τη συγγραφή βιβλίων μπορούν να ζουν μόνο αυτές οι γυναίκες συγγραφείς που ακούς ότι πουλάνε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Είναι άσχετες με τη λογοτεχνία, αλλά τυχαίνει να έχουν ένα πολύ μεγάλο τιράζ.

Έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο χάρη σ’ ένα μπιλιετάκι του Χατζιδάκι. «Να εκδόσεις το βιβλίο αυτού του νέου», έγραφε στον εκδότη Φέξη. Δεν είχε διαβάσει το χειρόγραφο. Με εμπιστευόταν.

Το χάζεμα είναι η μαγιά της λογοτεχνίας.

Η Ελλάδα έχει λίγο καλύτερη λογοτεχνία από αυτή που αξίζει. Δεν είναι τόσο χάλια. Είναι καλύτερη από πολλές όψεις της νεοελληνικής ζωής.

Στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη παράδοση στο διήγημα και στη νουβέλα, αλλά το μυθιστόρημα ξεκίνησε αργά και αγκομαχώντας, γιατί δεν υπήρχε το κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον: Σαφείς τάξεις, ένας κοινωνικός περίγυρος άξιος να τον περιγράψεις. Ενώ ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε γράφοντας μυθιστορήματα, τελικά βρήκε τον εαυτό του γράφοντας μικρά διηγήματα που αναφέρονταν στο νησί του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε άξια λόγου μυθιστορήματα. Αναφέρω τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα, το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου αλλά και άλλα.

Εγώ αισθάνομαι πάρα πολύ άνετα στη νουβέλα. Στο διήγημα λιγάκι ασφυκτιώ. Στο μυθιστόρημα κολυμπάω.

Ως Έλληνες διατηρούμε μια ζωντάνια κι έναν τρόπο που δεν είναι «σιδερωμένος». Μ’ αρέσει που είμαστε αυθόρμητοι, λίγο χύμα.

Η Αθήνα είναι πολύ πιο βιώσιμη τα βράδια. Τη μέρα είναι δύσκολη, αλλά τη νύχτα είναι μια πόλη με ανταμοιβές, με ένα σωρό μπαράκια, γωνιές, παρέες.

Η «Φαίδρα» εδώ στη Φωκίωνος, έκλεισε. Το «Νάπολι» στη Βικτώρια που πήγαινα παλιότερα έκλεισε κι αυτό. Δυστυχώς όλα τα στέκια κάποτε κλείνουν. Αλλά όλο και κάπου πηγαίνω. Το βασικό στέκι, άλλωστε, είναι οι φίλοι.

Δεν είμαι άνθρωπος που νοσταλγεί τις παλιές εποχές. Μ’ αρέσει η ζωή όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα.

Αυτό που έχει χαθεί είναι η ευγένεια. Οι άνθρωποι είναι αγενείς, στο δρόμο τουλάχιστον. Δεν ξέρω στα σπίτια τους τι κάνουν. Επίσης, έχει χαθεί η έννοια της ιεραρχίας. Ανεβαίνουν και ακούγονται άνθρωποι που δεν έχουν καμία αξία. Και δεν μιλάω για την πολιτική. Η πολιτική ήταν πάντα στον ίδιο χαβά.

Πιστεύω ότι κάποτε θα υπάρξει μια πολύ μεγάλη κοινωνική αναταραχή, κάτι σαν τη Ρώσικη ή τη Γαλλική επανάσταση. Τα πράγματα που συμβαίνουν σήμερα είναι απλώς μικρές αναφλέξεις.

Έζησα μια πολύ προφυλαγμένη παιδική ηλικία, κι από την πείνα και από τον πόλεμο, με μόνη παρένθεση το ότι μας πήραν όμηρους, εμένα και τη μάνα μου, οι ΕΛΑΣίτες το ’44.

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν το Ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον της Έλμας Λάνγκερφελντ. Πάντα φανταζόμουν ότι το πέταγμα πάνω απ’ τους ανθρώπους σου αφήνει έναν ανοιχτό ορίζοντα. Μου αρέσουν οι ανοιχτοί ορίζοντες, δεν μπορώ τα κλειστά τοπία. Μ’ αρέσει η θάλασσα περισσότερο απ’ το βουνό.

Άνθρωπος χωρίς θεό μέσα του δεν είναι άνθρωπος. Άνθρωπος που πιστεύει τυφλά σε Θεό απ’ έξω του, κινδυνεύει να μην είναι άνθρωπος.

Ό,τι επιτυχίες και να έχεις, πρέπει να είναι πρόσκαιρες. Η αμφιβολία σε έναν καλλιτέχνη (με την ευρύτερη σημασία του όρου) είναι βασικό στοιχείο. Εγώ την έχω πάντα. Μετά από τόσα χρόνια, που έχω μια πείρα κι ένα όνομα, πολλές φορές αμφιβάλλω για τον εαυτό μου.

Το χειμώνα ζω εδώ στην Κυψέλη και το καλοκαίρι στην Κηφισιά. Στην Κηφισιά το τοπίο είναι πολύ ωραίο, η ατμόσφαιρα πιο καθαρή. Εκεί, όμως, περιτριγυρισμένος από σπίτια πλουσίων, φάτσες χωρίς χαρακτήρα και μια νεολαία τελείως αδιάφορη, η Κυψέλη μου λείπει. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, τη βρωμιά, την φασαρία, εδώ ξαναβρίσκω τους ανθρώπους.

Ένα καλό της μετανάστευσης είναι η διασπορά της Ελληνικής γλώσσας. Ξαφνικά ακούς να μιλάνε ελληνικά στη Σόφια και το Βουκουρέστι. Τις προάλλες μου είπε κάποιος ότι στο Λονδίνο είδε δυο Αλβανούς να μιλάνε Ελληνικά μεταξύ τους.

Υπάρχουν γειτονιές στην Αθήνα. Εδώ στην Κυψέλη, ας πούμε, ή στη Βικτώρια που μεγάλωσα, υπάρχουν. Άλλες περιοχές έχουν υποβαθμιστεί, όπως ο Άγιος Παντελεήμων ή η πλατεία Αττικής.

Η μετανάστες φέρνουν σε μια κοινωνία καινούριο «αίμα». Και μας βολεύει κάνοντας τις δουλειές που ο Έλληνας δεν καταδέχεται, αλλά και διευρύνουν τη βεντάλια των δυνατοτήτων της κοινωνίας μας.

Μ’ αρέσει να πηγαίνω στο Μύκονο. Άνοιξη και φθινόπωρο είναι υπέροχα εκεί. Έχει μια δικιά της γοητεία τελείως. Και δεν έχει αλλοιωθεί ακόμα, ό,τι κι αν λένε.

Ήρωες μου είναι οι ηττημένοι της ζωής. Δεν είναι ότι τους συμπαθώ πιο πολύ. Όχι. Μ’ αρέσει οι άνθρωποι να προοδεύουν και να πετυχαίνουν. Αλλά αυτοί που έχουν κάποιο ελάττωμα που τους εμποδίζει, ή κάποια ανασφάλεια, ή κάποιο σαράκι που τους τρώει, με ενδιαφέρουν περισσότερο. Γιατί κι εγώ, μετά την ανέμελη παιδική μου ηλικία, ξεκίνησα με διάφορα κόμπλεξ τη ζωή μου. Και σεξουαλικά, και οικογενειακά, και βιοποριστικά. Για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν καταθλιπτικός. Το ξεπέρασα γράφοντας.

Εμείς στα βιβλία μας θέτουμε ερωτήματα. Δεν δίνουμε απαντήσεις. Δεν θα έλεγα ότι «αποκωδικοποιούμε». Είναι μια λέξη τεχνοκρατική.

Δεν είμαι από τους ανθρώπους που κατηγορούν τα τσογλάνια. Έχουν κι έναν δικό τους θεό αυτά.

Τα πιτσιρίκια που βγήκαν στους δρόμους το Δεκέμβριο; Τα είδα από την τηλεόραση. Μου άρεσαν.

Δεν μ’ αρέσει η σνομπαρία. Πρέπει να είσαι Όσκαρ Γούαιλντ ή Τσαρούχης για να δικαιούσαι να είσαι σνομπ. Για τους υπόλοιπους απαγορεύεται.

Διάβασα το αμίμητο σε έναν τοίχο προχτές: «Αφήστε ένα δέντρο για να τους κρεμάσουμε». Αναφερόταν προφανώς στο πάρκο, εδώ στην Κυψέλη, που θέλουν να το κάνουν πάρκινγκ. Τα λατρεύω αυτά τα συνθήματα στους τοίχους. Δείχνουν ότι έχουμε ακόμα χιούμορ.