Η οικογένεια επέστρεφε στο σπίτι της στο Παγκράτι, όταν η Κάτια Κολιτσοπούλου, η μαμά, θυμήθηκε ότι δεν είχε ρίξει ένα δελτίο Προ-Πο στο πρακτορείο. Έφυγε για να το προλάβει, και ο μπαμπάς Χρήστος με το 4χρονο γιο του, τον Αλέξανδρο, μπήκαν στην πολυκατοικία. Μόλις άνοιξαν την πόρτα του διαμερίσματος ένας άνδρας πετάχτηκε από τα σκοτάδια κραδαίνοντας ένα μαχαίρι. Επιτέθηκε στον έκπληκτο Χρήστο τον εξουδετέρωσε με δέκα μαχαιριές, και μετά έφυγε τρέχοντας προς την έξοδο. O πατέρας, αιμόφυρτος, σύρθηκε με τον Αλέξανδρο αγκαλιά μέχρι την πόρτα του γείτονα, χτύπησε το κουδούνι, και σωριάστηκε νεκρός
Ήταν 6 Νοεμβρίου, 1982
Την ίδια ώρα η Αγγελική Νικολούλη, νεαρή ρεπόρτερ στην Απογευματινή, περνούσε το Σαββατόβραδό της στο Ζάππειο, κάνοντας ρεπορτάζ για τη δολοφονία ενός ομοφυλόφιλου. Καθώς έψαχνε το χώρο του εγκλήματος με ένα φακό, παρατήρησε κάτι σκαλισμένο στον κορμό ενός δέντρου: Ένα σταυρό. Αμέσως πήγε να το επισημάνει στους αστυνομικούς, καθώς εκείνο τον καιρό είχαν συμβεί πολλοί φόνοι ομοφυλοφίλων, και το σημάδι ίσως είχε σημασία. Καθώς τους πλησίασε άκουσε στους ασυρμάτους τους το σήμα: Φόνος στο Παγκράτι, ελάτε γρήγορα.
Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να βρει την ακριβή διεύθυνση και ένα μέσο για να φτάσει μέχρι το Παγκράτι (αλλιώτικες εποχές τότε, δεν υπήρχαν κινητά) και έτσι έφτασε προς το τέλος της ιστορίας. Είχαν πάρει το πτώμα του Χρήστου Κολιτσόπουλου, αλλά υπήρχαν ακόμα αίματα στο διαμέρισμα, ενώ σε μιαν άκρη μαζεμένα ήταν τα πολύτιμα αντικείμενα που σκόπευε να κλέψει ο διαρρήκτης. Η υπόθεση έμοιαζε λίγο-πολύ ξεκάθαρη.
«Εσείς τι είστε;» τη ρώτησε ένας γείτονας, που ήταν εισαγγελέας. «Δημοσιογράφος», του είπε η Νικολούλη. «Τι συνέβη εδώ;». Ο εισαγγελέας ήταν σαστισμένος. «Α, κοπέλα μου, τι είναι αυτό το πράγμα που είδα. Μια γυναίκα, μια μάνα, ήρθε φωνάζοντας ‘αγάπη μου τι σου έκαναν’, σα θεατρίνα, και πήρε το παιδί κι έφυγε. Με έχει εντυπωσιάσει απίστευτα».
Την επόμενη μέρα, Κυριακή, εργάσιμη για τους εφημεριδάδες, η Νικολούλη πήρε έναν από τους παλιούς τους φωτορεπόρτερ, αυτούς τους τύπους που ζούσαν στο δρόμο, που είχαν βαρεθεί να βλέπουν πτώματα, όλη μέρα στο ρεπορτάζ, με τα ίδια ρούχα, ονόματι Μανταφάρα, και πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. «Μπορείτε να μας πείτε πού είναι η Κολιτσοπούλου;» ρώτησε τον αξιωματικό υπηρεσίας. «Τι είναι αυτά που λέτε κυρία μου», της απάντησε αυτός. Δεν μπορούσε να της δώσει αυτή την πληροφορία. Ο Μανταφάρας ήθελε να φύγουν, να πάει να πιει κάνα κρασάκι με τους φίλους του, Κυριακή ήταν. Δεν είχε νόημα να μείνουν άλλο. «Θα μείνουμε εδώ», του είπε η Αγγελική. «Έχε το νου σου, αν δούμε κανένα με μαύρα να έρχεται πες μου». Πράγματι, μετά από λίγο εμφανίστηκε μια κυρία. «Μήπως είστε συγγενής της Κολιτσοπούλου;» τη ρώτησε. «Είμαστε δημοσιογράφοι και θα θέλαμε να τη δούμε». «Βεβαίως», απάντησε αυτή. «Εδώ πιο κάτω είναι, στο σπίτι του κουνιάδου της».
Οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι του κουνιάδου, όπου ήταν μαζεμένη όλη οι οικογένεια. Ο Χρήστος Κολιτσόπουλος ήταν αστυνομικός, και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του ήταν επίσης αστυνομικοί, και όλοι ήθελαν να προστατέψουν τη χήρα, αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αφήσουν τη χαριτωμένη πιτσιρίκα που έφτασε στο σπίτι τους να της μιλήσει. Η Αγγελική Νικολούλη μπήκε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η Κάτια Κολιτσοπούλου μαζί με κάποιες γυναίκες –και στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν η χήρα. Ντυμένη κομψά, όμορφη, με φροντισμένα τα ξανθιά της μαλλιά, δέχτηκε να δει τη νεαρή δημοσιογράφο. Οι υπόλοιπες γυναίκες βγήκαν απ’ το δωμάτιο.
Επιστρέφοντας στην εφημερίδα, η Αγγελική Νικολούλη ήταν πεπεισμένη ότι κάτι άλλο συνέβαινε σ’ αυτή την υπόθεση. Δεν ήταν διάρρηξη. Κάτι η παρατήρηση του εισαγγελέα, κάτι η θεατρικότητα στις εκφράσεις της χήρας («αγάπη μου τι σου έκαναν, πώς θα κοιμάμαι μόνη μου τώρα» φώναζε, καθώς τη φωτογράφιζε ο Μανταφάρας), την είχαν πείσει. «Κύριε Χρήστο», είπε στο διευθυντή της, τον Χρήστο Πασαλάρη, «η κυρία είχε γκόμενο. Αυτός το έκανε, δεν υπάρχει περίπτωση, το στήσανε». Την επόμενη μέρα ήταν η κηδεία, και στην εφημερίδα το κείμενό της δεν περιέγραφε ανοιχτά τις υποψίες της –αλλά άφηνε υπονοούμενα. Εν τω μεταξύ είχε μιλήσει και με τους αρμόδιους στο Τμήμα Ερευνών, ενώ της είχε ξεφύγει και κάτι στους αστυνομικούς συγγενείς του θύματος στο σπίτι –πριν τη διακόψει απότομα («τι πας να κάνεις!») ο Μανταφάρας. Κάποιοι άρχισαν να το ψάχνουν, και κάποιοι άρχισαν να παρακολουθούν την τεθλιμμένη χήρα.
Έτσι αποκαλύφθηκε η ιστορία της Κάτιας Κολιτσοπούλου, της «τίγρης του Παγκρατίου», που τα είχε με έναν 27χρονο ηλεκτρολόγο Γιάννη Σγουρίδη, στον οποίο είχε βάλει τελεσίγραφο: «Ή σκοτώνεις τον άντρα μου, ή χωρίζουμε».
Αν δεν είχε μιλήσει σ’ εκείνη τη φωνακλού πιτσιρίκα, μπορεί και να την είχε γλιτώσει.
—
Η Αγγελική Νικολούλη έκανε το ξεκίνημά της στη δημοσιογραφία στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Γνώμη» της Πάτρας, αμέσως μετά το σχολείο, παιδούλα ακόμη. «Στην επαρχία σου δίνεται η ευκαιρία να κάνεις τα πάντα, κάθε είδους ρεπορτάζ», μου λέει στο γραφείο της, στο Alter, καθώς μου δείχνει τις παλιές φωτογραφίες από την εποχή που ήταν νεαρή ρεπόρτερ σε έναν κόσμο γεμάτο άντρες. «Έτσι μαθαίνεις τη δουλειά γρήγορα». Η Νικολούλη πράγματι έμαθε τη δουλειά γρήγορα –πολύ γρήγορα, και σύντομα άρχισε να καταφέρνει επιτυχίες και αποκλειστικότητες πολύ ασυνήθιστες για το φύλλο, το φύλο, και την ηλικία της. Αποκάλυψε τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων στις φυλακές της Πάτρας (ένα δημοσίευμα που οδήγησε στο κλείσιμό τους), πήρε αποκλειστική συνέντευξη από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο σε μια εποχή που είχαν αποκαλυφθεί πολλά εκκλησιαστικά σκάνδαλα κι εκείνος δεν ήθελε ούτε να ακούει για δημοσιογράφους, βοήθησε και στην εξιχνίαση της δολοφονίας ενός τρόφιμου ψυχιατρείου, και πολύ σύντομα κάποιοι στην Αθήνα άρχισαν να την προσέχουν.
«Ο αρχισυντάκτης της Απογευματινής ο Γιάννης ο Βούλτεψης μου έφερε μια κοπέλα που ήταν ανταποκρίτρια της εφημερίδας στην Πάτρα», θυμάται ο τότε διευθυντής της εφημερίδας Χρήστος Πασαλάρης. «Μου είπε ότι πρόκειται για αστεράκι. Έτσι γνώρισα την Αγγελική, που ήταν ένα γλυκό κορίτσι, φιλικό, άξιο, και πολύ ταλαντούχο. Είχε το ταλέντο της ερευνήτριας, ένα ταλέντο έμφυτο, που συνδυάζει την περιέργεια με την ερευνητική σκέψη».
Στην αρχή η Νικολούλη, όπως γινόταν συνήθως με τους νέους και τους άπειρους, ασχολήθηκε με το ελεύθερο ρεπορτάζ, έκανε τα πάντα. Πολύ σύντομα, όμως, θα ανακάλυπτε την πραγματική της κλίση –και στην πορεία θα αποκτούσε το παρατσούκλι «η δρακολόγος».
—
Στο διάστημα από το Σεπτέμβρη του 1981 μέχρι το Δεκέμβρη του 1982, ο Κυριάκος Παπαχρόνης, ένας 22χρονος ΛΟΚατζής από τη Ξάνθη, δολοφόνησε δύο γυναίκες, επιτέθηκε σε άλλες έξι, ενώ έβαλε και βόμβες σε τράπεζες και καταστήματα στην Ξάνθη, την Καβάλα και τη Δράμα. Μετά από μια τεράστια επιχείρηση της Αστυνομίας, στις 13 Δεκεμβρίου του ’82 συνελήφθη. Κάποιος αστυνομικός συντάκτης από την Απογευματινή έπρεπε να πάει για να καλύψει την είδηση. Ο Γιάννης Βούλτεψης υπέδειξε την Αγγελική. «Βρέθηκα σε δύσκολη θέση», θυμάται εκείνη. «Από πού κι ως πού θα πήγαινα εγώ, που μόλις είχα έρθει από την Πάτρα, ένα κοριτσάκι, σε τόσο σημαντική αποστολή. Αλλά έτσι μου έδιναν μια ευκαιρία να δείξω τί μπορώ να κάνω».
Στην Ασφάλεια της Δράμας όπου κρατούσαν το «Δράκο» ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί δημοσιογράφοι. Οι αστυνομικοί, όμως δεν τους άφηναν να μπουν στο τμήμα και να δουν τον κρατούμενο. Ο Παπαχρόνης είχε τρομοκρατήσει τη Βόρεια Ελλάδα για περίπου ένα χρόνο, η σύλληψή του ήταν πολύ σπουδαία επιτυχία, και η αστυνομία ήθελε να τη διαχειριστεί όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε. Ανακοινώθηκε στους δημοσιογράφους ότι θα τους μοιραζόταν ένα δελτίο τύπου, αλλά ότι δεν μπορούσαν να τον δουν.
«Τότε γιατί ήρθαμε ως εδώ», ρώτησε η Αγγελική Νικολούλη, που είχε ανέβει στη Δράμα με όρεξη και δίψα, και δεν της άρεσε καθόλου η κατάσταση που είχε βρει.
Πέρασαν μερικές ώρες, κάποιοι δημοσιογράφοι αρκέστηκαν στο δελτίο τύπου και έφυγαν, αλλά η Νικολούλη δεν σκόπευε να τα παρατήσει τόσο εύκολα.
«Απαιτούσα να μπώ μέχρι που έκοψαν το ρεύμα για να σταματήσω τα χτυπάω τα κουδούνια», θυμάται. «Οπότε άρχισα να πετάω πετραδάκια στα πατζούρια. Και με συνέλαβαν».
Μέσα στο αστυνομικό τμήμα η Νικολούλη συνέχισε το σαματά, κατέβηκε και ο αστυνομικός διευθυντής, και τελικά μετά από μαραθώνιο διαπραγματεύσεων, κι ενώ η ίδια τελούσε τυπικά υπό κράτηση, την άφησαν να τον δει. Μέσα σε έναν κλοιό αστυνομικών, η Αγγελική Νικολούλη πήρε την πρώτη συνέντευξη του “Δράκου”.
Φυσιολογικά, η ιστορία θα τελείωνε εκεί: Η Νικολούλη θα έστελνε το κείμενό της, η Απογευματινή θα προέβαλλε την αποκλειστικότητά της και η δημοσιογράφος θα προχωρούσε σε άλλα ρεπορτάζ και άλλες αποστολές, αν αμέσως μετά τη συνεντευξη δεν πήγαινε απέναντι απ’ το τμήμα για να φάει ένα σουβλάκι, και μετά δεν επέστρεφε στο τμήμα. Όλοι οι δημοσιογράφοι είχαν πια φύγει και το κλίμα ήταν πιο ήρεμο –και οι αστυνομικοί ετοιμάζονταν να μεταφέρουν τον Παπαχρόνη. Καθώς περίμενε τη μεταφορά, η Αγγελική Νικολούλη είχε την ευκαιρία να καθίσει για λίγο πιο ήσυχα με το «Δράκο» και να μιλήσουν μόνοι τους. «Ήταν κάτι που είπε», μου λέει. «Του μίλησα και κατάλαβα ότι υπάρχει ιστορία από πίσω». Έτσι, η Αγγελική Νικολούλη άρχισε να ψάχνει.
«Πήγα στην Ξάνθη και βρήκα τους γονείς του. Κατάλαβα ότι αυτό το παιδί αγαπούσε πολύ τη μάνα του, έβλεπε κάθε γυναίκα στο πρόσωπό της. Από ό,τι μου είχε πει, μια μέρα είδε τη μάνα του να έχει βαφτεί με κραγιόν, κι αυτό το πράγμα τον επηρέασε πολύ. Την πρώτη ερωτική επαφή που είχε με γυναίκα ήταν με ιερόδουλο, στα 14. Πήγε μαζί με φίλους του σε έναν οίκο ανοχής και είδε την ιερόδουλο με κόκκινο κραγιόν. Αυτό του χτύπησε πολύ αρνητικά, και δεν μπορούσε να έρθει σε ερωτική επαφή. Κι αυτή την είπε ανίκανο. Αυτό έμεινε μέσα στην ψυχή του. Τα πρώτα θύματά του ήταν ιερόδουλες».
«Βρήκα κάποια από τα θύματά του που επέζησαν και τους μίλησα. Άλλες τις βρήκα στο σπίτι τους, άλλες στο νοσοκομείο. Τελικά, κατάφερα να βρω και κάτι που κανείς δεν ήξερε οτι υπάρχει: Την αγαπημένη του. Την έστησα έξω απ’ το σπίτι της και περίμενα να δω αν είναι μόνη. Όταν σιγουρεύτηκα, χτύπησα και στο θυροτηλέφωνο είπα πως είμαι αστυνόμος, και πως πρέπει να της μιλήσω και να κατέβει επειγόντως. Με τον τρόπο μου την έπεισα και καθίσαμε και μιλήσαμε στην πιλοτή. Αυτή, μια πολύ μικροσκοπική κοπέλα, τον είχε ερωτευτεί. Το φοβερό που βγήκε από εκείνη τη συνέντευξη ήταν η πληροφορία ότι τη συναντούσε ερωτικά μετά από δολοφονίες ή επιθέσεις. Κι όταν γινόταν ντόρος στην πόλη, της έλεγε να προσέχει, και να μην κυκλοφορεί νύχτα. Για να μην της επιτεθεί ο δράκος. Της έλεγε ότι πρέπει οι αστυνομικοί να τον πιάσουν το δράκο, και μετά να τον κόψουν κομμάτια, και στις πληγές του να ρίξουν αλάτι».
«Μαζεύοντας όλες αυτές τις πληροφορίες έφτιαξα το ψυχογράφημα του Παπαχρόνη κι έγραψα ότι ήταν ένα παιδί που είχε μέλλον και όνειρα, αλλά κάτι δεν αντιμετωπίστηκε όπως έπρεπε. Κι αυτό τον άγγιξε. Στη συνέχεια έγινα η αγαπημένη του δημοσιογράφος. Μου έστελνε δώρα, πράγματα που έφτιαχνε μόνος του, λουλούδια και γράμματα από τις φυλακές. Μου έγραφε ακόμα και πράγματα αυστηρά προσωπικά, αλλά ποτέ δεν τα αποκάλυψα από τη στιγμή που δεν μου έδωσε και την άδεια να το κάνω».
Η έρευνα της Αγγελικής Νικολούλη πάνω στο θέμα κράτησε πολύ καιρό και οδήγησε στη δημοσίευση πολλών αποκλειστικών θεμάτων στην εφημερίδα. Είχε αδράξει την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, και πλέον είχε κερδίσει σε κύρος, είχε δείξει τις ικανότητές της ως ρεπόρτερ. Ένα χρόνο μετά, όταν ένας βιαστής άρχισε να χτυπά στα Βόρεια Προάστια, και η παλιά συντακτική ομάδα της «Απογευματινής» είχε πια μετακομίσει σχεδόν σύσσωμη στον ολοκαίνουριο «Ελεύθερο Τύπο», η Αγγελική ήταν έτοιμη να αναλάβει πάλι δράση, και είχε και μια ενδιαφέρουσα θεωρία.
—
Από το Σεπτέμβρη του ’81 ένας άλλος δράκος δρούσε στα νότια προάστια της Αθήνας. Είχε στραγγαλίσει δύο γυναίκες και είχε βιάσει πολλές άλλες, κυρίως ιερόδουλες. Όταν κάποιος άρχισε να επιτίθεται σε γυναίκες και στα βόρεια, η Αγγελική Νικολούλη έσπευσε να διατυπώσει την υπόθεση πως πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο. Οι αστυνομικοί αρχικά ήταν δύσπιστοι, αλλά η Νικολούλη υπογράμμισε στα άρθρα της πως οι νέες επιθέσεις γίνονταν Παρασκευή ή Σάββατο κοντά σε κεντρικές οδούς που οδηγούσαν βόρεια –και διατύπωσε την υπόθεση πως ο δράκος των νοτίων προαστίων είχε κάποιο σπίτι ή εξοχικό στο οποίο πήγαινε κάθε Σαββατοκύριακο. Στις 24 Σεπτεμβρίου του ’83 ο δράκος επιτέθηκε σε μια 16χρονη. Μια εβδομάδα μετά, σχεδόν στο ίδιο σημείο, βίασε μια 20χρονη. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε, και το τρίτο Σαββατοκύριακό έστησε «δολώματα» με νεαρές αστυφυλακίνες. Ο 37χρονος Σπύρος Μπεσκος, φυσιοθεραπευτής, παντρεμένος και πατέρας μιας 3χρονης κόρης, συνελήφθη. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκαν σχοινάκια που χρησιμοποιούσε για να δένει και να στραγγαλίζει τα θύματά του, και γυναικείες τρίχες. Την ίδια μέρα ο «Ελεύθερος Τύπος» είχε κυκλοφορήσει με άρθρο της Νικολούλη που είχε τίτλο «Σήμερα θα χτυπήσει ο Δράκος».
Αργότερα, στο αστυνομικό τμήμα, η Νικολούλη τον ρώτησε:
«Ελεύθερο Τύπο δεν διάβαζες;».
«Αν διάβαζα, θα έβλεπα ότι με είχες εντοπίσει και θα σταμάταγα», είπε αυτός.
Πολύς κόσμος διάβαζε, όμως, και η Αγγελική Νικολούλη, η «δρακολόγος», είχε πλέον αρχίσει να γίνεται γνωστή. Ήταν καιρός να αρχίσει να ασχολείται και με διαφορετικά εγκλήματα.
—
Η δεκαετία του ’80 ήταν κατά μία έννοια το λυκόφως της αθωότητας για το Ελληνικό έγκλημα, λίγο πριν την έλευση των μεταναστών, του εκμοντερνισμού των υποδομών, των κινητών τηλεφώνων και των εισαγόμενων όπλων. Και ήταν μια εποχή που μελέτησε εξονυχιστικά η Αγγελική Νικολούλη.
«Η Αγγελική δούλευε σκληρά, ακούραστα, δεν ήξερε από ωράρια και Κυριακές», θυμάται ο Χρήστος Πασαλάρης. «Πολλές φορές κοιμόταν στην εφημερίδα, όπως πολλοί από εμάς τότε».
«Πάντα ακολουθούσα τους εγκληματίες, τους δολοφόνους», μου λέει. «Έμπαινα στις φυλακές και τους έβρισκα, και μου μίλαγαν. Έψαχνα τα εγκλήματα σε βάθος, αναζητούσα τις αιτίες, μελετούσα τον τόπο του εγκλήματος, μιλούσα με τους γνωστούς και τους συγγενείς του δράστη. Ταξίδεψα πολύ και είδα πολλά πράγματα, κι έφτιαξα μια αρκετά πλήρη ακτινογραφία του εγκλήματος στην Ελλάδα».
Ήταν μια εποχή με συγκεκριμένα εγκλήματα, ξεκάθαρα κίνητρα. «Οικονομικές, κτηματικές, οικογενειακές διαφορές», λέει. «Εγκλήματα για μοιχεία, ερωτική αντιζηλία. Μια εποχή μελέτησα το φαινόμενο των δολοφονιών από γυναίκες που τις κακοποιούσαν οι άντρες τους. Δεν είχαν άλλο τρόπο να ξεφύγουν, και τους σκότωναν με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους».
Μια χαρακτηριστική ιστορία συνέβη το Δεκέμβρη του 1982 στη Θήβα. Ο 19χρονος Χρήστος Κ. «κλέφτηκε» με τη 13χρονη Βαγγελιώ Π., κόρη μεγαλοτσιφλικά της Βοιωτίας. Τα δυο παιδιά απειλούσαν πως αν δεν τους παντρέψουν θα αυτοκτονήσουν, ενώ οι οικογένειες εξαπέλυαν αλληλοκατηγορίες και απειλές. Ο πατέρας του κοριτσιού έβαλε και τελεσίγραφο («Φέρτε την πίσω σε 48 ώρες»), και η αστυνομία φοβόταν ότι θα γίνει μακελειό. «Πάντα υπάρχει ένας φίλος που κάτι ξέρει», λέει η Αγγελική Νικολούλη, που είχε μια έφεση στο να βρίσκει αυτόν τον κάποιον. «Πρέπει εσύ με τον τρόπο σου να τον προσεγγίσεις και να τον πείσεις ότι αυτό που θα κάνεις θα έχει καλό αποτέλεσμα». Πράγματι, ένας φίλος του ζεύγους οδήγησε την ίδια και το φωτογράφο της έχοντας δέσει τα μάτια τους μέχρι το κρησφύγετο των παιδιών, όπου τα φωτογράφησαν και άκουσαν την ιστορία τους –και τη δημοσίευσαν την επόμενη στην εφημερίδα. Στη συνέχεια οι οικογένειες τα βρήκανε, αρραβωνιάσανε και τα παιδιά, και το μακελειό απεφεύχθη.
Αυτό το δαιμόνιο, βέβαια, αργά ή γρήγορα θα έβρισκε εφαρμογή και σε άλλα θέματα, πέρα από τα τυπικά εγκλήματα.
Το Μάη του 1985, ενώ η Νικολούλη ήταν μαζί με άλλους δημοσιογράφους στην Ασφάλεια, πρόσεξε ξαφνικά μια αναστάτωση στον αέρα, μια αναμπουμπούλα που οι υπόλοιποι δεν κατάλαβαν. Είδε τότε ότι από το μηχάνημα του αξιωματικού είχε αρχίσει να εκτυπώνεται ένα τέλεξ με ενδείξεις «Κατεπείγον». Με τρόπο προσπάθησε να το διαβάσει ανάποδα και από μακριά –και κατάφερε να συγκρατήσει μια διεύθυνση στη Φιλοθέη. «Πήγα κατευθείαν εκεί», θυμάται. «Δεν ήξερα τι ήταν, αλλά κατάλαβα ότι ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Μαζί με το φωτογράφο μπήκαμε στην πολυκατοικία, και είδαμε κάποιους ανθρώπους βλοσυρούς. Με έσπρωξαν, και έπεσα στις σκάλες με τα πλευρά. Έπαθα μια μικρή θλάση». Αποδείχθηκε τελικά ότι αυτό ήταν το διαμέρισμα του Σεργκέι Μποχάν, Α’ γραμματέα της Ρωσικής πρεσβείας, που είχε εξαφανιστεί πέντε μέρες νωρίτερα και, που, όπως τελικά μαθεύτηκε, είχε αυτομολήσει στους Αμερικανούς. Οι άνθρωποι που την έσπρωξαν στις σκάλες ήταν πράκτορες της KGB.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 14 Ιουνίου του ’85, δυο Λιβανέζοι αεροπειρατές οπλισμένοι με περίστροφα και χειροβομβίδες κατέλαβαν την πτήση 847 της TWA που πετούσε από την Αθήνα προς τη Ρώμη, και ανάγκασαν τους πιλότους να πετάξουν προς τη Βυρητό. Εκεί απελευθέρωσαν 19 επιβάτες ως αντάλλαγμα για τον ανεφοδιασμό, και στη συνέχεια κατεύθυναν το αεροσκάφος προς το Αλγέρι. Άλλοι είκοσι όμηροι απελευθερώθηκαν, πριν το αεροσκάφος πετάξει πάλι για τη Βηρυτό. Ένας Αμερικανός επιβάτης δολοφονήθηκε εκεί, ενώ άλλοι επτά κατέβηκαν απ’ το αεροπλάνο και κρατήθηκαν από συνεργάτες των αεροπειρατών. Στο αεροπλάνο ανέβηκαν άλλοι δέκα αεροπειρατές, και αυτό απογειώθηκε πάλι προς το Αλγέρι, πριν επιστρέψει ξανά στη Βηρυτό. Κάποια στιγμή μέσα σ’ αυτό το κωμικοτραγικό πήγαινε-έλα, και καθώς η υφήλιος παρακολουθούσε έκπληκτη, η Ελληνική κυβέρνηση απελευθέρωσε τον τρίτο αεροπειρατή που δεν είχε πετάξει και είχε συλληφθεί στην Αθήνα, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση οκτώ Ελλήνων ομήρων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο τραγουδιστής Ντέμης Ρούσος. Οι τελευταίοι όμηροι απελευθερώθηκαν μετά από μια περιπέτεια που τους οδήγησε μέχρι τη Συρία, ολοκληρώνοντας έτσι μια από τις πιο αλλόκοτες υποθέσεις αεροπειρατίας στην ιστορία. Το θέμα που απασχολούσε την Αγγελική Νικολούλη λίγες μέρες αφότου είχαν τελειώσει όλα, όμως, ήταν το εξής: Πώς πέρασαν τα όπλα; Και πώς ήταν δυνατό να μην έχει δημοσιοποιηθεί ούτε μια κατάθεση του συλλφθέντος αεροπειρατή;
«Πήγα στο Μέγαρο της Αστυνομίας, όπου πια υπήρχαν νέα μέτρα ασφαλείας», θυμάται, «έβγαλα απ’ το πέτο την κάρτα που είχαμε οι δημοσιογράφοι και ανέβηκα σε κάποιον όροφο, όπου είχα μια πηγή. Από εκεί έμαθα ότι υπήρχε μια κατάθεση του τρίτου αεροπειρατή. Σ’ αυτήν ο Αλί Αντουά ανάφερε ότι τα όπλα τα είχαν περάσει απ’ το Ελληνικό, μέσα σε δύο ψάρια, και τις χειροβομβίδες μέσα σε πορτοκάλια». Πράγμα που κατέρριπτε την ιστορία της Ελληνικής αστυνομίας, ότι τα όπλα ήταν ήδη κρυμμένα στις τουαλέτες του αεροσκάφους που ήρθε στην Αθήνα από το Κάιρο και, φυσικά, έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση τη χώρα, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ είχαν εκδόσει ταξιδιωτική οδηγία εναντίον της. Στις 26 Ιουνίου ο Ελεύθερος Τύπος κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο την αποκάλυψη της Αγγελικής Νικολούλη. «Μετά κρυβόμουν για δύο 24ωρα για να μη με συλλάβουν», λέει. «Μου κόστισε αυτό, μου έκλεισαν τις πόρτες στην Ασφάλεια για λίγο καιρό».
Αλλά η πορεία της στο έγκλημα δεν σταμάτησε. Και κάπου εδώ, διακόπτοντας τις διηγήσεις, έπρεπε να κάνω την αναπόφευκτη ερώτηση.
«Για μένα δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα. Υπάρχει ο καλός ερευνητής. Είχα μια τακτική από μικρή, πήγαινα στον τόπο του εγκλήματος. Πάντα. Έμπαινα πολύ βαθιά από νωρίς. Ξέρεις ποιο είναι το κλειδί; Δεν μου το έμαθε κανείς, αλλά μου το επιβεβαίωσαν μετά πολλοί επαγγελματίες: Να ζωντανέψεις τις τελευταίες στιγμές του θύματος, να ξέρεις τις συνήθειές του, τις επιλογές του, και να κάνεις το πτώμα να σου μιλήσει. Νομίζω ότι αν ήμουν στη Δίωξη, δεν θα είχα αφήσει ποτέ έγκλημα ανεξιχνίαστο. Μιλάω σοβαρά. Όταν μπεις λοιπόν μέσα και μελετήσεις, τα πάντα μιλάνε, αρκεί να ξέρεις να τα ψάξεις. Δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα. Υπάρχει ο καλός ερευνητής».
—
Μετά από κάποια χρόνια στην Αθήνα, κι αφού ήταν πια έμπειρη δημοσιογράφος, η Αγγελική Νικολούλη παντρεύτηκε το Γιάννη Μουσούλη, προσωπικό φρουρό του Κωνσταντίνου Καραμανλή (που ήταν ο κουμπάρος τους και νονός του γιου τους), και σύντομα απέκτησε και ένα παιδί. Δεν θα μπορούσε να μείνει για πάντα μαχόμενη ρεπόρτερ, στους δρόμους απ’ το πρωί ως το βράδυ κυνηγώντας πτώματα, και να κοιμάται στους καναπέδες της εφημερίδας τη νύχτα. Άρχισε να δοκιμάζει διαφορετικά πράγματα: Πήγε στο Έθνος της Κυριακής, οπου συνέχισε τις αποκαλύψεις (υπόθεση υποκλοπών του ’89, σατανιστές, συνεντεύξεις στρατηγού Γρυλλάκη και Μένιου Κουτσόγιωργα λίγο πριν πεθάνει), δούλεψε σε περιοδικά όπως οι Εικόνες, τα Επίκαιρα και ο Χρόνος, ώσπου της είπαν ότι ο Κώστας Χαρδαβέλλας έψαχνε ρεπορτερ για την εκπομπή «Χωρίς Μοντάζ» που ξεκινούσε στο Mega. Για πρώτο ρεπορτάζ, βρήκε έναν ιερέα που ήταν και πιλότος και πέταξαν πάνω από την Ηλεία –και στην πτήση βρήκαν χασισοφυτείες.
Στη συνέχεια ο Χαρδαβέλλας ξεκίνησε το Ρεπορτάζ στην Ομίχλη και η Νικολούλη άρχισε να ασχολείται με τις εξαφανίσεις, και τα υπόλοια είναι ιστορία. Εδώ και 15 χρόνια έχει τη δική της εκπομπή ονόματι «Φως Στο Τούνελ» (κάθε Παρασκευή βράδι στο Alter), η οποία όπως προφανώς ξέρεις αναζητεί εξαφανισμένους ανθρώπους.
Συχνά η ζωή και η δουλειά ξαναφέρνουν το έγκλημα μπροστά της: 15 από τις εξαφανίσεις που ερεύνησε στα πλαίσια της εκπομπής αποδείχτηκε πως ήταν δολοφονίες. Έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο ως μάρτυρας σε υπόθεση δολοφονίας στην οποία δεν είχε βρεθεί το πτώμα (ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε). Η συμμετοχή της στη διαλεύκανση των υποθέσεων αυτών τις εξασφάλισε απειλές για τη ζωή της, αλλά αυτό δεν την πτόησε –αυτή η άγνοια κινδύνου είναι ίδιον των αστυνομικών ρεπόρτερ.
Λίγους μήνες πριν, το παρελθόν την επισκέφθηκε ακόμα μια φορά.
—
Μετά τη δολοφονία του πατέρα του μπροστά στα μάτια του και την καταδίκη της μάνας του σε 25ετή κάθειρξη για το έγκλημα, ο μικρός Αλέξανδρος Κολιτσόπουλος μεγάλωσε με τους θείους του στην Αθήνα. Η ζωή του δεν ήταν εύκολη. Οι επισκέψεις του σε ψυχιατρικές κλινικές ήταν συχνές. Η μάνα του βγήκε από τη φυλακή το 1999, και ο νεαρός τότε Αλέξανδρος, από δική του πρωτοβουλία και παρά τις αντιθέσεις των θείων του, έκανε μια προσπάθεια να πάει να ζήσει μαζί της. Η προσπάθεια κράτησε λιγότερο από δύο χρόνια –επέστρεψε στο θείο του λέγοντας «αυτή τη γυναίκα ή θα τη σκοτώσω ή θα με σκοτώσει». Έκτοτε η μάνα του δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά μαζί του. Σήμερα έχει αλλάξει το όνομά της και δουλεύει ως κοινωνική λειτουργός. Δύο μέρες πριν από τις εκλογές του περασμένου Οκτώβρη, ο 32χρονος Αλέξανδρος κατέβηκε στο χωριό του πατέρα του στην Αρκαδία μαζί με το θείο του.
Το απόγευμα της 2 Οκτωβρίου είπε στο θείο του ότι θα πάει να πάρει τσιγάρα απ’ το διπλανό χωριό. Έφυγε μόνος, με τα πόδια.
Έκτοτε αγνοείται.
Η Αγγελική Νικολούλη τον ψάχνει ακόμα.