“Όταν εγώ δούλευα στη διαφήμιση δεν είχε καθόλου καλή φήμη ως επάγγελμα. Η μητέρα μου δεν έλεγε ποτέ ότι είμαι διαφημιστής. Την ρωτούσαν τι δουλειά κάνει ο γιος σου και έλεγε ότι έχει σπουδάσει φιλοσοφία στη Γερμανία και ασχολείται με κάτι επιχειρήσεις. Ντρεπόταν.
Βλέπω πολλούς ανθρώπους που γερνάνε και παραιτούνται. Μαραζώνουν. Εγώ όσο γερνάω επιταχύνω. Γκαζώνω. Επειδή έχω λιγότερο χρόνο στη διάθεσή μου, γκαζώνω για να ζήσω πιο πολλά πράγματα. Αυτό δεν νομίζω ότι είναι αντιπροσωπευτικό. Είμαι λίγο παράφρων.
Όσο περνούν τα χρόνια έχεις την εντύπωση ότι αλλάζεις, ότι τώρα ξέρεις περισσότερα από όσα ήξερες πριν από τριάντα χρόνια. Αμ δε. Απλώς τώρα τα εκφράζεις διαφορετικά.
Η τεχνολογία με κρατάει ζωντανό και ξύπνιο. Κάθε μέρα κάτι γίνεται. Είναι ο μόνος χώρος στον οποίο κάτι γίνεται. Σε άλλους δεν γίνεται τίποτα, σε άλλους πηγαίνουμε και ανάποδα.
Αν κάποιος ήθελε να με περιγράψει με μία λέξη, αυτή θα ήταν η «περιέργεια». Περιέργεια σε όλα τα επίπεδα. Διανοητική, φιλοσοφική, ότι θέλετε. Διέλυα τα παιχνίδια μου ως παιδί. Δεν τα έσπαγα –τα αποσυναρμολογούσα. Και μετά τα επανασυναρμολογούσα. Στα 13 μου έφτιαξα το πρώτο μου τεχνολογικό επίτευγμα, για το οποίο είμαι ακόμα και τώρα υπερήφανος: Ένα ραδιόφωνο με γαληνίτη. Με ένα χαρτόνι, ένα πηνίο, ένα κομμάτι γαληνίτη, ένα χερούλι, μια ακίδα και ένα ζευγάρι ακουστικά μπορούσες να ακούσεις τους δύο σταθμούς της εποχής, χωρίς ρεύμα ή μπαταρίες. Είχα βρει τις οδηγίες σε ένα αμερικανικό περιοδικό.
Η ετεροθαλής αδερφή μου παντρεύτηκε έναν ξυλέμπορο. Ήταν όμως και ο μεγαλύτερος χομπίστας κατασκευαστής που έχω συναντήσει ποτέ. Ήταν τραγικό το ότι ασχολιόταν με εμπόριο ξύλων. Αν είχε γίνει μηχανικός ή μηχανολόγος θα ήταν κορυφαίος. Εγώ τον παρακολουθούσα ως παιδί να φτιάχνει τα πιο απίθανα πράγματα. Χρησιμοποιώντας μια ντιζελομηχανή έφτιαξε μόνος του μια αυτοσχέδια γεννήτρια για το σπίτι του στο Μάτι. Έφτιαξε βάρκα με καμπίνα, και έβαλε μέσα οκτακύλινδρη μηχανή από λιμουζίνα που είχε φάει έναν όλμο στα Δεκεμβριανά. Τον παρακολουθούσα και μάθαινα. Ήταν εντυπωσιακό το πώς συνεννοούνταν με το υλικό. «Δεν πρέπει ποτέ να βιάζεις τα πράγματα», μου έλεγε. «Πρέπει να πηγαίνεις με το δικό τους το ρυθμό. Όταν πας να βιδώσεις τη βίδα και δεν βιδώνει καλά, μην τη ζορίσεις. Γύρνα πίσω και ξαναδοκίμασε». Αυτός ο άνθρωπος με έμαθε να χρησιμοποιώ τα χέρια μου, να φτιάχνω πράγματα. Κι αυτό το εκμεταλλεύομαι ακόμα. Εδώ και 15 χρόνια όλους τους υπολογιστές μου τους έχω συναρμολογήσει μόνος μου. Και συναρμολογώ και των φίλων μου, ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Πήρα τον πρώτο μου υπολογιστή το 1985. Θυμάμαι το μακαρίτη τον Οδυσσέα Ελύτη που ερχόταν στο σπίτι μερικές φορές, και του έδειχνα πώς δουλεύω. Ο Ελύτης δεν έγραφε στο χέρι, χρησιμοποιούσε γραφομηχανή. Επειδή ήταν ψείρας και τελειομανής, έγραφε σελίδες, και όταν κάτι δεν του άρεσε, το πέταγε όλο. Δεν μπορούσε να διορθώνει και να μουτζουρώνει. «Αυτό που κάνεις», μου έλεγε για τον υπολογιστή «είναι το όνειρο της ζωής μου. Μακάρι να το είχα προλάβει».
Τεχνολογία και λογοτεχνία δεν είναι διαφορετικά πράγματα –είναι το ίδιο, γυρισμένο τα μέσα έξω.
Στη ζωή μου έχω κάνει πέντε επαγγέλματα. Υπήρξα συγγραφέας, διαφημιστής, συνεργάτης ΜΜΕ (εφημερίδων, περιοδικών, τηλεόρασης, ραδιοφώνου), φωτογράφος, και κομπιουτεράς. Όλα αυτά τα έκανα ως επαγγελματίας.
Καμία δικτατορία δεν θα επιζούσε αν το 100% των ανθρώπων ήταν εναντίον της. Μπορεί να επιζήσει με το να έχει το 30% οπαδούς, το 50% αδιάφορους και ένα 20% εναντίον της. Αλλά καμία δεν επιζεί αν είναι όλοι εναντίον.
Οι θρησκείες τώρα τελευταία μοιάζουν πράγματι να έχουν δυναμώσει. Μοιάζουν να καταλαμβάνουν τη θέση που παλιά καταλάμβαναν οι ιδεολογίες. Μετά την κατάρριψη του κομμουνισμού συνέβησαν περίεργα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα η κυρία Κανέλη. Η οποία είναι κομουνίστρια και πιστή ταυτόχρονα. Σαν να λες ξύλινο σίδερο. Δεν μπορεί να είσαι κομμουνιστής και χριστιανός μαζί. Το ένα αναιρεί το άλλο. Κι όμως, βλέπετε ότι σχεδόν όλα τα αριστερά κόμματα το γύρισαν είτε στον εθνικισμό είτε στη θρησκεία, είτε και στα δύο.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή σε δύο μεγάλους πολιτιστικούς χώρους, τον αγγλοσαξονικό και τον γαλλόφωνο, έχουν βγει δύο βιβλία που έχουν γίνει best seller. Το “The God Delusion” του Ρίτσαρντ Ντόκινς, και «Η Πραγματεία της Αθεολογίας» του Μισέλ Ονφρέ. Αυτοί είπαν κάτι που ψιθυρίζεται εδώ και καιρό αλλά δεν το φωνάζει κανένας –εγώ που το έχω φωνάξει το έχω πληρώσει αρκετά: Ότι η θρησκεία είναι δηλητήριο. Ότι ο Θεός βλάπτει.
Ο αθεϊσμός δεν είναι κουσούρι. Σημαίνει ότι είσαι ελεύθερος άνθρωπος. Ότι έχεις ένα μυαλό που λειτουργεί.
Μας έχει φάει η πολιτική ορθότητα, και δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Όταν βγήκε ο Μισέλ Ουελμπέκ στη Γαλλία και είπε ότι ο μωαμεθανισμός είναι θρησκεία για βλάκες και ότι λέει πράγματα που κανένας καλλιεργημένος άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί, έπεσαν να τον φάνε. Όχι μόνο οι θιγόμενοι –αλλά και οι διανοούμενοι, λέγοντας ότι δεν μπορείς να θίγεις το θρησκευτικό συναίσθημα των άλλων ανθρώπων. Δεν θα προσπαθούσα ποτέ να πείσω έναν πιστό να μην πιστεύει. Αλλά το να εκφράζω την άποψή μου για το διανοητικό επίπεδο μιας θρησκείας είναι δικαίωμά μου.
Θα έπρεπε έξω από τις εκκλησίες να υπάρχουν πινακίδες που να λένε «Προσοχή, η θρησκεία κάνει κακό», όπως στα τσιγάρα.
Μια Κυριακή του Πάσχα είχα πάει στην Κέρκυρα. Ήταν μια εποχή δύσκολη, γιατί είχα μόλις χωρίσει στο δεύτερο γάμο μου. Κάθε χρόνο με τη γυναίκα μου πηγαίναμε στην Κέρκυρα, κι εκείνη τη χρονιά αποφάσισα να πάω μόνος μου. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν πολύ καλή ιδέα. Νωρίς το πρωί του Πάσχα, ενώ η Κέρκυρα κοιμόταν, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και γύρισα πίσω. Διέσχισα μια Ελλάδα που ήταν άδεια. Το αυτοκίνητό μου τότε ήταν μια Porsche Targa. Την είχα ανοιχτή και μου έρχονταν όλες οι μυρωδιές της άνοιξης. Περνούσα από τα χωριά και μύριζα τους οβελίες. Ήταν Μάης, όλη η Ελλάδα ήταν ανθισμένη. Ήταν η καλύτερη διαδρομή που έκανα ποτέ.
Η τέλεια διαδρομή είναι σαν αυτό που έλεγε ο Βάγκνερ, ένα Gesamtkunstwerk. Προϋποθέτει έναν καλό οδηγό. Ένα αυτοκίνητο που να είναι συμπλήρωμά του, που τον εκφράζει, κι ας μην είναι Porsche ή Ferrari. Έναν δρόμο ενδιαφέροντα, που έχει κινήσεις, στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες. Ένα συναρπαστικό τοπίο γύρω απ’ το δρόμο, μια ενδιαφέρουσα καιρική κατάσταση, και τέλος την κατάλληλη μουσική, προσαρμοσμένη και στη χορογραφία του δρόμου, τη διάθεση του οδηγού, τις καιρικές συνθήκες, και το χαρακτήρα του τοπίου. Δεν μπορείς να περνάς τις Άλπεις και να ακούς ένα μπουζουκάκι. Θα βάλεις Βάγκνερ, Λιστ, Μάλερ, μεγάλους συμφωνιστές. Ενώ αντίθετα αν κάνεις βολτίτσες στα μικρά δρομάκια της Κέρκυρας θα βάλεις Χατζιδάκι.
Αν πεις στον Έλληνα ότι ο Μπιλ Γκέιτς έχει 50 δισεκατομμύρια δολάρια, θα φανταστεί ότι τα έκλεψε, ότι τα χρωστάει σε κάποιους. Αν του πεις ότι τα έβγαλε απ’ το μυαλό του και πλούτισε και πολύ κόσμο που δούλεψε μαζί του, δεν μπορεί να το δεχτεί. Υπάρχει η αίσθηση ότι το κέρδος είναι κλοπή, ότι κάθε επιχειρηματική διαδικασία ενέχει και ένα ποσοστό απάτης. Και δεν ξεχωρίζουν καθόλου τον δημιουργό-επιχειρηματία που χτίζει πράγματα, από το λαμόγιο που παίρνει μίζες και είναι παράσιτο, δεν δημιουργεί τίποτα.
Η κυβέρνηση διαμορφώνει ως ένα βαθμό την κοινή γνώμη, αλλά επειδή καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει την κοινή γνώμη, την ακολουθεί κιόλας. Είναι όπως το αυγό με την κότα.
Το Ίντερνετ είναι για μένα το σημαντικότερο πράγμα που εφεύρε ο άνθρωπος σε όλη του την ιστορία. Είμαι πανευτυχής που το πρόλαβα.
Το blog μου το ξεκίνησα για πλάκα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα έργο. Και είναι κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο μου σημαντικό έργο, και ίσως και το πιο αξιόλογο. Τα δύο blogs που έχω φτιάξει μαζί έχουν γύρω στα 300 δικά μου posts και γύρω στις 60.000 comments. Είναι ένα νούμερο ασύλληπτο.
Παλιά που συνεργαζόμουν με εφημερίδες πολλές φορές προσπάθησαν να με πείσουν να γράφω κάθε μέρα. Και τους έλεγα ότι δεν γίνεται. Δεν μπορώ. Μια φορά την εβδομάδα, και πολύ είναι. Κι αυτό ήταν λογικό, γιατί εγώ ποτέ δεν έγραψα δημοσιογραφικά. Έγραφα πάντα σαν συγγραφέας. Τώρα έχω φτάσει στο σημείο να γράφω πράγματι ένα κείμενο την ημέρα. Κι αυτό οφείλεται μόνο και μόνο στο ότι έχω το κοινό μου μπροστά μου.
Το blog για ένα συγγραφέα είναι κάτι φανταστικό. Το βιβλίο είναι σαν μια μποτίλια στο πέλαγος –την πετάς και δεν ξέρεις που θα φτάσει, ποιος θα την ανοίξει. Στο blog ο συγγραφέας είναι σαν τον ηθοποιό –έχει το κοινό απέναντί του και νιώθει την αντίδρασή του, και στο τέλος εισπράττει και το χειροκρότημα ή την αποδοκιμασία. Το blog είναι ένα έργο που συμπεριλαμβάνει και τους αναγνώστες. Είναι σαν ένα βιβλίο που περιέχει και όλες τις σημειώσεις που έχουν κάνει στα περιθώρια όλοι όσοι το διάβασαν.
Μία φορά έκανα αναζήτηση του εαυτού μου στο Technorati, και βρήκα, περί τις 2500 αναφορές του ονόματός μου σε άλλα blogs. Άρχισα να διαβάζω και ένιωσα κατάθλιψη. Έπεφτε το βρίσιμο της αρκούδας.
Αγαπώ τα τεχνολογικά πράγματα που με προεκτείνουν σαν άνθρωπο. Και το πλυντήριο και το ασανσέρ είναι τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά δεν με συναρπάζουν. Και δεν συναρπάζουν κανένα -έχετε δει κάποιον να πλένει το πλυντήριό του τις Κυριακές; Το αυτοκίνητο είναι η κινητική μου προέκταση. Η φωτογραφία είναι προέκταση του ματιού μου. Ο υπολογιστής είναι προέκταση του μυαλού μου, της μνήμης μου. Το κινητό τηλέφωνο είναι η προέκταση της ικανότητάς μου να επικοινωνώ. Αυτές είναι οι πλευρές της τεχνολογίας που αγαπώ. Όλες τις χρησιμοποιώ –δεν μου αρέσει να ανεβαίνω 10 πατώματα με τις σκάλες- αλλά δεν έχω καμία προσωπική σχέση με το ασανσέρ. Μόνο όταν χαλάει.
Είμαι υπερήφανος γιατί έχω παραμείνει έντιμος. Το λέω κι ας ακούγεται λίγο βαρύγδουπο. Κατάφερα να περάσω μέσα από χώρους αρκετά δύσκολους –η διαφήμιση, οι επιχειρήσεις, η δημοσιογραφία- χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς να κάνω κάτι για το οποίο να ντρέπομαι, χωρίς παραχωρήσεις, πληρώνοντας υψηλό τίμημα μερικές φορές. Κατάφερα να διατηρήσω την ακεραιότητα και την παιδικότητά μου. Να μη γίνω ποτέ μεγάλος. Αυτό ναι. Νομίζω ότι είναι ένα επίτευγμα.
Διαβάστε το blog του Νίκου Δήμου εδώ. (Θα βρείτε και links στα παλιότερα, ανενεργά blogs του)