Το περιοδικό Real Simple έχει μια μηνιαία στήλη στην οποία ένας συγγραφέας γράφει για κάτι που του έμαθε η ζωή. Έγραψα εκεί για κάτι που διαπίστωσα πριν από πολλά πολλά χρόνια.
Να πώς είχαν τα πράγματα: Είχαμε πάει για υπερπολυτελείς και χαλαρωτικές διακοπές σε ένα κοσμοπολίτικο θέρετρο οι τέσσερίς μας, εγώ, η αδερφή μου και τα δυο ξαδέρφια μας, και εκεί είχαμε γνωρίσει έναν μυστηριώδη γέρο που, μόλις μας είδε, τρόμαξε, και μας έδωσε έναν σκοτεινό κι ακατανόητο χρησμό.
Όλα χειροτέρεψαν από εκεί και πέρα: Ψάχνοντας το θέμα περισσότερο διαπιστώσαμε πως όλοι οι άλλοι παραθεριστές στο θέρετρο ήταν ζόμπι, που τη μέρα έμοιαζαν σαν κανονικοί άνθρωποι, αλλά τη νύχτα έβγαιναν παγανιά για να φάνε τους ζωντανούς, και ο μόνος που είχε σωθεί από τη μανία τους ήταν ένας ταλαίπωρος σερβιτόρος ο οποίος, πριν φαγωθεί κι αυτός, πρόλαβε και μας εξομολογήθηκε την αλήθεια: Ήμασταν παγιδευμένοι σε μια παράλληλη πραγματικότητα, και τέσσερις κλώνοι, ολόιδιοι με εμάς αλλά σατανικοί, είχαν πάρει τη θέση μας στον δικό μας, ελεύθερο από ζόμπι κόσμο.
Για να μην σας τα πολυλογώ, μετά από πολλά βάσανα και περιπέτειες ανακαλύψαμε πως το κλειδί για να επιστρέψουμε στον κόσμο μας και να εξοβελίσουμε τα κλωνο-ζόμπι πίσω στον δικό τους, κρυβόταν σε ένα δωμάτιο. Λίγα λεπτά αφότου βγήκαμε από αυτό το δωμάτιο, είχα αποφασίσει τι θα γίνω όταν μεγαλώσω.
Τα παιδιά, είναι αλήθεια, δεν ξέρουν την τύφλα τους. Έχουν μια άγνοια για την πραγματική ζωή την οποία οι μεγάλοι τη μπερδεύουν με την αθωότητα, αλλά δεν είναι αθωότητα, ασχετοσύνη είναι, απειρία. Δεν μπορείς να ξέρεις τι είναι στεγαστικό δάνειο όταν είσαι παιδί, και το κεφαλάκι σου είναι ακόμα πολύ μικρό για να καταλάβεις ότι ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ είναι κάτι παραπάνω από φίλοι.
Μεγάλωσα στα τελευταία χρόνια της εποχής των τρίμηνων διακοπών, αυτή την αξέχαστη περίοδο κατά την οποία, με το που έκλειναν τα σχολεία, οι γονείς βούταγαν τα παιδιά και τα πήγαιναν διακοπές, σε θάλασσες και βουνά για να αναπνεύσουν οξυγόνο και να παίξουν, και δεν τα επέστρεφαν στο σπίτι αν δεν ήταν Σεπτέμβριος. Ειδικά στη δική μου οικογένεια η κουλτούρα του ταξιδιού ήταν πολύ έντονη, πράγμα που μου έγινε λαμπρά προφανές όταν, τριών μηνών βρέφος, έμεινα αποκλεισμένος με τους γονείς μου για ώρες στη χιονισμένη Εθνική Οδό στο ύψος της Μαλακάσας, νύχτα, με χιλιάδες ακινητοποιημένα αυτοκίνητα τριγύρω, γεγονός που πιθανότατα ευθύνεται για το ότι δεν θέλω να βγαίνω και πολύ από το σπίτι μου σήμερα. Πριν κλείσω τα τρία είχα δει το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής χώρας και μερικά νησιά, και μετά ήρθε και η αδερφή μου και οι γονείς μου μας πήγαν και στην Κύπρο.
Στα περισσότερα ταξίδια ήμασταν μόνοι μας, οι τέσσερις της οικογένειας, εκτός από το Πάσχα, που πηγαίναμε στο χωριό για το πατροπαράδοτο αρνί/γλέντι/δυναμιτάκια. Ο παππούς ήταν χασάπης, η οικογένεια πολυμελής, οπότε το γλέντι ήταν τρικούβερτο αλλά, όπως είπαμε, τα παιδιά δεν τα καταλαβαίνουν όλα, οπότε εγώ, η αδερφή μου και τα ξαδέρφια μου, που ζούσαν στην Καλαμάτα πριν το σεισμό, και μετά μετακόμισαν όσο πιο μακριά μπορούσαν, στη Θεσσαλονίκη, βαριόμασταν φρικτά. Γήπεδα δεν υπήρχαν στο χωριό, να απομακρυνθούμε πολύ δεν μπορούσαμε και η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη, και ούτως ή άλλως υπήρχε μόνο ΕΡΤ.
Κάτι έπρεπε να παίξουμε για να περάσει η ώρα, κι αυτό που παίζαμε ήταν «περιπέτειες».
Ο ξάδερφός μου ήταν (και βέβαια εξακολουθεί να είναι) δύο χρόνια μικρότερος από μένα, η αδερφή μου τρία, και η ξαδέρφη μου τέσσερα. Εγώ, ένα μικροσκοπικό, ήσυχο, μελετηρό παιδάκι, δεν είχα ποτέ ηγετικούς ρόλους σε παρέες του σχολείου, έτσι εκεί είχα την ευκαιρία να το παίξω αρχηγός. Οι «περιπέτειες» ήταν κάτι τρομερά σενάρια που σκεφτόμουν τις ατέλειωτες ώρες της βαρεμάρας, φανταστικά παραμύθια στα οποία πρωταγωνιστούσαμε, τα οποία δεν είχαν καμία συνοχή/επαφή με την πραγματικότητα, και δεν τα είχα καθόλου σκεφτεί από πριν.
«Λοιπόν, είμαστε αρχαιολόγοι», έλεγα, «και έχουμε πάει για ανασκαφή σε κάτι μυστήριες πυραμίδες που ανακαλύφθηκαν στην Ελλάδα».
Η πυραμίδες, φυσικά, ήταν το σπίτι του παππού, και μάλιστα μόνο το πάνω μέρος, γιατί στο κάτω, που ήταν παλιά στάβλος, δεν μας άφηναν να πάμε. Η κατσικούλα της αυλής έπαιζε το ρόλο του δράκου που φύλαγε την είσοδο της πυραμίδας.
«Ας τον ταΐσουμε χόρτα το δράκο», έλεγε ας πούμε η ξαδέρφη μου, προσπαθώντας να δώσει μια λύση. Αυτό ήταν το παιχνίδι: να λύσουμε τους γρίφους για να πάμε παρακάτω.
«Δεν τρώει χόρτα ο δράκος», απάνταγα. «Ο δράκος είναι σαρκοφάγος».
«Τι είναι σαρκοφάγος;» ρώταγε η ξαδέρφη μου που, είπαμε, ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερη.
«Τρώει μόνο κρέας».
Το σκεφτόταν λίγο.
«Σαλάτα δεν τρώει;»
Το σκεφτόμουν λίγο.
«Ναι αμέ», έλεγα. «Πώς δεν τρώει».
«ΜΑΜΑ!» φώναζε η ξαδέρφη μου. «Φέρε μου λίγη σαλάτα να δώσω στο δράκο!».
Οι γονείς μας μας κοίταζαν με ένα βλέμμα απορίας όταν παίζαμε περιπέτειες, σαν να προτιμούσαν να κάνουμε κάτι άλλο αλλά, τέλος πάντων, επειδή ήμασταν ήσυχοι, δεν το έψαχναν και περισσότερο.
Όσο περνούσε ο καιρός, οι περιπέτειες γίνονταν όλο και πιο περίτεχνες και περιπετειώδεις και δραματικές. Ακόμα, τις έκανα όλο και πιο δύσκολες. Μια φορά είχαμε κλειστεί σε ένα υπνοδωμάτιο του σπιτιού, το οποίο υποτίθεται πως ήταν φυλακή, κι εμείς ήμασταν φυλακισμένοι. Αλλά η πόρτα δεν είχε κλειδαριά. Και στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανένα εργαλείο ή μαραφέτι με το οποίο θα μπορούσαμε να την παραβιάσουμε. Δηλαδή, υπήρχε και παραϋπήρχε, καθώς όταν η ξαδέρφη άνοιξε ένα συρτάρι για να βρει μια λύση, εντελώς τυχαία ανακάλυψε μια ολόκληρη αρμαθιά από κλειδιά, πράγμα που όμως δεν ταίριαζε καθόλου με την περιπέτειά μου, έτσι της είπα να τα αφήσει κάτω, ότι δεν κάνουν αυτά, και επιπλέον είναι ραδιενεργά. Μείναμε 45 λεπτά μέσα σε εκείνο το δωμάτιο προσπαθώντας να βρούμε μια λύση σε ένα γρίφο που τον είχαμε κάνει μόνοι μας τόσο δύσκολο, που δεν μπορούσε να λυθεί.
Τελικά, η αδερφή μου κατάφερε να μας ελευθερώσει με έναν πομπό/αντικλείδι από χαρτόνι.
Ό,τι να ‘ναι δηλαδή.
Τα περισσότερα από αυτά τα παιχνίδια τα έχω ξεχάσει τελείως, φυσικά, καθώς πόσα πράγματα να χωρέσει το μυαλουδάκι ενός παιδιού –νομίζω ότι η ανάμνησή τους ξεθύμαινε ήδη καθώς χωνεύαμε τις πετσούλες απ’ το αρνί. Αλλά ένα μου έχει μείνει. Ούτε ξέρω πότε ήταν, πόσο χρονών ήμασταν, ή οτιδήποτε άλλο για εκείνο το Πάσχα, αλλά θυμάμαι το τρίξιμο της πόρτας σαν να το άκουσα χτες.
Καθώς το αρνί στροβιλιζόταν στην αυλή του παππού, εμείς είχαμε ξεπορτίσει και είχαμε φτάσει μέχρι την άλλη άκρη του χωριού, στο σπίτι του θείου, κυνηγημένοι από τα ανθρωποφάγα ζόμπι που μας κυνηγούσαν, για να μην φτάσουμε στο δωμάτιο που έκρυβε το μυστικό τους, και το κλειδί της σωτηρίας μας.
Θυμάμαι πως εγώ ήξερα ποιο είναι το μυστικό (το άρρωστο αρχι-ζόμπι το οποίο θα έπρεπε να σκοτώσουμε για να διαλυθούν τα μάγια), και το φύλαγα για έκπληξη στα ξαδέρφια μου, αλλά δεν φτάσαμε ποτέ στο σημείο της αποκάλυψης.
Το σπίτι του θείου ήταν άδειο. Κανείς δεν είχε μείνει εκεί, ήταν όλοι στην αυλή του παππού και είχε ησυχία, και καθώς μπαίναμε μέσα σταματήσαμε να μιλάμε τελείως, προσπαθώντας να αφουγκραστούμε τα ζόμπι που μας κυνηγούσαν και ταυτόχρονα την ανείπωτη φρίκη που μας περίμενε εκεί μέσα. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν εκεί ολομόναχα, και ήταν η πρώτη φορά που θα μπαίναμε στο δωμάτιο όπου είχα αποφασίσει πως βρίσκεται το μυστικό, ένα καθιστικό που σπάνια χρησιμοποιούσε ο θείος.
Είχαμε μπει εντελώς στο κλίμα της τρομακτικής ιστορίας, έτσι όταν η πόρτα του δωματίου άφησε ένα τρίξιμο εκκωφαντικό, νιώσαμε την καρδιά μας να σφίγγεται, αλλά συνεχίσαμε, μπήκαμε και, μοιραία, κοιτάξαμε τον απέναντι τοίχο.
Αυτό που είδαμε εκεί μας πάγωσε το αίμα, έκανε τις τριχούλες στο πίσω μέρος του λαιμού μας να σηκωθούν κάγκελο, πηχτή αδρεναλίνη να τρέξει ακατάσχετα στις μικροσκοπικές μας φλέβες.
Δεν είπαμε κουβέντα. Λέξη.
Ακαριαία, ταυτόχρονα, κάναμε μεταβολή και πεταχτήκαμε έξω τρέχοντας, πετώντας, και δεν σταματήσαμε μέχρι που βγήκαμε στο δρόμο, μακριά από το σπίτι του θείου και το δωμάτιο με την πόρτα που έτριζε.
Ακολούθησαν βαθιές ανάσες, μετά γέλια, μετά λόγια ψεύτικης γενναιότητας, «τι βλακείες που κάνουμε» και άλλα τέτοια, και μετά πήραμε το δρόμο της επιστροφής χωρίς να ανησυχούμε για τα ζόμπι, καθώς ξέραμε πως το παιχνίδι είχε ήδη τελειώσει, από τη στιγμή που στον τοίχο εκείνου του δωματίου είχαμε δει κρεμασμένη την ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός άνδρα, που μπορεί να ήταν ο παππούς του θείου ή κάποιος άλλος συγγενής, ένα πορτρέτο παλιομοδίτικο, αξιοπρεπές κι αθώο, που όμως μέσα στην ατμόσφαιρα του παιχνιδιού μας είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο: Είχε μετατραπεί στο αρχι-ζόμπι το ίδιο, που μας κοίταζε στα μάτια με βλέμμα παγωμένο.
Τα παιδιά μπορεί να μην καταλαβαίνουν πολλά, αλλά βρίσκονται πιο κοντά στο πηγαίο και πολύτιμο αίσθημα της ευτυχίας, το έχουν πιο εύκαιρο, πιο κοντά στην επιφάνεια, και μπορούν να το αναγνωρίσουν ευκολότερα. Γι’ αυτό λέμε πως χαίρονται με τα απλά πράγματα –με τα σωστά πράγματα χαίρονται, απλά εμείς έχουμε θάψει το αίσθημα της ευτυχίας πολύ βαθιά, και δυσκολευόμαστε να το ανασύρουμε κατά βούληση.
Τα παιδιά ξέρουν πότε είναι ευτυχισμένα, κι εγώ ήξερα πως ήμουν ενθουσιασμένος, καθώς έτρεχα με τα ξαδέρφια μου, προσπαθώντας να ξεφύγουμε από την τρομερή απειλή που είχα επινοήσει.
Αυτό ήταν ευτυχία.
Μια ψεύτικη ιστορία που είχε κάνει ανθρώπους να αντιδράσουν, να επηρεαστούν. Εγώ το είχα καταφέρει αυτό, και με γέμιζε με μια υπερηφάνεια πρωτόγνωρη.
Και τότε ήταν που, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σκέφτηκα για πρώτη φορά:
«Μπορώ να κάνω συνέχεια τέτοια; Μπορώ να τα κάνω και όταν μεγαλώσω; Μπορώ να τα κάνω για επάγγελμα; Μπορώ να τα κάνω για πάντα;»
Από ότι αποδείχτηκε, μπορώ.