Το Argo, Το Hobbit Και Η Τεχνολογία: Ένα Αναπάντεχο Ταξίδι

Μερικές φορές το να είσαι μουτζαχεντίν μουτζαχίντ της τεχνολογίας είναι κουραστική και κάπως μοναχική υπόθεση. Το ότι μου αρέσουν τα ψηφιακά τσουμπλέκια και το ότι όλο παίζω με οθόνες και μιλάω για τα ίντερνετς συχνά παρεξηγείται. Πολύς κόσμος δεν το καταλαβαίνει, το ερμηνεύει σαν χόμπι, σαν πάθος, σαν μιας μορφής φετιχισμό. Μα δεν είναι. Είναι αγάπη. Κι είναι αγάπη όχι για τα άψυχα τσουμπλέκια: Αγάπη για τον άνθρωπο. Είμαι μουτζαχεντίν μουτζαχίντ της ανθρωπότητας.

Μπορεί να μην είμαι ο πιο βολικός και εύκολος άνθρωπος του κόσμου, και μπορεί η αγάπη μου για το ανθρώπινο είδος μερικές φορές να μην είναι προφανής, και ενίοτε να μοιάζει και απούσα, μα κοίτα: Απλά τη διοχετεύω αλλιώς. Στα μάτια μου τα τεχνολογικά και τα επιστημονικά επιτεύγματα δεν είναι ένα χόμπι για να παίζουμε στην ουρά της τράπεζας, αλλά το απτό απόσταγμα της ανθρώπινης διάνοιας, το αποτέλεσμα εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων εξέλιξης, η ουσία και μετουσίωση του ανθρώπινου πνεύματος. Σε κάθε κινητό τηλέφωνο, σε κάθε ασύρματο θαύμα, και βέβαια στον κολοφώνα της ανθρώπινης γνώσης, στο αόρατο δίκτυο που μας συνδέει, βλέπω αυτό που είναι η ανθρωπότητα πίσω απ’ τους πολέμους και το μίσος και αυτούς που προσπερνούν την ουρά στο φανάρι και πάνε και χώνονται μπροστά μπροστά. Η τεχνολογία μου θυμίζει πως κάτω από την ποταπή φύση του είδους μας υπάρχει μια πνοή συλλογικής ιδιοφυίας που αργά αλλά σταδιακά μας εξηγεί τον κόσμο γύρω μας και ταυτόχρονα και συνακόλουθα μας μετατρέπει σε κάτι άλλο, σε κάτι καλύτερο.

Η τεχνολογία είμαστε εμείς, και γι’ αυτό μας αγαπώ. Κι επειδή μας αγαπώ, τη βλέπω παντού.

argo_hobbit

Το περασμένο Σαββατοκύριακο είδα δύο ταινίες οι οποίες είχαν σχεδόν πανομοιότυπη θεματολογία: Το κατασκοπικό θρίλερ “Argo” του Μπεν Άφλεκ και την περιπέτεια φαντασίας “Το Χόμπιτ” του Πίτερ Τζάκσον.

Σχεδόν πανομοιότυπη θεματολογία. Ναι, αυτό έγραψα. Είναι δυο ταινίες για τα αγαθά της τεχνολογίας. Τι;

Σύμφωνοι, η πρώτη είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία, η υπόθεσή της διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αφορά στη διάσωση έξι εγκλωβισμένων Αμερικανών διπλωματών στην Τεχεράνη, ενώ η δεύτερη είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν και η υπόθεσή της αφορά στο φανταστικό ταξίδι μιας ντουζίνας νάνων κι ενός μάγου που θέλουν να σκοτώσουν ένα δράκο και να πάρουν πίσω το θησαυρό. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι δύο ταινίες δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους.

Κάποιος. Όχι εγώ.

Γιατί στα δικά μου τα μάτια είναι προφανές: Και οι δύο ταινίες έχουν άμεση σχέση με την τεχνολογία, και το σημαντικότερο πράγμα που πήρα μαζί μου στο σπίτι μου βλέποντάς τις ήταν η σημασία της τεχνολογίας στη ζωή των ανθρώπων ετούτου του πλανήτη. Αυτό ήταν το μήνυμα και των δύο.

Σε βλέπω λίγο απορημένο. Μάλλον πρέπει να το εξηγήσω λιγάκι, κατά προτίμηση με τρόπο που να βγάζει νόημα. Λοιπόν.

[field id=”1″]

Η υπόθεση του “Argo” θέλει ένα δαιμόνιο πράκτορα της CIA να πηγαίνει στην Τεχεράνη, δήθεν ως παραγωγός μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας του Χόλιγουντ, σκοπεύοντας να βγάλει τους έξι εγκλωβισμένους διπλωμάτες απ’ το Ιράν ως δήθεν στελέχη της παραγωγής της ταινίας. Η ιστορία είναι μια κλιμάκωση όλο και πιο δύσκολων καταστάσεων, οι διπλωμάτες όλο κινδυνεύουν να αποκαλυφθούν, συλληφθούν (και κατ’ επέκτασιν πιθανότατα αποκεφαλιστούν) και γενικά έχει πολλή αγωνία και βλέποντας την ταινία ένα πράγμα είχα στο μυαλό μου, ότι ένα πράγμα μόνο σκιαγραφούσε η πλοκή κι η περιπέτεια, ή μάλλον την έλλειψη ενός πράγματος: Της τεχνολογίας.

Δεν θα σου γράψω spoilers, αλλά κοίτα: Αν υπήρχαν κινητά, τίποτα από όσα περιλαμβάνονται στο σενάριο του Argo δε θα είχε συμβεί. Αν υπήρχε Ίντερνετ τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Αν το αεροδρόμιο ήταν online, τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Όλη η περιπέτεια και η αγωνία συνέβησαν επειδή το 1979 υπήρχε μόνο σταθερό τηλέφωνο και τέλεξ. Προς το τέλος, σε μερικές σκηνές που δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα, αλλά φτιάχτηκαν μόνο για να κλιμακωθεί η αγωνία, βλέπεις το άγχος των σεναριογράφων ξεκάθαρο: Κάποια από τα ευρήματά τους ακουμπάνε την τεχνολογία, τη λαχταράνε, τη χρειάζονται. Ολόκληρο το Argo είναι μια ιστορία προβληματικής επικοινωνίας και περιορισμένης διαθεσιμότητας της πληροφορίας. Ένα εφιαλτικό παράθυρο σ’ ένα ασφυκτικό, δύστοκο παρελθόν.

[field id=”2″]

Το “Χόμπιτ” του Πίτερ Τζάκσον, από την άλλη, αγγίζει το θέμα της τεχνολογίας εντελώς διαφορετικά: Με τη μορφή στην οποία προβάλλεται. Είδα την ταινία στην έκδοση HFR 3D, δηλαδή με προβολή 48 frames το δευτερόλεπτο αντί για 24 που είναι το κανονικό στις κινηματογραφικές ταινίες. Είναι η πρώτη ταινία που γυρίστηκε και προβάλλεται έτσι στις αίθουσες του κόσμου (προβάλλεται και σε σκέτο 3D, και βέβαια και σε απλή, δισδιάστατη μορφή), και γι’ αυτή της τη μορφή έχει ξεσηκώσει μεγάλες συζητήσεις.

Η ταινία καρφώθηκε στο μυαλό μου γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, για τον τρόπο με τον οποίο την είδα, όχι για το περιεχόμενό της.

(Να πω εδώ ότι ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών είναι ένα από τα αγαπημένα μου παιδικά βιβλία αλλά ότι οι ταινίες του Πίτερ Τζάκσον, καίτοι εντυπωσιακές, δεν με συγκίνησαν ιδιαίτερα. Το δε Χόμπιτ, ένα προγενέστερο, πιο παιδικό βιβλίο, το θεωρώ κατώτερο).

Τα περισσότερα σχόλια γι’ αυτή τη μορφή της ταινίας ήταν αρνητικά. Πολύ αρνητικά. Πάρα πολύ αρνητικά. Με τα διπλάσια frames ανά δευτερόλεπτο το αποτέλεσμα είναι μια εικόνα πολύ πιο καθαρή, και στα μάτια των περισσότερων καθόλου “κινηματογραφική”. Η κίνηση χωρίς καθόλου θολούρα θύμισε σε πολλούς τις εκπομπές που είναι γυρισμένες για την τηλεόραση με βιντεοκάμερες. Και τους ξένισε.

Την πιο τεκμηριωμένη άποψη περί αυτού τη διάβασα εδώ. Είναι ένα κείμενο από το σκηνοθέτη και φωτογράφο -και διασημότητα του Vimeo- Βίνσεντ Λαφορέ που εξηγεί με λεπτομέρειες γιατί αυτή η αλλοίωση της κινηματογραφικής χροιάς με την υπερβολική λεπτομέρεια στην εικόνα είναι κακό πράγμα. Γράφει ότι:

It’s like being on a film set in person.

Και επίσης ότι:

It was very much like being an audience member in one of those plays where you get to choose the actor you follow around in a building.

Κι εγώ το ίδιο διαπίστωσα: Η εικόνα ήταν τόσο καθαρή που ήταν σα να βλέπεις ένα θεατρικό έργο ενώ βρίσκεσαι μαζί με τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή ή -ειδικά στις εξωτερικές σκηνές- σα να είσαι μαζί με τους ηθοποιούς στη Μέση Γη.

Και εκεί ακριβώς είναι η διαφωνία μου με τον Λαφορέ και όσους συμφωνούν μαζί του: Πού είναι το κακό;

Ποια “κινηματογραφική μαγεία” χάνεται ακριβώς; Η γνώριμη θολούρα της κινηματογραφικής εικόνας; Από που κι ως που είναι αυτή απαραίτητο και εγγενές χαρακτηριστικό του μέσου; Ο σκοπός του κινηματογράφου, όπως τουλάχιστο τον αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι να μας κάνει να συμμετάσχουμε σε φανταστικές ιστορίες. Να ζήσουμε μια ιστορία, όχι απλά να την κοιτάξουμε. Αυτός είναι ο αληθινός σκοπός του κινηματογράφου. Όχι η προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο τρόπο προβολής με φετιχιστικό πάθος -αν ήταν έτσι θα βλέπαμε ακόμα ασπρόμαυρες ταινίες χωρίς ήχο- αλλά η μετάδοση της ιστορίας με τον πιο ζωντανό, αληθινό, βέλτιστο τρόπο. Το ίδιο στοχεύει να πετύχει και η λογοτεχνία, το ίδιο και το θέατρο, και κάθε μέσο το κάνει όσο καλύτερα μπορεί, με τους διαθέσιμους σ’ αυτό τρόπους. Το κινηματογραφικό μέσο πάντα είχε τον περιορισμό του πανιού: Η ιστορία προβάλλεται απέναντι, μακριά μας, κι έτσι εμείς είμαστε πιο πολύ θεατές παρά συμμέτοχοι, στεκόμαστε κάπως μακριά. Μια τεχνολογία που μας φέρνει πιο κοντά στο πανί και μας βάζει λίγο πιο μέσα στον κόσμο της ταινίας από που κι ως που είναι κακή;

Δεν είναι κακή. Είναι πάρα πολύ καλή. Είναι ένα θαυμάσιο και υπέροχο βήμα προς την ουτοπία της πραγματικής συμμετοχής σε φανταστικές ιστορίες, το να είσαι μέσα στην ταινία, να παίζεις, να συμμετέχεις, να τη ζεις.

Το “Χόμπιτ”, στην τεχνολογικά άρτια μορφή που το είδα, είναι μια αρχή προς αυτή την κατεύθυνση. Ελπίζω ότι οι αρνητικές κριτικές όσων διαφωνούν μαζί μου και συμφωνούν με τον Λαφορέ επειδή αυτός ο νέος τρόπος προβολής δεν τους θυμίζει την εικόνα-φετίχ που έχουν συνηθίσει (και που είναι και η πλειοψηφία, απ’ ό,τι φαίνεται) δεν θα εμποδίσουν κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Πίτερ Τζάκσον. Αν το κάνουν, θα είναι σα να βάζουν εμπόδια στην πρόοδο της τεχνολογίας.

Κι αυτό, όπως καταλαβαίνεις, για τους λόγους που εξηγήσαμε στην εισαγωγή, είναι κάτι που δε μου αρέσει καθόλου.