Μια Μικρή Κριτική Για Το “Boyhood” (Xωρίς Spoilers)

Είδα το “Boyhood” (βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες με τίτλο “Μεγαλώνοντας”) πριν από μια εβδομάδα στην πρεμιέρα του Flix.gr, με τρομερή ανυπομονησία και ενθουσιασμό. Το concept της ταινίας, στην περίπτωση που δεν το ξέρετε, είναι η εξής: Ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, έχοντας στο μυαλό του μόνο ένα γενικό σενάριο, μάζευε κάθε χρόνο και για δύο εβδομάδες ένα συνεργείο ηθοποιών και συνεργατών και έκανε γυρίσματα. Αυτό συνέβη για 12 χρόνια. Στο κέντρο της ιστορίας που γυρίστηκε μ’ αυτό τον τρόπο είναι η ζωή ενός αγοριού από την ηλικία των έξι μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ. Το αγόρι λέγεται Μέισον και το υποδύεται ο ηθοποιός Έλαρ Κολτρέιν (τι όνομα!), ο οποίος όταν άρχισαν τα γυρίσματα ήταν ένα παιδάκι, και όταν τελείωσε ήταν ενήλικας. Κάθε χρόνο, όταν γίνονταν γυρίσματα, ο φωτογράφος Ματ Λάνκις του τράβαγε κι ένα πορτρέτο. Νάτος ο Μέισον, χρόνο με το χρόνο, ξεκινώντας από πάνω αριστερά και καταλήγοντας κάτω αριστερά (clockwise που λέμε):

boyhood

Εδώ τώρα θα σας γράψω χωρίς κανένα spoiler πώς μου φάνηκε η ταινία και γιατί, αλλά θα σας εξηγήσω και γιατί πολλοί άνθρωποι πρόκειται να τη χαρακτηρίσουν βαρετή. Όχι τόσο κριτικοί, που αγαπάνε το κινηματογραφικό μέσο καθ’ αυτό και έτσι λαχταράνε οτιδήποτε πειραματικό ή καινούριο μοιάζει να το ανανεώνει, αλλά κανονικοί άνθρωποι που πάνε και βλέπουν ταινίες για τις εικόνες και τις ιστορίες.

Πρώτα, ας δούμε το τρέιλερ:

[field id=”1″]

Το Boyhood δεν είναι μια ταινία με υπόθεση, αρχή μέση και τέλος, τις τυπικές τρεις πράξεις των περισσότερων προϊόντων οπτικοακουστικού πολιτισμού που βλέπουμε. Είναι περισσότερο μια απεικόνιση στιγμιοτύπων ζωών, φαινομενικά χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Δεν είναι ότι δεν γίνονται πράγματα στην ταινία, απλά κανένας τρομοκράτης δε βάζει βόμβα στο Λος Άντζελες. Δεν υπάρχει ούτε μία έκρηξη -πλην των συναισθηματικών. Πώς ήταν εκείνες οι ταινίες του Λινκλεϊτερ με το Τζέσι και τη Σελίν που περπατάνε και μιλάνε και δε γίνεται τίποτα άλλο, και παρ’ όλα αυτά είναι γλυκούλες και πολύ ωραίες; Έτσι. Αλλά με πολύ μεγαλύτερο καμβά.

Η ιστορία παρακολουθεί κυρίως τη ζωή του μικρού Μέισον, έτσι γράφει τουλάχιστον η υπόθεση κι αυτό υποννοεί και ο τίτλος, αλλά αυτό δεν είναι ιδιαίτερα ακριβές. Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε εξίσου προσεκτικά και τη ζωή της αδερφής του και -κυρίως- της μαμάς του. Από πολλές απόψεις ο χαρακτήρας της αδερφής, που περνάει και πιο ενδιαφέρουσες φάσεις επανάστασης και εξέλιξης μεγαλώνοντας (έτσι γίνεται συνήθως με τα κορίτσια) είναι πολύ πιο συναρπαστικός, και το κοριτσάκι/κοπέλα/γυναίκα που τον παίζει είναι και πολύ καλύτερη ηθοποιός (είναι η κόρη του σκηνοθέτη, μάλιστα). Η ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται “Childhood”, θα ήταν ένας τίτλος εξίσου ακριβής. Κι ο χαρακτήρας της αδερφής είναι κατά τη γνώμη μου ο δεύτερος πιο ενδιαφέρων στην ταινία. Αλλά εδώ είναι μια καλή ευκαιρία να κάνω την απαραίτητη παρένθεση για να σας εξηγήσω γιατί πολύς κόσμος θα βρει το “Boyhood” βαρετό:

Είναι μία από εκείνες τις ταινίες κατά τη διάρκεια των οποίων ο κάθε θεατής σκέφτεται τα δικά του πράγματα.

[motto_right]

Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η ιστορία της μάνας. Κανονικά δεν θα έπρεπε να λέγεται ούτε “Boyhood” ούτε “Childhood”. Θα έπρεπε να λέγεται “Motherhood”.

[/motto_right]

Το “Boyhood” δεν είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα το οποίο το κοινό παρακολουθεί αφιερώνοντας όλη του την προσοχή και τη διανοητική συγκέντρωση. Όχι. Αποτελείται κυρίως από σκηνές στις οποίες άνθρωποι μιλάνε και ελάχιστα πράγματα “γίνονται” κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θεατής να έχει το χρόνο και την άνεση να σκεφτεί τα δικά του πράγματα. Οπότε το πώς εκλαμβάνει ο καθένας μια ταινία σαν αυτή εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τα πράγματα που σκέφτεται καθώς βλέπει την ταινία, όχι από την ταινία καθ’ αυτή. Αν κάποιος δεν έχει και πολλά να σκεφτεί με αφορμή τους χαρακτήρες και τις ζωές τους όπως εκτυλίσσονται στην οθόνη, θα βαρεθεί. Το “Boyhood” κρατάει δύο ώρες και σαράντα λεπτά (περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω) κι αν αυτοί οι άνθρωποι που βλέπεις να μεγαλώνουν στην οθόνη δε σε βάζουν να κάνεις σκέψεις συναρπαστικές για τη δικιά σου τη ζωή ή για τους ανθρώπους που ξέρεις, αναπόφευκτα θα βαρεθείς. Επίσης αν είσαι άνθρωπος που γενικά δεν σκέφτεται πάρα πολύ, καλύτερα να μην πας καθόλου. Δες το τρασφόρμερς.

Εγώ, λοιπόν, σ’ αυτή την ταινία σκεφτόμουν τις ζωές των μεγάλων.

Για εμένα ο κεντρικός χαρακτήρας του “Boyhood” δεν ήταν ούτε το αγοράκι ούτε η πολύ πιο ενδιαφέρουσα αδερφή του. Ήταν η μαμά τους. Η ταινία είναι ουσιαστικά η ιστορία μιας μικροαστής μάνας (την υποδύεται καταπληκτικά η Πατρίσια Αρκέτ) που μεγαλώνει μοναχή της δυο παιδιά και κάνει γενναίες και τιτάνιες προσπάθειες να βελτιώσει τη ζωή της και τη δικιά τους. Αν δεν ήταν τόσο καθημερινός και ταπεινός και τετριμμένος ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται αυτό στην ταινία (κι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αυτά τα πράγματα στην πραγματική ζωή), θα την αποκαλούσα πιο εύκολα ηρωίδα. Η ταινία είναι δικιά της, είναι ένας ύμνος στη μαμά, στην έννοια της μαμάς. Δεν είναι τυχαίο αυτό, δεν προκύπτει σαν παραπροϊόν της ιστορίας του μικρού Μέισον, ίσα ίσα, αυτή είναι η ιστορία, η ζωή της μάνας, και η εξέλιξη και το μεγάλωμα των παιδιών είναι που είναι το παραπροϊόν της. Και οι άντρες; Όλοι οι άντρες της ιστορίας είναι losers, διανοητικά μειράκια, ελαττωματικά προϊόντα. Άλλοι εξιλεώνονται -οι περισσότεροι όχι-, άλλα όλοι είναι περιφερειακοί, δεύτεροι ρόλοι. Έχουν επίδραση στο “boyhood” ή το “childhood”, αλλά έμμεση. Προσφέρουν γέλιο, φέρνουν δώρα στα γενέθλια, προσθέτουν τραύματα, και μετά εξαφανίζονται, είτε για μερικούς μήνες, είτε για πάντα. Μόνο η μάνα μένει.

Boyhood-Gallery-2Εμένα επίσης με ενδιέφερε και η ιστορία του πατέρα των παιδιών (τον υποδύεται ο Ήθαν Χοκ με τον τρόπο που υποδύεται όλους τους ρόλους του -σαν Ήθαν Χοκ), ο οποίος έχει αρκετά μεγάλη και ενδιαφέρουσα εξέλιξη που δίνει τροφή για σκέψη σε θέματα επιλογών, ωρίμανσης, ενηλικίωσης, βολέματος, συμβιβασμών, κι άλλα τέτοια, αλλά αυτά είναι δικές μου σκέψεις, μη σας τις λέω τώρα δε σας ενδιαφέρουν. Το κεντρικό θέμα της ταινίας, κι αυτό νομίζω ισχύει για όλους τους ενήλικες, παραμένει η ιστορία της μάνας. Κανονικά δεν θα έπρεπε να λέγεται ούτε “Boyhood” ούτε “Childhood”. Θα έπρεπε να λέγεται “Motherhood”.

Δεν έχω άλλα που μπορώ να σας πω χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες γεμάτες spoilers. Μόνο δύο:

Ένα άλλο πράγμα που έχει ενδιαφέρον είναι το περίγραμμα των ζωών των ανθρώπων που παρακολουθούμε, τα πολιτισμικά και τεχνολογικά παραφερνάλια στις παρυφές της υπόθεσης που, σε άλλες ταινίες που διαδραματίζονται σε παλιότερα χρόνια, αναπαριστώνται με κόπο και δυσκολίες, ενώ εδώ ήταν οργανικό κομμάτι των γυρισμάτων. Κάθε χρόνο ο Λίνκλέιτερ δεν αποτύπωνε μόνο ένα χρόνο μεγαλύτερες μούρες και συμπεριφορές, αλλά και το πολιτισμικό περιτύλιγμα της ζωής εκείνη τη στιγμή του χρόνου. Από το Gameboy και τους Coldplay και το iPod στον Χάρι Πότερ και τα smartphones και τους Arcade Fire, παρακολουθούμε αυτή την εξέλιξη με έναν τρόπο (έμμεσο, αλλά ευκρινή και) πρωτόγνωρο.

Ένα εξαιρετικά ευπρόσδεκτο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπάρχει κανένα “σημάδι” μετάβασης από τη μία χρονιά στην άλλη. Ποτέ δε γράφει “2006” στο κάτω μέρος της οθόνης για να καταλάβεις ότι περάσαμε σε άλλη χρονιά. Αυτό είναι πολύ ωραίο, θολώνει λίγο και τη μετάβαση, καθώς κάθε χρονιά βλέπουμε περισσότερες από μία σκηνές. Ωστόσο, μια μικρή γκρίνια που έχω έχει να κάνει με την κατανομή των σκηνών. Θα περίμενα και θα προτιμούσα σε ένα φιλμ που αυτοαποκαλείται “Boyhood” περισσότερη έμφαση στα στάδια που ο πρωταγωνιστής είναι αγόρι. Στην ταινία δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην ύστερη εφηβεία, στα τελευταία χρόνια δηλαδή. Ίσως γι’ αυτό να φταίει το ότι στα τελευταία χρόνια ο Λινκλέιτερ είχε καλύτερη εικόνα της ιστορίας και των χαρακτήρων και ίσως και περισσότερο χρόνο ή άνεση να γυρίσει υλικό. Αλλά έτσι η ταινία γίνεται κάπως οπισθοβαρής, ρίχνοντας προς το τέλος όλο και περισσότερο βάρος στον έφηβο Μέισον που, όπως είπαμε, είναι μόλις ο τρίτος πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας της ταινίας. Πιστεύω ότι όλο αυτό το κομμάτι θα έπρεπε να κρατάει λιγότερο, κι έτσι θα περιοριζόταν και η διάρκεια της ταινίας που στα 160 λεπτά δοκιμάζει σοβαρά αντοχές.

Δεν χρειάζονται τόσα λεπτά για να βάλεις τον άλλο να σκεφτεί τη ζωή του και τις επιλογές του και τους συμβιβασμούς και το μέλλον. Το “Boyhood” το καταφέρνει από πολύ πιο νωρίς, εύκολα.

Να πάτε να το δείτε και να μου πείτε αν σας άρεσε.

boyhood