Πέντε Σκέψεις Για Το “The Dark Knight Rises”

batman

Μερικές φορές ένα πράγμα για να το κρίνεις πρέπει να το αφήσεις λίγο να κατακάτσει στο μυαλό. Να σκεφτείς κάτι άλλο, να ασχοληθείς με πράγματα αλλιώτικα, να το αφήσεις λιγάκι στο φόντο, στους νευρώνες του εγκεφάλου τους παθητικούς, τους φαινομενικά πιο ανενεργούς, αυτούς που δεν κάνουν πολλή φασαρία, για να το αναμοχλεύσουν λίγο μόνοι τους, λίγο καλύτερα, και να στο ξαναφέρουν στην επιφάνεια αργότερα αλλιώτικο, λίγο μασημένο, πιο έτοιμο.

Πριν από ένα μήνα είδα το “The Dark Knight Rises”, την τελευταία ταινία της τριλογίας του Κρίστοφερ Νόλαν με θέμα τις περιπέτειες του Μπάτμαν στο Γκόθαμ Σίτι, και μόλις βγήκα από το σινεμά τότε ήμουν πολύ χαρούμενος και σχεδόν ενθουσιασμένος. Η ταινία μου άρεσε πολύ. Όχι όσο μου άρεσε η προηγούμενη της σειράς, το φοβερό “The Dark Knight”, αλλά αυτό δεν λέει και πολλά, καθώς εκείνη είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες των τελευταίων χρόνων, η δεύτερη καλύτερη ταινία με υπερήρωες που έχει γυριστεί κατά τη γνώμη μου (ίσως και η πρώτη, αμφιταλαντεύομαι μερικές φορές).

Τώρα η ταινία βγήκε επιτέλους στους ελληνικούς κινηματογράφους και, καθώς οι νωχελικοί νευρώνες είχαν όλο το χρόνο να το σκεφτούν καλύτερα ενώ εγώ ασχολούμουν με άλλα, διαπιστώνω πως η γνώμη μου έχει αλλάξει αρκετά. Αν και εξακολουθώ να πιστεύω ότι το “The Dark Knight Rises” είναι μια καλή ταινία και πως αξίζει να αφιερώσεις δυόμισι ώρες και εφτά ευρώ για να τη δεις, νομίζω πλέον ότι είναι με διαφορά η χειρότερη ταινία της τριλογίας, και σε γενικές γραμμές ένα έργο τέχνης αρκετά προβληματικό και από κάποιες σημαντικές απόψεις μέτριο.

Παρακάτω εξηγώ τους λόγους αναλυτικά. Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλά spoilers, οπότε αν δεν έχεις δει την ταινία καλύτερα να σταματήσεις εδώ και να διαβάσεις το υπόλοιπο αφού την δεις.

UPDATE ΚΩΛΟΤΟΥΜΠΑΣ: Είδα για δεύτερη φορά την ταινία. Δεν έχει σημασία  το πώς και το γιατί, σημασία έχει ότι την είδα ξανά, ένα μήνα μετά, πιστεύοντας εκ των προτέρων ότι θα βαρεθώ. Αυτή η θέαση είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξω γνώμη πάλι, σε βαθμό αρκετά σημαντικό. Τα παρακάτω ισχύουν, αλλά στο τέλος προσθέτω λεπτομέρειες και διευκρινήσεις. Συνοπτικά: Στη δεύτερη θέαση, κι αφού είχα ήδη εντοπίσει τις αδυναμίες που αναλύω εδώ, η ταινία μου άρεσε περισσότερο.

[field id=”1″]

1. Αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί

Ισχύει ένας γενικός κανόνας: Οι ταινίες με υπερήρωες είναι τόσο ενδιαφέρουσες όσο ενδιαφέροντες είναι οι “κακοί” τους. Υπάρχουν εξαιρέσεις (οι πρόσφατοι Avengers είναι μία) αλλά είναι ένας σχετικά καλός κανόνας, και λογικός. Ο ήρωας είναι εξ’ ορισμού ενδιαφέρων -είναι αυτός με τον οποίο ταυτίζεται ο θεατής, αυτός τον οποίο υποστηρίζει, κι αυτός που στο τέλος πρέπει να κερδίζει. Το ζουμί της περιπέτειας, ωστόσο, είναι ο εχθρός. Ο “κακός” βάζει τα εμπόδια, κι από αυτόν εξαρτάται αν η μάχη είναι αμφίρροπη, συναρπαστική και ενδιαφέρουσα.

Το πρόβλημα με το “The Dark Knight Rises” είναι το εξής: Ο κακός της ταινίας είναι ο ίδιος με τον κακό του “Batman Begins”, της πρώτης ταινίας της τριλογίας. Η υπόθεση, ουσιαστικά, είναι η ίδια (Συνοπτικά: Η Λεγεώνα των Σκιών θέλει να καταστρέψει το Γκόθαμ για να ξαναφτιαχτεί μια κοινωνία νέα, λιγότερο σάπια. Ο Μπάτμαν και οι πατρικές φιγούρες που τον βοηθάνε, δε θέλουν). Το διακύβευμα πανομοιότυπο. Μπορεί στο μεγαλύτερο μέρος ετούτης της ταινίας να βλέπουμε γεγονότα αλλιώτικα και χαρακτήρες να κάνουν διαφορετικά πράγματα, και μπορεί το διακύβευμα να αποκαλύπτεται τελικά κοντά στο τέλος, αλλά η αίσθηση που μένει είναι σαφής: Αυτή την ταινία την έχουμε ξαναδεί.

Το πρόβλημα αυτό υπογραμμίζεται εντονότερα αν λάβει κανείς υπ’ όψιν την ταινία που μεσολάβησε, το “The Dark Knight”, που αποτελεί μια άριστη επιβεβαίωση του άνωθι κανόνα. Ο κακός εκεί ήταν ένας μεγαλοφυής παρανοϊκός εγκληματίας που -όπως λέει ο Άλφρεντ- “απλά θέλει να δει τον κόσμο να καίγεται”. Ο Τζόκερ, όπως εμφανίστηκε σε εκείνη την ταινία του Νόλαν, είναι ο απόλυτος κακός γιατί είναι σκέτα, ατόφια κακός. Δεν έχει κίνητρα ανθρώπινα ή υστεροβουλίες κατανοητές από εμάς, τους κανονικούς ανθρώπους. Δεν είναι κανονικός άνθρωπος, γι’ αυτό κανένας κανόνας συμπεριφοράς δεν ισχύει γι’ αυτόν, γι’ αυτό μπορεί να κάνει οτιδήποτε χωρίς κανένας σεναριογράφος να χρειαστεί να εξηγήσει τίποτα απολύτως. Είναι κάτι σαν κακός-υπερατού. Και, ως τέτοιος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μία φορά.

Στην τρίτη ταινία, ελλείψει Τζόκερ, ο Κρίστοφερ Νόλαν με τον αδερφό του μας ξαναδίνουν τον ιδεολόγο-τρομοκράτη Ρας Αλ Γκουλ, που αυτή τη φορά δεν έχει καν την ήρεμη φονική ισχύ της μορφής του Λίαμ Νίσον, αλλά μόνο το άβολο γαλλικό αξάν της κόρης του.

Και δυστυχώς ο κανόνας επιβεβαιώνεται.

 

2. Το πολιτικό μήνυμα της ταινίας έχει προβλήματα

Στον πυρήνα της ταινίας (αν και όχι και των σχεδίων των “κακών”) υπάρχει μια εξέγερση βγαλμένη από τα υγρά όνειρα συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μπέιν, ο θηριώδης κατάδικος που φοράει μια μάσκα που κάνει ό,τι λέει σχεδόν ακατάληπτο (ζήτω οι υπότιτλοι) και σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς τρώει, ηγείται μιας λαϊκής εξέγερσης στο Γκόθαμ, με τους φτωχούς να παίρνουν την εξουσία, να αναδιανέμουν τον πλούτο και να τιμωρούν τους πλούσιους για όσα κακά τους έχουν κάνει.

Κατά την θέαση της ταινίας όλες οι σκηνές στο χρηματιστήριο και οι αναρχοαριστερίστικοι βερμπαλισμοί του Μπέιν -οι ακατάληπτοι όχι μόνο εξαιτίας της μάσκας-, μου φάνηκαν πινελιές μοντέρνες και της μόδας, ξέρεις, “we are the 99%” και τα λοιπά. Αν το καλοσκεφτείς, όμως, η ιδεολογία της ταινίας (όχι του Μπέιν -της ταινίας) δεν είναι βγαλμένη απ’ τα όνειρα του Σκουρλέτη ή του Λαφαζάνη. Είναι copy/paste Ντίκενς.

[motto_right]

Στην τρίτη ταινία, ελλείψει Τζόκερ, μας ξαναδίνουν τον ιδεολόγο-τρομοκράτη Ρας Αλ Γκουλ, που αυτή τη φορά δεν έχει καν την ήρεμη φονική ισχύ της μορφής του Λίαμ Νίσον, αλλά μόνο το άβολο γαλλικό αξάν της κόρης του

[/motto_right]

Ολόκληρο το κομμάτι της ταινίας που αφορά στην εξέγερση του Μπέιν και του πόπολου είναι αντιγραφή του/αναφορά στο “A Tale of Two Cities“, και η άποψη που βγαίνει και από ετούτη την ταινία και από εκείνο το βιβλίο είναι ολόιδια, και είναι συνοπτικά η εξής: Ο λαός έχει δίκιο να διαμαρτύρεται για την καταδυνάστευσή του από τους πλούσιους, αλλά όταν επαναστατεί και παίρνει την εξουσία αναπόφευκτα μετατρέπεται σε έναν απεχθή και βάναυσο όχλο.

Ο Νόλαν μοιάζει να στέλνει μηνύματα προς τους κακούς πλούσιους του κόσμου μας από την ταινία του, αλλά στη συνέχεια εξευτελίζει την “επανάσταση” του λαού απεικονίζοντάς την σαν μια νέα, χειρότερη και πιο βρώμικη χούντα, όπου ένας ακατάληπτος σφίχτης και μια τρομοκράτισσα με αλλόκοτη προφορά βρίσκουν εύφορο έδαφος για να τα τινάξουν όλα στον αέρα.

Είναι μια ιδεολογική τοποθέτηση αμφίσημη (και οι τραπεζίτες είναι κακοί, και η αναρχία είναι κακή), βουτηγμένη στις αποχρώσεις του γκρίζου. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα κόμικ και στις περισσότερες ταινίες με υπερήρωες, όπου όλα είναι άσπρα ή μαύρα (δε γίνεται αλλιώς), εδώ ο Νόλαν αποφασίζει, για να είναι μοντέρνος και στο πνεύμα των ημερών, να τα μπουρδουκλώσει λίγο τα πράγματα. Προφανώς πιστεύει ότι οι δικές του ταινίες είναι πιο βαθιές και σοβαρές και σκοτεινές από τα Spiderman και τα Iron Man που κυκλοφορούν, έτσι λίγο τέτοιο γκρίζο χωράει.

Αν και κατά τη θέαση δεν με ενόχλησε, εκ των υστέρων βρήκα αυτή την προσέγγιση προβληματική, καθώς κατά τη δική μου γνώμη οι ταινίες με τον Μπάτμαν δεν είναι πιο βαθιές και σοβαρές από τα Spiderman και τα Iron Man. Είναι ταινίες με έναν τύπο που ντύνεται νυχτερίδα και κυνηγάει κακούς για να τους δείρει. Και ενώ μπορεί να χωράνε συμβολισμούς που τις κάνουν καλύτερες και να μοιάζουν βαθύτερες από ό,τι είναι (βλέπε “The Dark Knight”), νομίζω ότι δεν χωράνε τσάτρα-πάτρα συναρμολογημένες πολιτικοκοινωνικές αναφορές που, άλλωστε, χρησιμεύουν στην πλοκή μόνο ως κάπως αδέξια σεναριακή γέφυρα.

Θα ‘λεγε κανείς: Why so serious?

 

3. Υπερβολικά πολλά πράγματα δεν βγάζουν νόημα

Το να φτιάξεις μια ταινία με πολλούς χαρακτήρες που είναι στημένη σε ένα φανταστικό σύμπαν και εκτυλίσσεται σε διάστημα πολλών μηνών είναι πράγμα δύσκολο, και μοιραία θα γίνουν κάποιες απλοποιήσεις, κάποιες συμπτύξεις, κάποιες απιθανότητες, κάποια λάθη. Άλλωστε το Μπάτμαν βλέπεις, δε βλέπεις πολιτικό ντοκιμαντέρ του BBC. Γι’ αυτό υπάρχει ένα πράγμα που λέγεται “suspension of disbelief“, μια ελαστικότητα στον εγγενή σκεπτικισμό που ο θεατής επιβάλλει στον εαυτό του όταν κάθεται στο σινεμά για να δει Μπάτμαν, η οποία είναι απαραίτητη για να μπορέσει να απολαύσει οποιοδήποτε έργο φαντασίας.

Μα υπάρχουν όρια.

Το χειρότερο πράγμα στην ταινία, και το ένα από τα δύο πράγματα που με ενόχλησαν ακόμα και κατά τη διάρκεια της θέασης, όταν γενικά όλα μου έμοιαζαν ρόδινα, είναι η ιστορία με τη φυλάκιση του Μπρους Γουέιν σε μια φυλακή κάπου στη Μέση Ανατολή, μια φυλακή με έναν τοίχο αναρρίχησης για όποιον θέλει να αποδράσει.

Όλα όσα συνέβησαν σ’ αυτή τη φυλακή μοιάζουν απίθανα, καταστάσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά μόνο και μόνο για να ταιριάξουν με το μήνυμα περί “ελπίδας” που σκέφτηκαν οι Νόλαν. Εδώ γράφει πολύ καλά και αναλυτικά όλα τα προβλήματα με την ιδέα του τοίχου αναρρίχησης.

Once he climbs to the anchor, which is very, very near the mouth of the pit, there are three ledges above him he could easily climb like a ladder to safety. Bruce instead decides to ignore them, and make a totally insane horizontal jump between two distant platforms. Why do we fall? Because we make terrible, terrible decisions when attempting to read very simple climbing routes.

Πρόκειται για πολύ μεγάλη πατάτα που πολλοί την ξεπέρασαν έτσι, αλλά εμένα μου έκανε το suspension του disbelief μου σμπαράλια.

Και, βεβαίως, αν προσέξεις ένα, μετά τα προσέχεις όλα. Όπως η περίεργη ιστορία με την ατομική βόμβα που “φθείρεται” με τον καιρό μόνη της, με αποτέλεσμα να εκραγεί σε χρονική στιγμή που μπορεί να υπολογιστεί στο δευτερόλεπτο. Ή το πώς κατάφερε να βγει ο Μπάτμαν από το ελικόπτερο-πωστολένε εγκαίρως για να γλιτώσει από την πυρηνική έκρηξη. Ή πώς γίνεται ένας λίγο-πολύ σακάτης να ξανασακατευτεί, να γίνει καλά, να σκαρφαλώσει τον αστείο τοίχο και να φτάσει στο Γκόθαμ ως Μπάτμαν, μέσα σε λίγους μήνες.

[field id=”3″]

Σμπαράλια.

 

4. Ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν ξέρει να σκηνοθετεί σκηνές δράσης

Βαριά κουβέντα, ξέρω, μα στάσου. Έχεις δει αυτό το βίντεο;

[field id=”2″]

Οι σκηνές δράσης είναι ένα κομμάτι του σινεμά που έχει να κάνει περισσότερο με την τεχνική παρά με την τέχνη, και αφορά εξίσου τον μοντέρ και τον υπεύθυνο των ειδικών εφέ με τον σκηνοθέτη. Δεν το κάνουν όλοι καλά. Μερικοί καλοί σκηνοθέτες δεν το κάνουν καθόλου καλά. Η αποπάνω σκηνή είναι από το “The Dark Knight”, μια κατά τα άλλα θαυμάσια ταινία. Και δε βγάζει κανένα νόημα.

Οι σκηνές δράσης στο “The Dark Knight Rises” είναι δυο ειδών: Μπουνίδια και καταδιώξεις με αυτοκίνητα. Στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει κάτι το ενδιαφέρον να δει κανείς, εδώ δεν είναι το Matrix, έχεις κυρίως έναν τύπο με μια μαύρη πανοπλία και μπέρτα να παλεύει με ένα αργοκίνητο, πρησμένο απ’ τα αναβολικά θηρίο. Ο Νόλαν επιστρατεύει το κόλπο “Μάικλ Μπέι” (η κάμερα υπερβολικά κοντά στη δράση οπότε δεν πολυ-καταλαβαίνεις τι γίνεται) κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα αυτές τις σκηνές να μην τις θυμάμαι σχεδόν καθόλου, συμπεριλαμβανομένης και της κάπως σημαντικής σκηνής στην οποία ο Μπέιν τσακίζει τη σπονδυλική στήλη του Μπάτμαν (ή, έστω, του ταρακουνάει ένα σπόνδυλο, σε μια αναπόφευκτη αλλοίωση της αρχικής ιστορίας του κόμικ).

Οι καταδιώξεις με τα αυτοκίνητα -και μάλιστα μια συγεκριμένη, προς το τέλος, με το φορτηγό που μεταφέρει τη βόμβα και τα συνοδευτικά τανξ- είναι το δεύτερο πράγμα που με ενόχλησε καθώς έβλεπα την ταινία. Μπορεί να ήμουν προκατειλλημένος έχοντας δει το παραπάνω βίντεο, αλλά πες μου, αν είδες τη σκηνή: Πόσα ήταν τα τανξ; Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν δύο. Στην καταδίωξη που ακολούθησε καταστράφηκαν τουλάχιστον τρία. Κάποια στιγμή μου φάνηκε ότι είδα ταυτόχρονα τέσσερα. Ήταν περίπου τρία-τέσσερα λεπτά γεμάτα φρενήρη δράση, υποτίθεται η κορύφωση του δράματος, και δεν καταλάβαινα τι γινόταν, προς τα πού πυροβολούσε ποιος, πού προσπαθούσε να μπει ο Γκόρντον, πόσα τανξ τέλος πάντων υπάρχουν.

Σε γενικές γραμμές, όταν βλέπεις μια ταινία δράσης είναι κακό να μην καταλαβαίνεις τι γίνεται.

 

5. Στο τέλος δεν χρειαζόταν να δείξει τον Μπρους Γουέιν

Η φάτσα του Άλφρεντ αρκούσε, νομίζω. Δεν ξέρω γιατί με ενόχλησε τόσο πολύ αυτό.

 

ΜΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ UPDATE

Όπως είπαμε, μετά από όλες αυτές τις σκέψεις, πήγα και ξαναείδα την ταινία. Είναι μια ταινία 165 λεπτών, θυμίζω, και ήμουν σίγουρος ότι θα βαρεθώ πολύ και ότι τα σημεία που με ενόχλησαν την πρώτη φορά θα με ενοχλήσουν ακόμα περισσότερο τη δεύτερη. Αντιλαμβάνεσαι την έκπληξή μου όταν ξαφνικά σηκώθηκε η πλατφόρμα όπου στεκόταν ο Ρόμπιν κι εμφανίστηκαν τα γράμματα “The Dark Knight Rises”, και είχαν περάσει τα 165 λεπτά, και εγώ δεν είχα βαρεθεί καθόλου, είχα περάσει μια χαρά, καλύτερα από την πρώτη φορά.

Αυτό είναι κάτι που δεν βγάζει νόημα.

Όταν βλέπεις ή ακούς πράγματα για πρώτη φορά, με το μυαλό παρθένο και άδειο, τα απολαμβάνεις σαν κάτι καινούριο και φρέσκο και δροσερό, λίγο ή πολύ, ανάλογα με την ποιότητά τους. Όταν τα ξαναβλέπεις  αργότερα μπορείς επίσης να περάσεις καλά, προσέχοντας λεπτομέρειες, πράγματα που σου είχαν ξεφύγει ή που είχες ξεχάσει, αλλά αναπόφευκτα η εμπειρία είναι δευτερογενής, αλλιώτικη, πιο ήπια.

Αυτό το σκοτσέζικο ντους με το τρίτο Μπάτμαν δεν το έχω ξαναπάθει και δεν ξέρω τι σημαίνει. Τα πράγματα που είχα βρει ενοχλητικά την πρώτη φορά ήταν ακόμα εκεί, μα ίσως το ότι τα είχα καταγράψει ως ενοχλητικά εδώ μετρίασαν την επίδρασή τους στην απόλαυσή μου τη δεύτερη φορά. Ίσως να φταίει αυτό. Ή όχι. Ποιος ξέρει. Ας περιμένουμε κάνα μήνα ακόμα. Μπορεί να αλλάξω γνώμη πάλι.

[field id=”4″]

[field id=”5″]

Παρεμπιπτόντως: Η καλύτερη ταινία με υπερήρωες κατά τη δικιά μου γνώμη, αν δεν είναι το “The Dark Knight” -δεν έχω αποφασίσει-, είναι μια που λέγεται “Unbreakable”, του Μ. Νάιτ Σιαμαλαν. Παίζει ο Μπρους Γουίλις.