(το παρακάτω γράμμα εστάλη στους συνδρομητές του νιουζλέτερ την 10η Δεκεμβρίου του 2021. Αν θέλετε κι εσείς να λαμβάνετε τέτοια γράμματα κάθε Παρασκευή, μπορείτε να γραφτείτε εδώ)
Η Ιστορία είναι ένα ενδιαφέρον πράγμα, και όχι μόνο επειδή μας προσφέρει εργαλεία, πρότυπα και μοτίβα για να προβλέψουμε τι θα γίνει παρακάτω. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα και χρήσιμη κυρίως επειδή -σχεδόν αποκλειστικά έμμεσα- μας εξηγεί πώς και γιατί καταλήξαμε έτσι όπως είμαστε εδώ. Το είδος μας υπάρχει μόνο εδώ και λίγες χιλιάδες χρόνια, δεν έχει καν πλησιάσει κάποιο ικανοποιητικό στάδιο ωρίμανσης (αντίθετα με τα χταπόδια, ας πούμε, που έχουν αγγίξει την τελειότητα εδώ και εκατομμύρια χρόνια και έχουν μείνει εκεί) και έτσι η Ιστορία μας είναι μια ιστορία διαρκούς αλλαγής. Πολύ συναρπαστική. Γι’ αυτό απολαμβάνω να διαβάζω ιστορικά βιβλία κάθε μορφής και είδους, από βιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων μέχρι συνθετικές διεπιστημονικές αναλύσεις γεγονότων του παρελθόντος.
Σήμερα εδώ θέλω να σας γράψω για τρία βιβλία τα οποία έχουν τρία σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά: 1) κυκλοφόρησαν και τα τρία στα τέλη του 2021, 2) καταγράφουν γεγονότα της ελληνικής ιστορίας των τελευταίων 200 χρόνων και 3) δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός κριτής κανενός από αυτά.
Εξαιτίας του “3” μπορείτε να αγνοήσετε τη θετική μου γνώμη και για τρία, αλλά σας προτρέπω να διαβάσετε παρακάτω επειδή γράφω και για πράγματα άλλα, όπως για το μεγάλο πρόβλημα που είναι τα μήτινγκς, για το πώς φαίνεται όταν έχει κανείς πάθος και την ατάκα που είπε ο Καραμανλής στον Κίσινγκερ.
1. “Τo πρώτο draft της Ιστορίας”
Αυτό είναι, λέει, η δημοσιογραφία, και το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα καλό τεκμήριο. Πολλές φορές λέμε τι ωραίες που είναι κάτι μεγάλες δημοσιογραφικές έρευνες που έχουν κρατήσει έξι μήνες ή ένα χρόνο -ε, αυτό το βιβλίο περιλαμβάνει έρευνα από τα τελευταία 25 χρόνια. Το “Ένα Σκοτεινό Δωμάτιο” του Αλέξη Παπαχελά, που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο, λέει την ιστορία της χούντας των συνταγματαρχών από το 1967 μέχρι την καταστροφή της Κύπρου, το 1974.
Αξίζει να τονίσουμε κάτι λεπτό αλλά σημαντικό εδώ: την ιστορία αυτή δεν τη λέει ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας απλά μεταφέρει όσα βρήκε στις πηγές και όσα του είπαν οι άνθρωποι που έζησαν -ή ήξεραν αυτούς που έζησαν- όσα συνέβησαν. Έχει μιλήσει με τους πάντες –τους πάντες- από τη χήρα του Ιωάννίδη μέχρι τους κατασκόπους της CIA κι από στελέχη της χούντας μέχρι το Χένρι Κίσινγκερ. Οι δε πηγές υπάρχουν διαθέσιμες ακόμα και ως οπτικοακουστικό υλικό, με 22 QR codes διάσπαρτα στο βιβλίο. Ως “πρώτο draft” είναι εξαιρετικά ενδελεχές και πλήρες -μάλλον η “Ιστορία” είναι που θα ανατρέχει σε αυτό, στο μέλλον. Από την ίδια την ιστορία που λέει, δε, δύο πράγματα έμαθα κυρίως: ότι το παρελθόν είναι μια σούπα και ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι τα μήτινγκς.
Όσον αφορά το πρώτο: το βιβλίο είναι γεμάτο με πράγματα που δεν γνώριζα για την περίοδο της χούντας, ή πράγματα που κάποτε είχα ακούσει αλλά που δεν θυμόμουν καθόλου. Για όσους από εμάς γεννήθηκαν μετά από το τέλος της χούντας, πολλά από τα γεγονότα της εποχής εκείνης έμειναν τυλιγμένα στην αχλή εθνικών ταμπού και μιας “too soon” φοβικότητας. Αν και όλοι ξέραμε ότι το Πολυτεχνείο έριξε μια χούντα για να έρθει μια άλλη, ελάχιστα ξέραμε για τον πραγματικό ρόλο του αμερικανικού παράγοντα, για το γιατί και πώς θέριεψε ο αντιαμερικανισμός το 1974 ειδικά, ή για την πρώτη περίοδο αμέσως μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ανέλαβε να κυβερνήσει -και να γλιτώσει την Ελλάδα από έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο- χωρίς να έχει εκλεγεί από κανέναν.
Το βιβλίο δίνει πλούσιες απαντήσεις ειδικά για τον πραγματικό ρόλο που έπαιζαν οι Αμερικανοί εκείνη την εποχή (μια καταγραφή που καταρρίπτει αποφασιστικά διάφορους σχετικούς μύθους) και αφηγείται και πολλές ιστορίες ελάχιστα γνωστές, όπως το ότι κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών το καλοκαίρι του ’74 η τουρκική αεροπορία βύθισε ελληνικά πλοία με πολλά θύματα -ή έτσι νόμιζαν τουλάχιστον, γιατί σύντομα αποδείχτηκε ότι είχαν βυθίσει δικά τους σκάφη, συμπεριλαμβανομένου ενός αντιτορπιλικού, κατά λάθος. Επίσης, δεν ήξερα ότι στο ίδιο διάστημα ένα ελληνικό F-5A κατέρριψε ένα τουρκικό F-102 που παραβίαζε τον ελληνικό εναέριο χώρο πάνω από τον Άγιο Ευστράτιο, ενώ στη συμπλοκή αυτή έπεσε κι άλλο ένα τουρκικό F-102, που δεν κατάφερε να επιστρέψει στη βάση του.
Κράτησα επίσης αυτή τη φανταστική στιχομυθία προς το τέλος του βιβλίου (και της κρίσης στην Κύπρο), η οποία θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΦΟΡΝΤ: Θέλουμε την Ελλάδα πίσω στη Συμμαχία.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Είμαι υπέρ της Συμμαχίας. Είμαι ο πιο φιλοδυτικός πολιτικός στη χώρα μου.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Πάντοτε σας θαυμάζαμε για τη μεγάλη σας ηγετικότητα.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Αυτό έχει κάνει ζημιά στην πολιτική μου καριέρα.
Αυτό ήταν το ένα: ότι δηλαδή αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως “Ιστορία” είναι μια θολή σαλάτα από γενικές αποφάνσεις για γεγονότα που συνολικά δίνουν μια απλοποιημένη εικόνα για το τι ήταν το παρελθόν, για το τι συνέβη πραγματικά. Βιβλία πλούσια τεκμηριωμένα σαν αυτό ξεδιαλύνουν την θολούρα και κάνουν το παρελθόν να φαίνεται πιο αληθινό, περίπλοκο, “βρώμικο” και τρισδιάστατο, σχεδόν όπως ήταν ως παρόν.
Όσο για το δεύτερο: το πιο κομβικό κομμάτι του βιβλίου αυτού είναι η απομαγνητοφώνηση μεγάλου μέρους του κρίσιμου πολεμικού συμβουλίου της 20ης Ιουλίου του 1974, το πρωί της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Το απόσπασμα αυτό, που αποκαλύπτεται για πρώτη φορά, καλύπτει τις σελίδες 369 – 395 (υπάρχει και το σχετικό QR code) και καταγράφει ακριβώς τι είπε ο καθένας από τους συμμετέχοντες στο κρίσιμο μήτινγκ, από τον πρόεδρο της “δημοκρατίας” Φαίδωνα Γκιζίκη και τους αρχηγούς των όπλων μέχρι τον “αόρατο” δικτάτορα Δημήτρη Ιωαννίδη. Η ανάγνωση της συζήτησης αυτών των ανθρώπων που, την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στην Κύπρο, έπρεπε να αποφασίσουν πώς θα αντιδράσει η χώρα, μου προκάλεσε αναστάτωση στα όρια του πανικού. Γιατί εκείνες τις κρίσιμες ώρες είδα στον τρόπο που μιλούσαν και τοποθετούνταν (πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε άτομα, με επτά-οκτώ να παίρνουν πιο συχνά το λόγο) όλες τις γνώριμες παθογένειες που συναντάμε στα ελληνικά μήτινγκ.
Αυτό που δεν υπάρχει ξεκάθαρη, κατανοητή από όλους ατζέντα.
Αυτό που πετάγονται από θέμα σε θέμα ανάλογα με ό,τι θυμηθεί ο καθένας.
Αυτό που δεν υπάρχει ξεκάθαρος στόχος, ένα προσυμφωνημένο καταληκτικό σημείο προς το οποίο πρέπει να πάει η συζήτηση.
H χύμα, ασυντόνιστη συζήτηση, στην οποία ο καθένας πετάει ό,τι του καπνίσει μόλις το σκεφτεί, χωρίς σειρά, χωρίς επεξεργασία όσων ακούγονται, χωρίς ανατροφοδότηση και εμβάθυνση (“να αποσύρουμε τους προξένους!” πέταγε ο ένας, “να κηρύξουμε επιστράτευση!” φώναζε ο άλλος και τελικά κανένας δεν πήγαινε καμία σκέψη στο δια ταύτα).
Το τραγελαφικό αυτό μήτινγκ, πέρα από την προφανή ανεπάρκεια των συμμετεχόντων να ανταποκριθούν σε μια τεράστια πολιτική πρόκληση, μου θύμισε και κάτι άλλο, ευρύτερο: ότι οι περισσότεροι Έλληνες δεν ξέρουμε να συζητάμε. Να χρησιμοποιούμε τον ανθρώπινο λόγο για να πετύχουμε έναν αμοιβαία επωφελή στόχο. Δεν μπορούμε. Μονολογούμε ακανόνιστα, ο καθένας μόνος του, μαζί, χωρίς σκοπό, μέθοδο και πλαίσιο. Ο αχταρμάς των χουντικών μου θύμισε αέναα, ατέλειωτα μήτινγκς στα οποία έχω παγιδευτεί στη ζωή μου για “το μέλλον των περιοδικών” και άλλα ανούσια θέματα, ώρες ατέλειωτες χαμένες σε συζητήσεις που δεν οδηγούσαν πουθενά επειδή δεν ήταν φτιαγμένες για να οδηγήσουν πουθενά.
(απαραίτητη παρένθεση: γιατί όμως χαρακτηρίζω αυτό το πρόβλημα “ελληνικό”; Επειδή κατάλαβα ότι υπάρχει και ότι είναι έντονο την πρώτη φορά που βρέθηκα σε επαγγελματικό μήτινγκ ξένης εταιρείας στο εξωτερικό (στον κλάδο μου) και ένιωσα ότι έχω βρεθεί σε έναν άλλο πλανήτη αποτελεσματικότητας, σαφήνειας, σοβαρότητας, υπευθυνότητας, σεβασμού (στον άλλο και στο χρόνο του άλλου) και αλλεργίας στη μπουρδολογία και την κενολογία. Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί το πρόβλημα να υπάρχει και σε άλλες χώρες, ωστόσο).
Και κάτι άλλο, τελευταίο. Μέσα από εκείνο το απόσπασμα αλλά και από πολυάριθμα άλλα στο βιβλίο γίνεται σαφές ότι τα στελέχη της χούντας ποιοτικά κυμαίνονταν από άνθρωποι ασήμαντοι και περιορισμένης αντίληψης μέχρι άτομα κραυγαλέα ανίκανα και ανισόρροπα. Να πούμε εδώ ότι αυτά τα λέω εγώ. Σε κανένα σημείο του κειμένου δεν υπάρχουν τέτοιοι ή άλλοι χαρακτηρισμοί ή αξιολογήσεις, γενικότερα -μόνο καταγράφεται όσα έχουν πει και έχουν κάνει όλοι αυτοί και από αυτά μόνο όσα είναι επιβεβαιωμένα και διπλοτσεκαρισμένα. Το συμπέρασμα το βγάζει ο αναγνώστης διαβάζοντας το τι λένε και το πώς αντιδρούν σε καταστάσεις και γεγονότα και το συμπέρασμα είναι κρυστάλλινο και ξεκάθαρο: οι άνθρωποι αυτοί, που έκαναν τη χούντα στην Ελλάδα και που ουσιαστικά προκάλεσαν την διχοτόμηση της Κύπρου, ήταν βλαμμένοι.
2. Όταν κάτι σου αρέσει πάρα πάρα πολύ
Το δεύτερο βιβλίο είναι “Ο Ενδοξότερος Αγώνας” του καθηγητή του ΕΚΠΑ Αριστείδη Χατζή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Αυτό το βιβλίο δεν το έχω παραλάβει ακόμη (γι’ αυτό δεν το έχω βγάλει φωτογραφία), αλλά διάβασα ένα σχεδόν τελικό draft πριν από λίγους μήνες και διαμόρφωσα αμέσως άποψη και έβγαλα αμέσως συμπέρασμα. Και το συμπέρασμα είναι ότι: το πάθος φαίνεται.
Όταν κάποια ή κάποιος ασχολείται με κάτι που το γουστάρει πολύ και το απολαμβάνει με λύσσα, φαίνεται. Είναι προφανές στο αποτέλεσμα του όποιου “κάτι”, αν αυτό είναι με οποιονδήποτε τρόπο εξωστρεφές. Ο καθηγητής του ΕΣΠΑ Άρης Χατζής δεν είναι ιστορικός και, αν και έκανε κανονικά τη δουλειά του ιστορικού ανατρέχοντας στις πλούσιες πηγές για την Επανάσταση του ’21 (το βιβλίο καλύπτει όσα έγιναν περίπου μέχρι τα τέλη του 1823) και για όσους έπαιξαν ρόλο σε αυτή, δεν γράφει όπως οι περισσότεροι ιστορικοί. Αντίθετα, λέει την ανθρώπινη ιστορία των πρωταγωνιστών, από τη Μαίρη Σέλεϊ μέχρι το Μαυροκορδάτο και τον Κολοκοτρώνη, όχι μόνο αναφέροντας πού πήγαν και τι έκαναν σε σχέση με την Επανάσταση (ημερομηνίες μαχών, αριθμούς θυμάτων, “ιστορία”) αλλά περιγράφοντας με λεπτομέρειες τη ζωή τους, στοιχεία του πρότερου βίου τους, τις συνθήκες μέσα στις οποίες κινούνταν, τα προβλήματά τους, τις ιδιαιτερότητές τους.
Και αυτό το βιβλίο είναι γεμάτο με εκπλήξεις, μικρές και μεγάλες ιστορίες από την εποχή της δημιουργίας του νέου κράτους που είναι σήμερα ελάχιστα γνωστές, ενώ καταρρίπτει και διάφορους μύθους. Αυτό που ξεχειλίζει από τις σελίδες, όμως, είναι το πάθος. Η αγάπη του συγγραφέα γι’ αυτή τη δουλειά, για την διαδικασία της εξαγωγής αυτών των ζωντανών ιστοριών που έζησαν αυτοί οι ζωντανοί χαρακτήρες από τις πηγές. Διαβάζεις αυτό το κείμενο και καταλαβαίνεις ότι αυτός που το έγραψε είχε τρομερή όρεξη, μεράκι και ενθουσιασμό γι’ αυτό που έκανε. Κι αυτό είναι κάτι το μεταδοτικό.
3. Εδώ δεν έχω ευφάνταστο τίτλο, γιατί το τρίτο βιβλίο είναι το δικό μας και δε μου έρχεται κάτι ταυτόχρονα έξυπνο και αυτοσαρκαστικό για να βάλω
Αυτό το βιβλίο το παλεύαμε δυο χρόνια. Από τότε που το σκεφτήκαμε ως ένα από τα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης μεσολάβησαν πολλά στάδια, όπως η επιλογή των μεταρρυθμίσεων, η επιλογή των συγγραφέων, η συνεργασία μαζί τους, η επιμέλεια των κειμένων και, α, ναι, μια παγκόσμια πανδημία.
Αλλά τώρα, επιτέλους, νάτο. Στην εκπνοή του εορταστικού 2021, με ωραίο σκληρό εξώφυλλο (με μια φωτογραφία του Γιώργη Γερόλυμπου από το γιαπί του ΚΠΙΣΝ), οι “10 Μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Ελλάδα” φτάνουν στα καλά βιβλιοπωλεία, τα τούβλινα και τα online. Είναι από το είδος των βιβλίων που σου λένε πολλές ιστορίες με διαφορετικά θέματα αλλά με έναν ιστό που τις συνδέει, κι ο ρόλος σας εσάς ως αναγνώστες και αναγνώστριες είναι να τον βρείτε και να το ξεδιπλώσετε. Αν σας ενδιαφέρει η ιστορία, η πολιτική, η πολιτική ιστορία και το ερώτημα “γιατί είμαστε όπως είμαστε, οι Έλληνες;” τότε νομίζω ότι θα το βρείτε ενδιαφέρον.
Μπορείτε να διαβάσετε λίγα λόγια για το βιβλίο εδώ, να διαβάσετε την εισαγωγή που έγραψα εδώ και να το παραγγείλετε, αν θέλετε, εδώ.