Στις τελευταίες δύο παραγράφους του “Λογοτεχνία και Επανάσταση” του Τρότσκι ο υπεράνθρωπος του μέλλοντος περιγράφεται έτσι:
“Ο άνθρωπος θα γίνει απείρως δυνατότερος και σοφότερος. Το σώμα του θα γίνει πιο αρμονικό, οι κινήσεις του πιο ρυθμικές, η φωνή του πιο μουσική. Τα σχήματα της ζωής θα γίνουν δραματικά με ένα δυναμικό τρόπο. Ο μέσος ανθρωπότυπος θα ανέλθει στα ύψη ενός Αριστοτέλη, ενός Γκαίτε, ενός Μαρξ. Και νέες κορφές θα υψωθούν τότε”.
Αυτό. Αυτό χρειάζεται. Αυτό λείπει. Ένας καινούριος άνθρωπος, καλύτερος από αυτό που είμαστε τώρα. Κάτι που να υπερβαίνει τους περιορισμούς που βάζει η βιολογία, αυτή που μας έχει φτιάξει ατελείς, μέτριους, με βάση τον κοινό παρονομαστή. Πρέπει να γίνουμε κάτι άλλο, κάτι καλύτερο.
Είναι ο μόνος τρόπος.
Κοίτα:
Στο βιβλίο του Μαξ Μπάρι “Ο Άνθρωπος Μηχανή” (εκδόσεις Καστανιώτη) ο μοναχικός και μονόχνωτος πρωταγωνιστής χάνει το πόδι του σε εργατικό ατύχημα και αναγκάζεται να φορέσει ένα προσθετικό μέλος. Καθώς είναι ιδιοφυής μηχανικός που εργάζεται σε βιομηχανία τεχνολογίας, βρίσκει τα μέσα για να φτιάξει ένα τεχνητό πόδι πολύ καλύτερο από τα προσθετικά της αγοράς. Καταλήγει να φτιάξει ένα τεχνητό πόδι καλύτερο κι από τα φυσικά πόδια. Έτσι, στη συνέχεια, ακρωτηριάζει και το υγιές του πόδι επίτηδες, για να το αντικαταστήσει με άλλο, καλύτερο.
Τα πράγματα, όπως καταλαβαίνεις, κλιμακώνονται στη συνέχεια.
Πριν προχωρήσω στην ανάλυση και το σχολιασμό του κεντρικού θέματος του βιβλίου, που είναι και το ζουμί της υπόθεσης, θα κάνω μια παρένθεση για να αναφερθώ σε ένα θέμα πολύ σημαντικό: Το πρόβλημα της ελληνικής γλώσσας με την τεχνολογία.
Το βιβλίο είναι μεταφρασμένο από τον Αύγουστο Κορτώ, και είναι μεταφρασμένο τίμια, αποφεύγοντας το σύνηθες πρόβλημα παρόμοιων μεταφράσεων που κάνουν τις φράσεις της αμερικάνικης καθομιλουμένης να μοιάζουν με υπότιτλους “δεύτερης” ταινίας στη μεταμεσονύχτα ζώνη “δεύτερου” ελληνικού καναλιού. Ωστόσο, δεδομένου του τεχνολογικού περιεχομένου, υπάρχει η αναπόφευκτη μάχη ανάμεσα στους αγγλικούς και τους ελληνοποιημένους τεχνικούς όρους. Οι μεν, ως ξένοι, ξενίζουν, οι δε, ως αδόκιμοι, ξενίζουν περισσότερο, κι έτσι προκύπτουν φράσεις όπως “ειδάλλως δεν θα μπορούσε να αλληλεπιδρά με την on-line διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών”. Γι’ αυτό δε φταίει ο μεταφραστής, που τέλος πάντων τα ισορρόπησε όπως μπορούσε: Φταίει η γλώσσα.
Η χώρα ετούτη εδώ και πολλούς αιώνες δεν παράγει καθόλου τεχνολογία και σχεδόν καθόλου επιστήμη και αυτό, πέρα από τις αναμενόμενες συνέπειες, έχει και άλλη μία: Δεν παράγει επιστημονικές και τεχνολογικές λέξεις. Παρ’ όλο που μεγάλο μέρος της παγκόσμιας επιστημονικής ορολογίας έχει αρχαίες ελληνικές ρίζες, οτιδήποτε νέο φτιάχνεται κι ανακαλύπτεται φτιάχνεται κι ανακαλύπτεται αλλού, κι αυτοί που το ονοματίζουν ανατρέχουν κυρίως στους φθόγγους τους δικούς τους, όχι σε δικούς μας. Έτσι εμείς πρέπει διαρκώς να υιοθετούμε ξένες λέξεις ή να παράγουμε συχνά κωμικούς και πάντα αδέξιους νεολογισμούς για να περιγράψουμε την ανθρώπινη δημιουργία και την εξέλιξη. Η δυσκολία υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο την κάπως ντροπιαστική αλήθεια: Αυτή η εξέλιξη γίνεται αλλού, όχι εδώ.
Τελος της παρένθεσης.
Η ιστορία του βιβλίου αυτού μπορεί να σου θυμίζει λίγο τη “Μύγα” του Κρόνενμπεργκ (ή την παλιότερη, του Κερτ Νόιμαν, ή το ομώνυμο διήγημα του Τζορτζ Λάνγκελαν από όπου εμπνεύστηκαν και οι δύο, που δημοσιεύτηκε το 1957 στο Playboy), καθώς και διάφορες παρόμοιες ιστορίες της ποπ κουλτούρας που θέλουν έναν επιστήμονα να παίζει με δυνάμεις πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση και, αναπόφευκτα, να επιφέρει την καταστροφή και τη φρίκη. Είναι ένα κοινό μοτίβο που πηγάζει από τον εγγενή φόβο προς το άγνωστο και την κλασσική παρανόηση που θέλει τους επιστήμονες να φλερτάρουν με αυτό το άγνωστο, να το πειράζουν, να το ενοχλούν χωρίς να το καταλαβαίνουν πολύ καλά. Η ιστορία του “Ο Άνθρωπος Μηχανή” διαφέρει σε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο από αυτές τις ιστορίες: Εδώ η εκμετάλλευση της τεχνολογίας (η αναζήτηση στο “άγνωστο”) γίνεται επίτηδες. Είναι κάτι θετικό, ηθελημένο. Οι παρενέργειες αντιμετωπίζονται ως ευεργεσίες. Ο ήρωας (και ο συγγραφέας) υπογραμμίζουν μια απλή και ξεκάθαρη πραγματικότητα που είναι πλέον καλά τεκμηριωμένη: Ο άνθρωπος έχει μάθει πως λειτουργούν κάποιες από τις φυσικές διεργασίες και, μετά από προσπάθειες και δοκιμές, έχει μάθει να τις κάνει καλύτερα από τη φύση. Έτσι μπορείς να τρως πεπόνι χωρίς κουκούτσια, ας πούμε.
Μα υπάρχουν θέματα εδώ, θέματα υποτίθεται σοβαρά. Υπάρχουν όρια σ’ αυτή την ενασχόληση; Πόσο μπορεί να αλλάξει τις φυσικές διεργασίες ο άνθρωπος; Μήπως είναι επικίνδυνο; Μήπως δεν είναι ηθικό; Τι είναι ηθικό; Τι είναι ηθική;
Συναρπαστικά ερωτήματα, όλα αυτά. Εντελώς ανούσια επίσης.
Γιατί μπορεί να πει κανείς πως η φύση κανονικά δε φτιάχνει πεπόνια χωρίς κουκούτσι, αλλά από την άλλη η φύση έφτιαξε τον άνθρωπο, κι αν ο άνθρωπος έφτιαξε πεπόνι χωρίς κουκούτσι, τότε η φύση το έφτιαξε. Εξάλλου, τα όρια υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας. Όταν μπολιάζεις το δέντρο για να βγάζει τρεις φορές το χρόνο φρούτα είναι ακριβώς το ίδιο σαν να πειράζεις το γενετικό κώδικα του ποντικιού για να βγάλει ένα ανθρώπινο αυτί στην πλάτη. Καμία διαφορά.
[motto_right]
Πόσο μπορεί να αλλάξει τις φυσικές διεργασίες ο άνθρωπος; Μήπως είναι επικίνδυνο; Μήπως δεν είναι ηθικό; Τι είναι ηθικό; Τι είναι ηθική;
[/motto_right]
Στο βιβλίο του Μαξ Μπάρι ο ήρωας δεν έχει κανένα τέτοιο ηθικό ενδοιασμό. Είναι επιστήμονας, και ταυτόχρονα μηχανικός, κι όταν βλέπει ότι μπορεί κάτι να το φτιάξει καλύτερο, το φτιάχνει. Στα μάτια του το να φτιάξει ένα καλύτερο πόδι για τον εαυτό του δεν έχει καμία διαφορά από την εγχείριση LASIK που κάνεις για να σου φύγει η μυωπία. Η τεχνολογία και η γνώση υπάρχουν για να τις χρησιμοποιούμε, και πες μου εσύ στόχο ευγενέστερο από τη βελτίωση του είδους, απ’ το να κάνουμε αυτό που είμαστε κάτι καλύτερο από αυτό που είναι ήδη.
Τα ηθικά διλήμματα ο συγγραφέας τα αφήνει για τον αναγνώστη, και τα υπογραμμίζει με τα διάφορα συναρπαστικά που συμβαίνουν στην πλοκή του βιβλίου (είναι σαν γραμμένο για να γίνει ταινία, με ρυθμό που θυμίζει την κλασική δομή μιας ταινίας δράσης -τα δικαιώματα έχουν βεβαίως πωληθεί, ο σεναριογράφος του “Μαύρου Κύκνου” γράφει το σενάριο και ο Ντάρεν Αρονόφσκι θα το σκηνοθετήσει), μα είναι διλήμματα πανεύκολα.
Σκέψου: Κάθε τι που κάνουμε στο σώμα μας έχει μια επίδραση. Το κάπνισμα, η ηλιοθεραπεία, η γυμναστική, το φαγητό, όλα κάνουν αυτή τη μάζα από μύες, λίπος και δέρμα κάτι άλλο, κάτι αλλοιωμένο. Κάθε κίνηση και κάθε πράξη αλλάζει αυτό που είμαστε: Γιατί να μην το κάνουμε επίτηδες; Γιατί να μην αλλάξουμε συνειδητά και πολύ; Οι άνθρωποι βάζουν δηλητήριο στη μάπα τους με ένεση για να γίνει πιο λείο το δέρμα τους -γιατί να μην φτιάξουν καινούρια χέρια; Υπάρχουν κοχλιακά εμφυτεύματα που επιτρέπουν στους κωφούς να ακούν ήχους -γιατί να μην φτιαχτούν καλύτερα κοχλιακά εμφυτεύματα για να βελτιώνουν την ακοή κι αυτών που ακούνε ήδη;
Οι ενδοιασμοί και οι αμφιβολίες είναι ριζωμένες στο φόβο της άγνοιας -δεν στηρίζονται πουθενά αλλού. Δεν υπάρχει δίλημμα κανένα. Και, το πιο σημαντικό που θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι το εξής: Τέτοιου τύπου αλλαγές είναι απαραίτητο να μας συμβούν. Τις χρειαζόμαστε οπωσδήποτε. Είναι πλέον ξεκάθαρη, επιτακτική η ανάγκη να ξεπεράσουμε τη βιολογία μας και να γίνουμε κάτι καλύτερο.
Γιατί τα προβλήματα της ανθρωπότητας, πλέον, είναι υπερβολικά δύσκολα για την ανθρωπότητα.
[motto_left]
Κάθε κίνηση και κάθε πράξη αλλάζει αυτό που είμαστε: Γιατί να μην το κάνουμε επίτηδες; Γιατί να μην αλλάξουμε συνειδητά και πολύ;
[/motto_left]
Στο βιβλίο του “The Great Stagnation” ο Τάιλερ Κόουεν γράφει πως “όλα τα απλά προβλήματα της ανθρωπότητας πλέον έχουν λυθεί, κι αυτά που μένουν είναι υπερβολικά μεγάλα και πολύπλοκα”. Είναι μια ιδέα καλά τεκμηριωμένη αυτή. Το DNA του ανθρώπου το χαρτογραφήσαμε μέσα σε δέκα χρόνια, αλλά η αξιολόγηση και η χρησιμοποίηση αυτής της πληροφορίας είναι πρόβλημα που θα παλεύουμε για δεκαετίες. Ταυτόχρονα η νευρολογία εξακολουθεί να μην μπορεί να εξηγήσει ακριβώς τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η φυσική έχει χτυπήσει ταβάνι. Ακόμα και η επιστήμη των υπολογιστών ζορίζεται: Ο νόμος του Μουρ δεν ισχύει πλέον.
Πια για να λυθούν τα μεγάλα της προβλήματα δεν αρκεί πανέξυπνοι Φάινμαν και Αϊνστάιν να γράφουν εξισώσεις σε ένα μαυροπίνακα: Πρέπει έθνη να δαπανούν δισεκατομμύρια και 17 χιλιάδες άνθρωποι να δουλεύουν σε τούνελ κάτω από την Ελβετία για δεκαετίες. Και όσο περνάν τα χρόνια και γινόμαστε περισσότεροι και λύνουμε κάποια από αυτά, όλο νέα προκύπτουν, πιο επιτακτικά και πιο δύσκολα.
Εμείς, οι άνθρωποι, δεν μπορούμε να μένουμε ίδιοι. Πρέπει να αλλάξουμε για να τα λύσουμε.
Το βιβλίο του Μαξ Μπάρι τραβάει το θέμα της αυτοβελτίωσης σε άκρα αρκετά ακραία, αλλά προς το τέλος παρασύρεται στη λογική του κινηματογραφικού blockbuster και, πιστεύω, χάνει το σημαντικότερο θέμα που θέτει το βιβλίο του: Το τι σημαίνει στ’ αλήθεια αυτή η αλλαγή στην ανθρώπινη υπόσταση που περιγράφει.
[motto_right]
Τι είναι ο άνθρωπος; Πού τελειώνει ο άνθρωπος και πού αρχίζει η μηχανή; Αν ένας άνθρωπος αλλάξει εντελώς τον εαυτό του με τεχνικά μέσα, παύει να είναι άνθρωπος;
[/motto_right]
Ο εφευρέτης, επιστήμονας και στοχαστής Ρέι Κουρτσβάιλ είναι ο μεγαλύτερος οπαδός της ιδέας της Μοναδικότητας, της χρονικής στιγμής, δηλαδή, που μια τεχνητή νοημοσύνη θα αρχίσει να εξελίσσεται αυτόνομα με ταχύτητα που δεν θα μπορεί να παρακολουθήσει ο ανθρώπινος νους. Ο Κουρτσβάιλ τοποθετεί αυτό το χρονικό σημείο προς τα μέσα του αιώνα που διανύουμε (πολύ αισιόδοξα) και, βέβαια, από τώρα μέχρι τότε πολλά πρέπει να μεσολαβήσουν, πολλά τεχνολογικά άλματα πρέπει να συντελεστούν και πολλά προβλήματα φαινομενικά άλυτα πρέπει να λυθούν. Και κάπου εκεί, στην πορεία αυτής της διαδικασίας, θα τεθούν ερωτήματα αναπόφευκτα, ερωτήματα που τίθενται και στο “Ο Άνθρωπος Μηχανή”, καίτοι μόνο έμμεσα: Τι είναι ο άνθρωπος; Πού τελειώνει ο άνθρωπος και πού αρχίζει η μηχανή; Αν ένας άνθρωπος αλλάξει εντελώς τον εαυτό του με τεχνικά μέσα, παύει να είναι άνθρωπος; Πότε; Κι αν αυτό που είναι η ανθρώπινη διάνοια (δε λέω τη λέξη “ψυχή” -τι είναι ψυχή;) βρει τρόπο να υπάρξει έξω απ’ το ανθρώπινο σώμα, παύει να είναι ανθρώπινη; Κι αν αντιγραφεί και γεννηθεί ανεξάρτητα από τα ανθρώπινα όντα, είναι αληθινή;
Το βιβλίο του Μαξ Μπάρι, ένα συναρπαστικό καλοκαιρινό ανάγνωσμα, δεν τα πραγματεύεται αυτά τα πολύπλοκα και δύσκολα, μόνο έμμεσα τα ακουμπάει, πριν στρίψει την ιστορία προς κινηματογραφίσημες σκηνές που θυμίζουν Transformers. Αλλά δεν πειράζει. Το θέμα είναι ότι με τα ατελή μας μάτια (που ίσως τα έχουμε βελτιώσει με γυαλιά, φακούς ή LASIK) μπορούμε να το διαβάσουμε και με το ατελές μας μυαλό (που ίσως το έχουμε ντοπάρει με καφεΐνη) μπορούμε να τα σκεφτούμε, και να αναρωτηθούμε από μόνοι μας.
[field id=”1″]
Το βιβλίο «Ο Άνθρωπος Μηχανή» του Μαξ Μπάρι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Διάβασε ακόμα: Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι οι άνθρωποι