Υπάρχουν καλές ταινίες και υπάρχουν κακές ταινίες, και υπάρχουν ταινίες που είναι περισσότερο από ταινίες. Η πολιτισμική βαρύτητα οπτικοακουστικών προϊόντων αλλάζει ανάλογα με την καθολικότητα της αποδοχής τους, και λίγα προϊόντα έχουν αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες μεγαλύτερη πολιτισμική βαρύτητα στο “δυτικό” κόσμο από τον Πόλεμο των Άστρων, τη σειρά ταινιών φαντασίας που ξεκίνησε από εκείνη τη μία (κάπως μέτρια για τα σημερινά δεδομένα) ταινία του 1977 και εξελίχτηκε σε ένα κοινό μύθο αλλεπάλληλων γενεών ο οποίος περιλαμβάνει βιβλία, σειρές, ταινίες, παιχνίδια, πιτζάμες, Lego, και άλλα καταναλωτικά προϊόντα. Και τώρα βγήκε ακόμα μια ταινία στη σειρά, πολυδιαφημισμένη και θορυβώδης. Την οποία είδα πριν από λίγες ημέρες, και για την οποία θα σας γράψω ακόμα μερικά λόγια παρακάτω.
Αν δεν έχετε δει ακόμη το “The Force Awakens” τότε, όπως θα ‘λεγε και το αρχέτυπο Jedi mind trick, “this is not the post you’re looking for”. Να πάτε εκεί, για γενικότερη συζήτηση χωρίς καθόλου spoilers. Εδώ από κάτω θα σας γράψω σημειώσεις και παρατηρήσεις γι’ αυτά που περιέχει μέσα η καινούρια ταινία.
Ξαναλέω, αν δεν την έχετε δει, φύγετε. Τώρα. Φύγετε. Δείτε την και μετά ξαναελάτε.
Λοιπόν.
Ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους δεν μου αρέσουν πια οι περισσότερες ταινίες δράσης και περιπέτειας που κυκλοφορούν στους σινεμάδες, είναι το ότι οι περισσότερες από αυτές, η συντριπτική πλειοψηφία, δεν βγάζουν κανένα νόημα. Θέλω να πω, οι περισσότερες πολυδιαφημισμένες ταινίες του Χόλιγουντ που κυκλοφορούν έχουν πλοκές που δεν βγάζουν κανένα νόημα. Δεν είναι περίπλοκες ταινίες. Λένε ιστορίες λίγο-πολύ απλοϊκές, γραμμικές, οι οποίες βασικά υπάρχουν για να υποστηρίζουν τις σκηνές καταδίωξης, τις εκρήξεις και τα μπουνίδια. Αυτό δε με ενοχλεί -ίσα ίσα. Είναι μέρος της απόλαυσης. Αυτό που με ενοχλεί είναι ότι κι αυτές οι υποτυπώδεις ιστορίες είναι γεμάτες με λογικά χάσματα και παράλογες παραδοχές τις οποίες δεν θα έπρεπε κανείς να ζητά από έναν έλλογο θεατή.
Αυτό το πρόβλημα υπάρχει και στο καινούριο Star Wars. Και είναι μόνο ένα από τα προβλήματα αυτής της ταινίας.
Παρεμπιπτόντως εδώ να σας πω ότι την ταινία την είδα ευχάριστα και, αν βαθμολογούσα, θα της έβαζα πέντε στα δέκα. Έχει πολλά πράγματα που μου άρεσαν. Έχει χιούμορ σε εύστοχες δόσεις. Σε πολλά σημεία χτυπά τις σωστές χορδές της νοσταλγίας, και πολλές από τις σκηνές είναι εξαιρετικά φτιαγμένες. Θυμηθείτε, ας πούμε, τη σκηνή που ο Φιν παρατηρεί την πτήση ενός πολύ επιδέξιου πιλότου στον ουρανό μέσα στο χάος της μάχης, χωρίς να ξέρει ότι ο πιλότος είναι ο Πο. Είναι ένα καταπληκτικό μονοπλάνο, αριστοτεχνικά φτιαγμένο. Υπάρχουν δε και διάφορα άλλα πλάνα εκπληκτικής ομορφιάς, όπως η πρώτη φορά που βλέπουμε τη Ρέι μέσα στο ερείπιο του παλιού διαστημόπλοιου, ή η επέλαση των X-Wings πάνω απ’ το νερό. Υπάρχουν βέβαια και χαζά πλάνα όπως πολλές στιγμές στις μάχες που δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται (κοινό πρόβλημα των περισσοτέρων ταινιών δράσης) ή εκείνη η στιγμή στο τέλος που ανοίγει ένα χάσμα πέντε μέτρων ανάμεσα στον κακό Κάιλο Ρεν και τη Ρέι, οι οποίοι δευτερόλεπτα πριν στέκονταν μισό μέτρο ο ένας απ’ τον άλλο. Αλλά τέλος πάντων.
Στα θετικά πρέπει να υπολογιστούν και οι ερμηνείες των δύο νεαρών πρωταγωνιστών. Αυτό δεν είναι αυτονόητο σε τέτοιες ταινίες. Δείτε οποιαδήποτε από τις παλιές ταινίες (ή και τα prequels) για να θυμηθείτε πόσο ξύλινα έπαιζαν τότε όλοι οι ηθοποιοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Σε ετούτη, όλοι παίζουν λίγο πολύ καλά, και σ’ αυτό βοηθάει σε κάποια σημεία και το σενάριο, που περιέχει κάπως πιο ανθρώπινους -ενίοτε και πνευματώδεις- διαλόγους από των παλιών ταινιών. Και ο χαρακτήρας του Χαν Σόλο και, κυρίως της Ρέι, που είναι η κύρια πρωταγωνίστρια της ταινίας, είναι σε γενικές γραμμές καλογραμμένοι.
Ωστόσο, κατά τα άλλα η ταινία είναι μια σαλάτα.
Δύο είναι κυρίως τα προβλήματά της: Πρώτον, η ιστορία της δε βγάζει κανένα νόημα, και δεύτερον, δεν είναι μια καινούρια ή πρωτότυπη ταινία. Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο, που είναι και το πιο βασικό.
Ο σκηνοθέτης Τζ. Τζ Έιμπραμς και η παραγωγός Καθλίν Κένεντι που ανέλαβαν να φτιάξουν ετούτο το έργο είχαν φυσικά πολύ δύσκολη αποστολή καθώς, όπως είπαμε στην αρχή, αυτή δεν είναι μια απλή ταινία. Είναι κομμάτι ενός πολιτισμικού φαινομένου που μοιράζονται εκατομμύρια άνθρωποι. Συνήθως οι ταινίες προσπαθούν να ικανοποιήσουν ένα συγκεκριμένο κοινό με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά ταινίες όπως οποιοδήποτε καινούριο Star Wars καλούνται να ικανοποιήσουν πολλά διαφορετικά κοινά, κάποια εκ των οποίων είναι πάρα πολύ απαιτητικά. Σκεφτείτε ας πούμε τους σαρανταπεντάρηδες που είδαν το πρώτο Star Wars στο σινεμά και αυτή η εμπειρία στιγμάτισε πολιτισμικά την παιδική τους υλικία, και ως τέτοια την κουβαλάνε ακόμα. Πώς το ικανοποιείς αυτό το κοινό; Τι του δίνεις; Πιστεύω ότι ο Έιμπραμς και η Κένεντι κάθισαν και το σκέφτηκαν πολύ αυτό το πράγμα, και κατέληξαν σε μια πολύ συγκεκριμένη και συνειδητή απόφαση:
Να ξαναφτιάξουν το πρώτο Star Wars.
Όχι τη συνέχειά του -το ίδιο. Να ξαναγυρίσουν την ίδια ταινία. Γιατί αυτό είναι το “The Force Awakens” -η ίδια ταινία, ξαναγυρισμένη. Δεν είναι sequel. Είναι remake.
Εφόσον το έχετε δει (και, πραγματικά, ελπίζω αν έχετε φτάσει ως εδώ να το έχετε δει, καθώς ακολουθούν ακόμα πιο χοντρά spoilers), και εφόσον έχετε δει και την παλιά ταινία, καταλαβαίνετε τι εννοώ, δε νομίζω ότι χρειάζεται να το εξηγήσω πάλι. Ορφανός ήρωας από πλανήτη με έρημο. Κακός με μάσκα και βαθιά φωνή*. Μια κακιά φασιστική οργάνωση εναντίον της οποίας πολεμάνε ηρωικοί αντάρτες (με τα ίδια όπλα). Είχε την cantina με τα πολύχρωμα πλασματάκια το παλιό Star Wars; Cantina με πλασματάκια και το καινούριο. Η κορύφωση του παλιού ήταν η ανατίναξη του Death Star; Η κορύφωση του καινούριου είναι η ανατίναξη άλλου ένα (τρίτου!) Death Star. Η λίστα είναι ατελείωτη.
Και ακόμα κι αν για κάποιο περίεργο λόγο δεν παρατηρήσει κάποιος ότι βλέπει πάλι την ίδια ταινία ξαναγυρισμένη, το σενάριο είναι γεμάτο με ένα γαλαξία από “κλεισίματα του ματιού” στο θεατή. Και τα 12 parsecs ακούμε, και τον garbage compactor, και το I have a bad feeling about this, και το επιτραπέζιο με τα ζωάκια στο Falcon βλέπουμε, το μισό σενάριο της παλιάς ταινίας αναπαράγεται στην καινούρια με “κλεισίματα του ματιού”, είναι σαν οι καινούριοι σεναριογράφοι (ανάμεσά τους και ένας που είχε δουλέψει στις παλιές ταινίες) να έγραψαν το καινούριο σενάριο αποκλειστικά με annotations πάνω στο .doc του “A New Hope”. Τόσο “κλείσιμο του ματιού” δε λέγεται “κλείσιμο του ματιού”, λέγεται βλεφαρόπτωση.
Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η ταινία είναι απαραίτητα “κακή”, ίσα ίσα, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι από κάποιες απόψεις -όπως οι ερμηνείες, που αναφέραμε- είναι καλύτερη από την παλιά. Αλλά με το να είναι πρακτικά η ίδια ταινία, ξαναγυρισμένη λίγο καλύτερα, μου δημιούργησε ένα αίσθημα μάλλον ανάποδο από αυτό που υποθέτω ότι στόχευε. Όχι απογοήτευσης, per se. Μικροεξαπάτησης.
Κι εγώ, να πούμε εδώ βέβαια, δεν ανήκω στη γενιά που είδε το πρώτο Star Wars στο σινεμά (είμαι λίγο μικρότερος) αλλά έχω συμμετάσχει στην όλη πολιτισμική εμπειρία, και σε κάποιο βαθμό τη μοιράζομαι. Θεωρώ τον εαυτό μου “φαν”. Έχω το φωτόσπαθο του Λουκ, τα είπαμε. Σε εμένα, το κόλπο απέτυχε.
Το άλλο, το πρώτο πρόβλημα, ωστόσο, είναι αυτό που εμποδίζει αυτό το remake να γίνει, έστω, καλή ταινία από μόνη της. Η υπόθεση δε βγάζει κανένα νόημα.
Το καινούριο Death Star (αυτή τη φορά πήγαν κατευθείαν σε έναν πλανήτη και τον μετέτρεψαν σε Death Star, γιατί είδαν και απόειδαν με τα τεχνητά) είναι μια εντελώς ακατανόητη και αδιανόητη μηχανή διαστρικού θανάτου, που ρουφάει τον ίδιο τον ήλιο που βρίσκεται παραδίπλα για να φορτίσει (!) και πάνω σ’ αυτό το αστρικό σώμα, το οποίο είναι ευάλωτο (και αυτό) σε μια επίθεση από μια ντουζίνα αεροπλανάκια, και το οποίο προφανώς απέχει μια τρίχα απ’ το να γίνει σουπερνόβα ανά πάσα στιγμή, η “First Order” (δε θυμάμαι πως μεταφράζεται) βάζει να στρατοπεδεύει ολόκληρος ο στρατός της.
Εμένα αυτά τα ακατανόητα πράγματα στις ταινίες με ενοχλούν πάρα πολύ γιατί με βγάζουν από την ατμόσφαιρα και την όποια απόλαυση του θεάματος, σα να με αρπάζουν και να με ταρακουνάνε για να ξυπνήσω και να καταλάβω ότι κοιτάζω κουταμάρες.
Μιας και είπαμε “First Order”: Στην ταινία ποτέ δεν γίνεται απολύτως κατανοητό ποιος πολεμάει με ποιον, πόσο και γιατί. Η δημιουργική ασάφεια αυτή δεν είναι ανώδυνη, γιατί ουσιαστικά ακυρώνει το τέλος της παλιάς τριλογίας απολύτως. Στα παιδικά μας χρόνια αφήσαμε τους ήρωές μας θριαμβευτές, να έχουν φέρει την ειρήνη στο γαλαξία, να τα έχουν βρει μεταξύ τους, τα συναισθηματικά τους και τα οικογενειακά τους, και να ατενίζουν το μέλλον (και το φλεγόμενο death star στον ουρανό) με δικαιολογημένη αισιοδοξία. Η καινούρια ταινία μας τα ανατρέπει όλα αυτά.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το μήνυμα των Έιμπραμς και Κένεντι στη γενιά του Star Wars, αυτούς τους 45άρηδες, είναι ότι καμία ειρήνη δεν έρχεται ποτέ, καμία νίκη δεν είναι τελεσίδικη, ότι καμιά αγάπη δεν κρατάει για πάντα, ότι τα κωλόπαιδα τελικά θα σας απογοητεύσουν, και πως η ζωή είναι μια αέναη επανάληψη της ίδιας μάχης, συνέχεια.
Στον κόσμο της ταινίας υπάρχει η “Δημοκρατία”, που υποτίθεται ότι επικράτησε τελεσίδικα κατά της Αυτοκρατορίας στις προηγούμενες ταινίες (30 χρόνια νωρίτερα, στον κόσμο της σειράς) και υπάρχει η First Order που είναι τα (ακατανόητα πανίσχυρα, από ό,τι φαίνεται) απομεινάρια της Αυτοκρατορίας. Υπάρχει όμως και μια “Αντίσταση”, της οποίας στρατηγός είναι η Λέια Οργκάνα. Τι “αντίσταση” είναι αυτή; Αντίσταση απέναντι σε τι; Αφού κουμάντο κάνει η Δημοκρατία. Αντίσταση εναντίον ποιού; Θεωρητικά, αν υπάρχει κάποια “αντίσταση” μετά την “Επιστροφή των Τζεντάι”, αυτή δεν θα πρέπει να είναι η “First Order”; Που κάνει αντίσταση κατά της Δημοκρατίας;
Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι η “Αντίσταση” της ταινίας είναι κάτι σαν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που κάνει ότι αντιστέκεται στα μνημόνια.
Η υπόθεση της ταινίας έχει πάρα πολλά κενά και στο θέμα των χαρακτήρων και της εξέλιξής τους. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον, γιατί δεν ξέρω, εσάς μπορεί να σας έπεισε το προσωπικό ταξίδι του Φιν, που από πειθήνιο, κατασκευασμένο όργανο της ναζιστόμορφης First Order έγινε ήρωας του Καλού μέσα σε διάστημα μιας ώρας πραγματικού χρόνου (πέντε λεπτά στην ταινία). Ή ο χαρακτήρας της Μπριέν από το Game of Thrones, που παίζει τη χρωμιωμένη Stormtrooper (πόσο χρόνο περνά να γυαλίζεται κάθε μέρα;), που είναι σκληρό και άτεγκτο στέλεχος της φονικής μηχανής των ναζί και μετά ξαφνικά κατεβάζει σε dt τους διακόπτες καταδικάζοντας όλους τους συντρόφους της σε σίγουρο θάνατο μόνο και μόνο επειδή ένας παππούς κι ένας πιτσιρικάς που καθάριζε πατώματα την απειλούν με μπιστόλια. Ή μήπως εσείς καταλάβατε για ποιό λόγο βρίσκεται στην ταινία η Μαζ Κανάτα (ή όπως τη λένε) ή και για ποιο λόγο πήγαν οι ήρωές μας στην cantina της;
Αλλά το σημαντικότερο πρόβλημα (ίσως και ολόκληρου του σεναρίου, αν το καλοσκεφτεί κανείς), έχει να κάνει με τον τρόπο που οι δημιουργοί της ταινίας συμπεριφέρονται στα συναισθήματα των (συναισθηματικά προ-φορτισμένων) θεατών όσον αφορά το θάνατο, τον κίνδυνο και τα δραματικά διακυβεύματα που τους παρουσιάζουν.
Στην κορύφωση της ταινίας, στην πιο δραματική στιγμή, ο πρώην Μπεν Σόλο νυν Κάιλο Ρεν καμακώνει με το φωτόσπαθο το αγαπημένο, αειθαλές αλάνι του γαλαξία, το μπαμπά του. Κουβέντα χωράει και στη δικιά τους σχέση και τα κίνητρά τους αλλά ας πούμε ότι αυτό ξεπερνιέται, αυτή η ιστορία κατά τη γνώμη μου δεν είναι από τα πολύ προβληματικά σημεία του έργου. Το πρόβλημα είναι άλλο: Λίγα λεπτά (κινηματογραφικά) νωρίτερα, το τεράστιο Death Star 3 έχει πετάξει την κόκκινη αχτίνα θανάτου κι έχει καταστρέψει μισή ντουζίνα πλανήτες δολοφονώντας εκατοντάδες εκατομμύρια, ίσως και δισεκατομμύρια ανθρώπους. Πράγμα που το προσπερνάμε με μια ψυχραιμία. Κανένας δε νοιάζεται ιδιαίτερα. Το να μας βάζει αμέσως μετά ο σκηνοθέτης να νοιαστούμε για το θάνατο του ενός Χαν Σόλο είναι μια συναισθηματική απάτη που βρήκα κάπως ανάρμοστη. Σα να μου υπογραμμίζει ο άλλος ότι είμαι ένας ένας υποκριτής κι ένα καθίκι, να, στο δείχνω στο πανί. Γιατί ρε ταινία μου το κάνεις αυτό;
Αυτά κατά τη γνώμη μου είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα του remake του Star Wars, και οι λόγοι για τους οποίους όταν με το καλό έφτασε η τελευταία σκηνή, και η πρωταγωνίστρια Ρέι βρήκε το Λουκ Σκάιγουόκερ, εγώ δε ρούφαγα τις μύξες μου κλαίγοντας από συγκίνηση και νοσταλγία, όπως διάφοροι γύρω μου, αλλά αναρωτιόμουν: Μα γιατί τους δείχνει τόσο πολλή ώρα να κοιτιούνται, ακίνητοι, χωρίς να μιλάνε; Πάρα πολλή ώρα.
Βεβαίως, μπορείτε να διαφωνήσετε με όλα αυτά. Μπορεί εσάς να μην σας ενοχλούν καθόλου οι σεναριακές τρύπες ή οι συναισθηματικοί συμψηφισμοί των καλλιτεχνών. Όπως σας έγραψα και στο αspoilerο κείμενο, σας ζηλεύω. Αυτή η αδυναμία μου να τα αγνοώ αυτά τα πράγματα μου έχει στερήσει τη συμμετοχή σε σχεδόν όλες τις αντίστοιχες με του Star Wars (αν και, έστω, μικρότερες) μαζικές πολιτισμικές εμπειρίες που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία 15-20 χρόνια, τους Άρχοντες των Δαχτυλιδιών, τα Χάρι Πότερ, τις ταινίες της Marvel, όλα αυτά. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν φταίω εγώ. Όλοι αυτοί οι ταλαντούχοι άνθρωποι είναι επαγγελματίες παραμυθάδες, με πλούσια μέσα, ιδανικές συνθήκες, και διαθέσιμο χρόνο. Γιατί δεν μας γράφουν ιστορίες που να βγάζουν ένα κάποιο νόημα;
Γιατί με ταρακουνάνε έτσι;
Υ.Γ.: Και μια άλλη, τελευταία απορία.
Σε κάποια στιγμή βλέπουμε τον ΒΒ-8 να κατεβαίνει σιγά σιγά, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, σκάλες.
Πώς τις ανεβαίνει;
*Παρεμπιπτόντως: Ο Κάιλο Ρεν δεν χρειαζόταν να φοράει μάσκα, ούτε για τις ανάγκες του σεναρίου, ούτε και δραματουργικά (η φάτσα του Άνταμ Ντράιβερ είναι αρκετά αποτελεσματική). Η θεωρία μου είναι ότι έβαλαν επίτηδες μάσκα στον κακό, για να νομίζουν όσοι βλέπουν το τρέιλερ ότι κακός έχει γίνει ο Λουκ Σκάιγουοκερ -όπως και ειπώθηκε-, και να γίνει κουβέντα και τζέρτζελο. Ε, και για να είναι όπως τον κακό του Episode IV, του οποίου το νέο είναι αντιγραφή.